Σελίδες

Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Κυριακὴ Ζ΄ Ματθαίου (Ματθ. 9,27-35). Τυφλοί, κουφοί, άλαλοι

ΠΟΛΛΕΣ θρησκεῖες, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχουν στὸν κόσμο. Ἀλλ᾽ ἂν ῥωτήσετε ὄχι μόνο τοὺς ἀνθρώπους μὰ καὶ τὶς πέτρες ἀκόμα, θὰ φωνάξουν, ὅτι ἡ μόνη ἀ­ληθινὴ εἶνε αὐτὴ ποὺ ἵδρυσε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὴ διδασκαλία του καὶ τὸ τίμιο αἷμα του. 
Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἕνας ἁπλὸς ἄν­θρω­πος. Εἶνε Θεός! Τὸ κηρύττει ἡ διδασκαλία του, τὰ ἀθάνατα λόγια του· τὸ βεβαιώνουν τὰ ἀμέτρητα θαύματά του, ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων.

* * *

Καὶ σήμερα τὸ εὐαγγέλιο μᾶς διηγεῖται δύο θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός. Τὸ ἕνα. Κα­θὼς μπῆκε σὲ μιὰ πόλι, ἄ­κουσε πίσω του φωνές. Τί ἔλεγαν· «Ἐλέησον ἡμᾶς…» (Ματθ. 9,27).Εἶνε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ποὺ λέμε κ᾽ ἐμεῖς στὴν ἐκκλησία στὴ λατρεία μας. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ βάζει τὸ πετραχήλι ὁ παπᾶς, μέχρις ὅτου τελειώσῃ, δέκα, εἴκοσι, τριάντα καὶ περισσότε­ρες φορὲς λέμε «Κύριε, ἐλέησον». Ἀλλὰ πῶς τὸ λέμε; Τὸ δικό μας «Κύριε, ἐλέη­σον» βγαίνει ἀπὸ καρδιὰ παγωμένη· ἐνῷ τὸ «Κύριε, ἐλέ­ησον» τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου βγαίνει σὰν φωτιὰ ἀπὸ τὴν καρδιά, μὲ πίστι καὶ δάκρυα.
Ἂν πᾶτε στὴ ῾Ρωσία, τὸ «Κύριε, ἐλέησον» δὲν τὸ λέει μόνο ὁ ψάλτης. Σ᾽ ἐμᾶς τὸ λέει ὁ ψάλτης ἐνῷ ἄλλοι, ἰδίως οἱ γυναῖκες, κουβεν­τιάζουν. Θέλεις νὰ κουβεντιάσῃς; βγὲς ἔξω. Μέσα στὴν ἐκκλησία τὰ στόματα κλειστά, οἱ καρδιὲς στὸ Θεό. Τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ποὺ λέει ὁ ψάλτης, πρέπει νὰ τὸ λένε ἀπὸ τὴν καρδιά τους ὅλοι οἱ Χριστιανοί. Καὶ τότε φτάνει ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» νὰ κάνῃ θαῦμα, ὅ­πως ἔκανε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ποὺ ἔλεγαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου.
Ποιοί ἦταν αὐτοί, ποὺ πίσω ἀπὸ τὸ Χριστὸ φώναζαν «Ἐλέησον ἡμᾶς…»; Ἦταν δυὸ δυσ­τυχισμένοι. Τί ἦταν, φτωχοί; Μπορεῖ νά ᾽σαι φτωχὸς καὶ νά ᾽σαι εὐτυχισμένος, χαρούμενος, νά ᾽χῃς παράδεισο μέσα σου· μπορεῖ νά ᾽σαι φτωχὸς καὶ νά ᾽χῃς μιὰ καλὴ γυναῖκα καὶ καλὰ παιδιά, καὶ δὲ χρειάζεσαι τίποτα περισσότερο· μπορεῖ νά ᾽σαι φτωχὸς καὶ νὰ εἶσαι ὑ­γιής. Αὐτοὶ ἦταν δυστυχεῖς, γιατὶ δὲν εἶχαν τὴν ὑ­γειά τους, δὲν εἶχαν μάτια.
