Σελίδες

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Ο Προφήτης Ηλίας ο Ζηλωτής +20 Ιουλίου

Προφ. ΗΛΙΑΣΟ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ

«Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ παντοκράτορι» (Γ΄ Βασ. 19,10)

ΕΟΡΤΑΖΕΙ σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἕνας ἥ­ρωας τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς, ἕνας ἀ­πὸ τοὺς μεγαλυτέρους ἄνδρες τοῦ ἀρχαίου κόσμου, τῆς ἐποχῆς τῆς παλαιᾶς διαθήκης, ὁ ἅγιος προφήτης Ἠλίας ὁ Θεσβίτης.

Ὅπως ἄστρο ἀπὸ ἄστρο διαφέρει στὴ λάμψι καὶ λουλούδι ἀπὸ λουλούδι διαφέρει στὴν ὄψι καὶ τὸ ἄρωμα, ἔτσι καὶ κάθε ἅγιος ἔχει κάτι ἰδιαίτερο ποὺ τὸν διακρίνει ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία δίπλα στὸ ὄνομα κάθε ἁγίου θέτει κ᾽ ἕνα ἐπίθετο· Παν­τε­λε­­ή­μων ὁ ἰαματικός, Δημήτριος ὁ μυροβλήτης, Σπυρίδων ὁ θαυματουργός, Κοσμᾶς καὶ Δαμι­ανὸς οἱ ἀνάργυροι. Καὶ τὸν σημερινὸ προ­φήτη τὸν ὀνομάζει ζηλωτήν· Ἠλίας ὁ ζηλωτής. Ὁ προφήτης Ἠλίας εἶχε ζῆλο.

Τί θὰ πῇ ζῆλος; Ἡ καρδιὰ νὰ μὴν εἶνε ψυχρή, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ φωτιά, δυνατὴ ἐπιθυμία. Καὶ τί ἐπιθυμία εἶχε ὁ Ἠλίας; Ἤθελε ὅλοι νὰ γνωρίσουν τὸν ἀληθινὸ Θεό, παντοῦ νὰ λατρεύεται ὁ ἅγιος Θεός. Καὶ τὴν ἐπιθυμία αὐτὴ δὲν τὴν ἄφηνε κρυμμένη μέσα του, δὲν τὴν ἄ­φηνε νὰ μένῃ θε­ωρητική, ἀλλὰ τὴν ἐξεδήλωνε.

