Σελίδες

Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

Η βεβήλωση της Κυριακής

Στό θαυ­μα­στό βί­ο του Ο­σί­ου Αν­δρέ­ου του διά Χρι­στόν σα­λου α­να­φέ­ρε­ται ο­τι μιά Κυ­ρια­κή πρωι ο Α­γιος συ­ζη­του­σε μέ τό μα­θη­τή του Επι­φά­νιο. Ε­τυ­χε τό­τε νά περ­να απ΄ε­κει κά­ποιος αρ­χο­ντας πη­γαί­νο­ντας στό πα­λά­τι. Μό­λις τόν ει­δε ο μα­κά­ριος Αν­δρέ­ας, κα­τά­λα­βε τήν α­μαρ­τί­α του, ο­τι δη­λα­δή πρίν α­πό λί­γο ει­χε συ­νέλ­θει μέ τή γυ­ναι­κα του πα­ρα­κι­νη­μέ­νος α­πό τόν πο­νη­ρό. Του λέ­ει λοι­πόν:
- Ε­μό­λυ­νες ε­λε­ει­νέ, τήν η­μέ­ρα της Δε­σπο­τικης Α­ναστά­σε­ως καί πη­γαί­νεις τώ­ρα νά μο­λύ­νεις καί τό πα­λά­τι;

Ε­κει­νος από­ρη­σε. Ε­φυ­γε κα­τά­πλη­κτος καί δι­η­γή­θη­κε στούς φί­λους του ο­τι ο σα­λός του α­πε­κά­λυ­ψε τήν α­μαρ­τί­α του. Απ΄αυ­τούς αλ­λοι θαύ­μα­σαν, αλ­λοι δέν τό πί­στε­ψαν, ενω αλ­λοι ει­παν ο­τι του τό ε­φα­νέ­ρω­σε ο δαί­μο­νας. Εν τω με­τα­ξύ ο Ε­πι­φά­νιος ρώ­τη­σε μέ α­πο­ρί­α τόν Ο­σιο:

-Τί σή­μαι­νε, πά­τερ, ο λό­γος πού ει­πες στόν αρ­χο­ντα;

-Ει­δα, παι­δί μου, αυ­τή τή νύ­χτα μιά πο­λύ ω­ραί­α βα­σί­λισ­σα (η προ­σωπο­ποί­η­σις της η­μέ­ρας Κυ­ριακης). Φο­ρου­σε στέμ­μα βα­σι­λι­κό, στο­λι­σμέ­νο μέ μαρ­γα­ρι­τά­ρια καί πο­λί­τι­μους λί­θους καί ε­πι­τι­μου­σε τόν αρ­χο­ντα λέ­γο­ντάς του: ¨Φι­λή­δο­νε, πως τόλ­μη­σες νά μο­λύ­νεις τό α­νά­κτο­ρο μου! Δέν σου ε­φθανε, α­χόρ­τα­γε, ο­λό­κλη­ρη η ε­βδο­μά­δα, γιά νά ι­κα­νο­ποιεις τήν ε­πι­θυ­μί­α σου; Θέ­λη­σες, ά­ναί­σθη­τε, νά μο­λύ­νεις κι ε­μέ­να, τήν κυ­ρί­α των η­μερων; Μά τόν νυμ­φί­ο μου Χρι­στό, αν δευ­τε­ρώ­σεις τό πραγ­μα, δέν θά τρι­τώ­σεις”. Αυ­τά του ειπε κι ε­γι­νε α­φα­ντη. Πό­νε­σε η ψυ­χή μου παι­δί μου, μέ ο­σα ει­δα, γι΄αυ­τό καί τόν ε­πε­τί­μη­σα μή­πως διορ­θω­θει. Λέ­γο­ντάς του η βα­σί­λισ­σα ο­τι αν δευ­τε­ρώσει, δέν θά τρι­τώ­σει, εν­νο­ου­σε ο­τι θά ζη­τή­σει δρε­πά­νι γιά νά τόν θε­ρί­σει. Για­τί, α­πό τή στιγ­μή πού θά πε­θά­νει ο αν­θρω­πος, δέν α­μαρ­τά­νει πιά ου­τε πάλι μπο­ρει νά κά­νει τό κα­λό. Ο­ταν χω­ρί­σει η ψυ­χή α­πό τό σω­μα, στα­ματα κά­θε δρα­στη­ριό­της.