Ποιός ἀπὸ σᾶς, ἂν τοῦ δώσουν ἕνα τσουβά­λι δολλάρια ἢ μιὰ βαλίτσα λίρες, δίνει τὰ μάτια του; Κανείς. Ἄρα λοιπόν, ἐσὺ ποὺ ἔχεις τὰ μάτια, δόξαζε τὸ Θεό, εἶσαι πλούσιος. Ἅμα ἔ­χῃς τὴν ὑγειά σου, εἶσαι ἕνας πλούσιος. Ὁ Ὠ­νάσης ἦταν ὁ πιὸ πλούσιος στὸν κόσμο· τὸν πῆ­γαν στὰ καλύτερα νοσοκομεῖα, ἔφεραν τοὺς καλύτερους γιατρούς. Τί ἔλεγε· Κάντε με καλά, καὶ σᾶς δίνω ὅλα τὰ καράβια μου! Ἄ­ρα λοιπόν, ἐσὺ ποὺ ἔχεις μάτια καὶ βλέπεις, αὐ­τιὰ καὶ ἀκοῦς, καρδιὰ καὶ χτυπᾷ, ἔχεις ὑ­γεία, ἔχεις ἕνα θησαυρό.
Αὐτοὶ ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸ Χριστὸ καὶ φώναζαν «Κύριε, ἐλέησον», δῶσ᾽ μας τὸ φῶς μας, ἦταν τυφλοί. Τό ᾽παν μιὰ φορά, τό ᾽παν δυό, τό ᾽παν δέκα φορές, μὰ ὁ Χριστὸς δὲν ἀ­παντᾷ. Γιατί ἆραγε; δὲν ἀ­κούει; Ἂν ἀ­κούῃ! ῥαντὰρ εἶνε. Ἂν τὰ δικά μας ῥαν­τὰρ ἀ­κοῦνε ἀπὸ τόσο μακριά, ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ μεγάλο ῥαντὰρ ποὺ ἀκούει τὶς φω­νὲς ὅλων, ὅσο μακριὰ κι ἂν βρίσκωνται. Εἴτε στὴ σπηλιὰ εἶσαι εἴτε στὸ Βό­ρειο Πόλο εἴτε στὸ Νότιο Πόλο ἢ πάνω στὰ ἄστρα ἢ στὰ βάθη τῆς θαλάσσης ἢ τῆς γῆς, ὁ Θεὸς εἶνε ὅλο αὐτιά. Γιατί ὅμως ἐδῶ δὲν ἀ­παντᾷ; Δοκιμάζει τὴν πίστι τους.
Μπαίνει ὁ Χριστὸς σ᾽ ἕνα σπίτι, μπαίνουν κι αὐτοὶ καὶ τὸν πλησιάζουν μὲ δάκρυα. Πιστεύ­ετε, τοὺς ρωτάει, ὅτι μπορῶ νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ ζητᾶτε; Κι ὅταν εἶδε ὅτι ἡ πίστι τους εἶνε βράχος, τότε ἄγγιξε μὲ τὰ ἅγιά του δάκτυλα τὰ μάτια τους καὶ οἱ τυφλοὶ εἶδαν τὸ φῶς τους. «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς…».
Τὸ δεύτερο θαῦμα. Μόλις ἔφυγαν οἱ τυφλοί, νά καὶ ἔρχεται ἕνας ποὺ ὑπὸ τὴν ἐπήρεια δαιμονίου δὲν ἄκουγε καὶ δὲ μιλοῦσε κα­θόλου· ἦταν κωφάλαλος. Ὁ Χριστὸς ἔβγαλε τὸ δαιμόνιο, καὶ ἄνοιξαν τὰ αὐτιά του καὶ ἄκουγε καὶ ἄρχισε ἡ γλῶσσα του νὰ μιλάῃ.
Αὐτὰ τὰ θαύματα ἔκανε ὁ Χριστός· θεράπευσε δυὸ τυφλοὺς καὶ ἕνα κωφάλαλο. Ὁ λα­ὸς θαύμασε τὰ πρωτάκουστα αὐτὰ σημεῖα. Δὲν πί­στεψαν ὅμως ὅλοι. Ἅμα κάποιος εἶνε προκα­τειλημμένος, χίλια θαύματα νὰ δῇ κι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς νὰ κατεβῇ στὴ γῆ, δὲ πιστεύει. Καὶ τὴν ἡμέρα ἐκείνη κάτι φίδια φαρμακερά, παιδιὰ τοῦ διαβόλου, σκοτεινοὶ καὶ ὑπερή­φανοι ἄνθρωποι, οἱ φαρισαῖοι, ὄχι μόνο δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ ἄρχισαν νὰ διαβάλλουν τὸ Χριστὸ λέγοντας, ὅτι βγάζει τὰ δαιμόνια μὲ τὴ δύναμι τοῦ σατανᾶ! Ὑπάρχει χειρότερη βλασφημία;