* * *

«Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ παντοκράτορι» (Γ΄ Βασ. 19,10). Ὁ προφήτης Ἠ­λίας φανέρωσε τὴν ἀ­γάπη καὶ τὸ ζῆλο του γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, σὲ ὅλα τὰ μέτωπα.
⃝ Πρῶτον. Στὴν ἐποχή του ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός, ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἐκτροχιάστηκε, ἔ­­φυγε ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Κυρίου. Ἔφτασαν μέχρι τοῦ σημείου νὰ φτειάξουν ἄγαλμα – εἴ­δωλο, τὸν θεὸ Βάαλ, καὶ νὰ προσφέρουν σ᾽ αὐ­­τὸ ἀνθρωποθυσίες τὰ βρέφη τους! Πῶς ἔ­γινε αὐτό; Μιὰ παροιμία λέει «Τὸ ψάρι βρωμάει ἀπ᾽ τὸ κεφάλι»· καὶ τὴν εἰδωλολατρία τὴν ἔφεραν στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ οἱ βασιλεῖς, ὁ Ἀχα­ὰβ καὶ ἡ Ἰεζάβελ. Ποιός ὅμως τολμοῦσε νὰ ἐ­λέγξῃ τὸ βασιλιᾶ; Ὅλοι σιωποῦσαν. Ἕ­νας μόνο τόλμησε. Ποιός; Αὐτὸς ποὺ δὲν εἶ­χε τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ μηλωτή, μιὰ κάππα, ἀλλ᾽ ὅ­σο ἄξιζε ἡ κάππα αὐτὴ δὲν ἄξιζαν τὰ πλούτη ὅ­λων τῶν ἄλλων. Αὐτὸς ὁ ἀκτήμων ἀ­νέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἤλεγξε τὸν Ἀχαάβ. Ἐ­σύ, τοῦ εἶπε, διαστρέφεις τὸ λαό! (βλ. Γ΄ Βασ. 18,18).
⃝ «Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ παντοκράτορι». Ἀλ­λὰ καὶ ἐναντίον τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας ἔδειξε τὴν εὐαισθησία του. Προστάτευε χῆρες, ὀρ­φανά, φτωχοὺς καὶ ἀδυνάτους. Ἕνας φτω­χὸς ἄνθρωπος, ὁ Ναβουθαί, εἶχε ἕνα ἀμπέλι. Ἀλ­λὰ τὸ ἀμπέλι αὐτὸ ἦταν κοντὰ σὲ βασιλικὸ κτῆμα. Καὶ ἐνῷ ἦταν τόσο μεγάλη ἡ βασιλικὴ περιουσία, ὁ Ἀχαὰβ ἤθελε νὰ πάρῃ καὶ τὸ ἀμ­πέλι τοῦ Ναβουθαί. Δὲν τὸ δίνω, λέει ὁ Ναβου­θαί, εἶνε πατρικὴ κληρονομιά μου. Τότε ἡ Ἰεζάβελ σκηνοθέτησε δίκη, ἔβαλε νὰ δικάσουν τὸ Ναβουθαί. Πράγματι, μὲ δύο ψευδομάρτυ­ρες, ποὺ τὸν κατηγόρησαν συκοφαντικῶς ὅτι ὕβρισε τὸ Θεὸ καὶ τὸ βασιλιᾶ, ὁ Ναβουθαὶ καταδικάστηκε καὶ ἐκτελέστηκε διὰ λιθοβολισμοῦ. Καὶ ὁ νόμος ἔλεγε, ὅτι ἡ περιουσία τοῦ καταδικασμένου σὲ θάνατο περιέρχεται στὸ βασιλιᾶ. Ὅλοι ἔβλεπαν τὴν ἀδικία, ἀλλ᾽ ἐπικρατοῦσε τρόμος καὶ φόβος. Ποιός νὰ ἐλέγξῃ τὴν ἀδικία καὶ τὸ ἔγκλημα; Ποιός ἄλλος; ἡ «κάππα» – ὁ Ἠλίας! Κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ πηγαίνει καὶ βρίσκει τὸν Ἀχαὰβ καὶ τοῦ λέει· Κον­τὰ στὰ ἄλλα κακὰ κάνατε κι αὐτό, φονεύσατε τὸ Ναβουθαί· ἀλλ᾽ αὐτὰ λέει ὁ Κύριος· Ἐ­πειδὴ ἐφόνευσες καὶ κληρονόμησες, γι᾽ αὐ­τό, ὅπου ἔσταξε τὸ αἷμα τοῦ Ναβουθαί, ἐκεῖ θὰ γλείψουν τὰ σκυλιὰ τὸ δικό σου αἷμα (Γ΄ Βασ. 20). Ὕστερα ἀπ᾽ αὐτὰ ἡ Ἰεζάβελ θύμωσε, καὶ ὁ προφήτης Ἠλίας ἔφυγε καὶ κρύφτηκε.