* * *

―Τί μ᾽ ἐνδιαφέρουν ἐμένα αὐτά; θὰ πῇς. Ἐγώ, δόξα τῷ Θεῷ, ἔχω μάτια καὶ βλέπω, ἔχω αὐτιὰ κι ἀκούω, ἔχω γλῶσσα καὶ μιλάω…
Ἂν σ᾽ ἐνδιαφέρῃ; Πολὺ μᾶς ἐνδιαφέρει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα! Γιατὶ ὑπάρχουν δύο εἰ­δῶν τυφλοί· τυφλοὶ σωματικῶς καὶ τυφλοὶ πνευ­ματικῶς· καὶ ὑπάρχουν κουφοὶ σωματικῶς καὶ κουφοὶ πνευματικῶς· καὶ ὑπάρχουν ἄλαλοι σωματικῶς καὶ ἄλαλοι πνευματικῶς.
Ποιοί εἶνε τυφλοὶ στὴν ψυχή; Νά, οἱ φαρισαῖοι. Δὲν εἶδαν τὰ θαύματα; Καὶ ὅμως δὲν πίστεψαν. Μάτια εἶχαν καὶ μάτια δὲν εἶχαν. Ὅ­πως τότε ἐκεῖνοι, ἔτσι καὶ σήμερα νεώτεροι γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι βλέπουν θαύματα τοῦ Χριστοῦ τῆς Παναγίας τῶν ἁγίων, καὶ δὲν πιστεύουν. Τυφλοὶ εἶνε. Νά κάποιοι ποὺ πῆ­γαν στὸ πανεπιστήμιο καὶ στὸ ἐξωτερικὸ κ᾽ ἔ­μαθαν μερικὰ γράμματα, καὶ τώρα κάθονται διπλοπόδι στὸ καφενεῖο μὲ τὸ τσιγάρο στὸ στόμα καὶ λένε πὼς δὲν ὑπάρχει Θεός. Ποιοί τὸ λένε; Αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔμαθαν ἀκόμα τὸ ἄλ­φα τῆς ἐπιστήμης. Ξέρετε πῶς μοιάζουν; Σὰν νὰ πῇ κάποιος, ὅτι ἕνα ἐργοστάσιο, μὲ τόσες μηχανὲς καὶ τροχοὺς καὶ μοτέρ, φύτρωσε μόνο του, ὅπως τὰ μανιτάρια πάνω στὴν κοπριά. Τὸ λέει κανείς; Δὲν τὸ λέει. Ὅποιος πῇ τέτοιο πρᾶγμα, θὰ τοῦ φορέσουν ζουρλομανδύα καὶ θὰ τὸν πᾶνε στὸ φρενοκομεῖο. Τὸ ἐργοστά­σιο τῆς Δ.Ε.Η. κάποιος τὸ ἔφτειαξε. Καὶ τί εἶν᾽ αὐτὸ μπροστὰ τὸ μεγάλο ἐργοστάσιο ποὺ λέγεται ἥλιος καὶ φωτίζει τόσους αἰῶνες δωρεάν; Αὐτὴ τὴ Δ.Ε.Η. τοῦ οὐρανοῦ ποιός τὴν ἔ­φτειαξε; Θέλεις ἄλλο ἐργοστάσιο; Νά τὸ χῶ­μα ποὺ πατᾷς! Τὸ σπέρνεις καὶ βγαίνουν ἀπὸ μέσα λουλούδια, θάμνοι, δέντρα (ἀχλαδιές, μηλιές, πλατάνια…,). Ποιός τὸ ἔκανε; Ὅλοι οἱ γεωπόνοι νὰ μαζευτοῦν, ἕνα σπόρο δὲ φτειά­χνουν οὔτε θὰ φτειάξουν ποτέ. Στὸ φεγγάρι δὲν ὑπάρχει οὔτε νερὸ οὔτε φροῦτο οὔτε δρόσια οὔτε ἀέρας· τίποτα, ξεραΰλα. Ἄχ, τυφλὲ ἄνθρωπε, ὅλα σοῦ τὰ δίνει ὁ Μεγαλοδύναμος, καὶ δὲν ἔχεις μάτια νὰ τὰ δῇς καὶ νὰ τὸν δοξάσῃς. Νά λοιπὸν τυφλοὶ ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο.
Ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ κουφοί. Ποιοί εἶνε κουφοί; Ἔχουν αὐτιά, καὶ αὐτιὰ δὲν ἔχουν. Προχθὲς ἦρθε στὸ γραφεῖο τῆς μητροπόλεως μιὰ γυναίκα καὶ ἔκλαιγε. ―Τί ἔχεις; τῆς λέω, πέθανε τὸ παιδί σου; ―Μακάρι νὰ πέθαινε. Ἄχ, ἦταν καλὸς μαθητής, ἔπαιρνε καλοὺς βα­θμούς. Τελευταῖα ἔμπλεξε μὲ παρέες καὶ ξενυχτάει. Τὸν συμβουλεύω ἐγώ, τὸν συμβουλεύει ὁ ἄν­τρας μου, μὰ αὐτὸς δὲν ἀκούει. Αὐτιὰ δὲν ἔ­χουν τὰ παιδιὰ σήμερα… Δυστυχισμένοι γονεῖς! Δὲν ἀκοῦνε οἱ μικροὶ τοὺς μεγάλους, τὰ παιδιὰ τὸν πατέρα, οἱ μαθηταὶ τὸ δάσκαλο, οἱ Χριστιανοὶ τὸ δεσπότη, τὸν ἱεροκήρυκα· δὲν ἀ­κοῦνε τὸ Χριστό, τὸ Θεό.
Τυφλοὶ ἄνθρωποι, κουφοὶ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ ἄλαλοι. Ἀπ᾽ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ μπορεῖ νὰ λένε γιὰ χωράφια, γιὰ δουλειές, γιὰ ἔρωτες, γιὰ γυναῖκες, γιὰ λεπτά, γιὰ πολιτική… Γιὰ ἕνα μόνο δὲ μιλᾶνε· γιὰ τὸ Θεό! Γλῶσσα ἔχουν καὶ γλῶσσα δὲν ἔχουν. Προσευχὴ δὲν κάνουν. Ποῦ καταντήσαμε!
Τί τὸ ὄφελος λοιπὸν νά ᾽χῃς μάτια καὶ νὰ μὴ βλέπῃς τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ; Τί τὸ ὄφελος νά ᾽χῃς αὐτιὰ καὶ νὰ μὴν ἀκοῦς τὸ Εὐαγγέλιο; Τί ὄφελος νά ᾽χῃς γλῶσσα καί, ἐνῷ ἡ μπουκιὰ εἶνε στὸ στόμα σου, ἐσὺ νὰ βλαστη­μᾷς τὰ θεῖα; Καὶ ὁ διάβολος ἀκόμα τρέμει ὅ­ταν ἀκούῃ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μα
ς.

* * *

Ἀδέρφια μου, σᾶς μιλῶ μὲ πόνο καὶ ἀναστε­ναγμό. Φθάσαμε στὸ τέλος. Θὰ ἔρθῃ μεγάλη καταστροφή. Διότι φύγαμε ὅλοι ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἄνθρωπε, σοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς μάτια, γιὰ νὰ βλέπῃς τὰ μεγαλεῖα του καὶ νὰ λὲς «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε…» (Ψαλμ. 103,24). Σοῦ ἔδωσε αὐτιά, γιὰ ν᾽ ἀκοῦς τὸ λόγο του. Σοῦ ἔδωσε γλῶσσα γιὰ νὰ τὸν ὁμολογῇς. Σοῦ ἔδωσε καρδιὰ γιὰ ν᾽ ἀγα­πᾷς· ν᾽ ἀγαπᾷς ὅλους (πατέρα, μάνα, παιδιά, πατρίδα, ὅ,τι ἱερὸ καὶ ὅσιο), μὰ πάνω ἀπ᾽ ὅλα ν᾽ ἀγαπᾷς Αὐτόν.
Χριστιανοί! τὰ λόγια αὐτὰ φυ­τέψτε τα στὴν καρδιά σας. Τυφλοί! ἂς παρα­καλέσουμε τὸ Θεὸ ν᾽ ἀνοίξῃ τὰ μάτια μας νὰ τὸν δοῦμε. Κουφοί! ἂς τὸν παρακαλέσουμε ν᾽ ἀνοίξῃ τ᾽ αὐτιά μας ν᾽ ἀκούσουμε τὴ φωνή του. Ἄλαλοι! ἂς τὸν παρακαλέσουμε, ἡ γλῶσσα μας νὰ γίνῃ κιθάρα, καὶ μέρα – νύχτα νὰ ὑμνῇ Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅ­γιον Πνεῦμα, εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Γεωργίου Ἀναρράχης – Ἑορδαίας 10-8-1975)