⃝ «Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ παντοκράτορι». Ὁ ἅγιος αὐτὸς προφήτης ἐστράφη ἀκόμη ἐναν­τίον τοῦ ἱερατείου. Τί ἔκαναν οἱ «παπᾶδες» ἐ­κεῖνοι· ἀντὶ νὰ ὁδηγοῦν τὸ λαὸ στὴν ἀληθι­νὴ πίστι, αὐτοὶ ἄφησαν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ λάτρευαν τὸ Βάαλ, ποὺ ἔφεραν οἱ βασιλεῖς. Ἦσαν 450 ἱερεῖς, εὐνοούμενοι τῶν ἀνακτόρων καὶ ἔτρωγαν στὴν τράπεζα τῆς Ἰεζάβελ. Κατ᾽ αὐτῶν ἔρριξε τοὺς κεραυνούς του ὁ Ἠ­λί­­ας. Γιατί ἀφήσατε, τοὺς λέει, τὸν ἀληθινὸ Θεό; Κάλεσε λοιπὸν ὅλο τὸ λαὸ ἐπάνω στὸ ὄρος Κάρμηλος καὶ εἶπε στοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ· Ἐλᾶτε νὰ δοκιμάσουμε ποιός ἔχει τὸν ἀ­ληθινὸ Θεό. Πάρτε λιθάρια, φτειάξτε θυσιαστήριο, σφάξτε μοσχάρι, καὶ παρακαλέστε τὸ θεό σας νὰ ῥίξῃ φωτιὰ νὰ καῇ. Τὸ ἔκαναν, ἀλλ᾽ εἰς μάτην φώναζαν ἐπικαλούμενοι τὸν ψεύτικο θεό. Ὁ Ἠλίας τοὺς εἰρωνεύθηκε· Γιά φωνάξτε πιὸ δυνατά, μήπως ὁ θεός σας κοι­μᾶ­ται καὶ δὲν ἀκούει… Ὅταν πλέον ἄρχισε νὰ βραδιάζῃ, τοὺς λέει· Παραμερίστε τώρα ἐσεῖς. Καλεῖ τὸ λαὸ νὰ πλησιάσῃ. Στήνει δικό του θυσι­αστήριο, στοιβάζει ξύλα, σφάζει ζῷο, τὸ βάζει ἐπάνω, καὶ εἶπε νὰ καταβρέξουν τρεῖς φορὲς κι αὐ­τὸ καὶ ὅλα τὰ γύρω μὲ ἄφθονο νερό, ὥσ­τε νὰ μὴ μείνῃ ὑποψία ὅτι μπορεῖ νὰ ὑ­πῆρχε πουθενὰ ἐκεῖ φωτιά. Μετὰ σηκώνει τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ προσεύχεται. Καὶ ―τί δύ­­ναμι ἔχει ἡ προσευχή!― μέσα σ᾽ ἕνα δευτερόλε­πτο ἄνοιξαν τὰ οὐράνια καὶ ἦρθε φωτιὰ ποὺ τὰ κατέκαυσε ὅλα. Τότε πίστεψαν ὅ­λοι, ἔπεσαν κάτω καὶ προσκύνησαν τὸν ἀληθι­νὸ Θεό. Ἀμέσως λοιπὸν διατάζει· Πιάστε τώρα ὅλους τοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ, μὴ διαφύγῃ κανένας. Ἐν συνεχείᾳ τοὺς κατέβασε στὸ ποτάμι, στὸ χείμαρρο Κισσῶν, κ᾽ ἐκεῖ τοὺς ἔσφα­ξε ὅλους, καὶ τοὺς 450 (Γ΄ Βασ. 18,17-40). Δὲν τὸ ἔ­κανε ἀπὸ κακία· ἐκτελοῦσε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.
⃝ «Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ παντοκράτορι». Ἐ­στράφη τέλος καὶ ἐναντίον τοῦ ὄ­χλου. Εἶχε εὐθύνη καὶ ὁ λαός· διότι κι αὐτὸς δὲν ἀκολού­θησε τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ τὸ ψεῦ­δος. Ἕως πότε, τοὺς λέει, θὰ ἀμφιταλαντεύεσθε; (Γ΄ Βασ. 18,21).
Κανένα δὲν κολάκευσε ὁ προφήτης Ἠλίας· ἦταν ζηλωτὴς τοῦ Κυρίου
.

* * *

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἑορτή του. Γιατί ἑορτάζουμε; γιὰ νὰ ποικίλλουμε τὴν ἀ­νία μας; γιὰ νὰ διασκεδάζουμε; Ἑορτὴ ἴσον μίμησις τοῦ ἁγίου. Πῶς μποροῦμε νὰ μιμηθοῦ­με ἐμεῖς τὸν προφήτη; Μποροῦμε νὰ κάνουμε ὅ,τι ἔκανε ὁ Ἠλίας; Ποιός λ.χ. μπορεῖ νὰ περάσῃ τὸν Ἰορδάνη μὲ τὴν κάππα του; Αὐ­τὸ εἶ­νε ἕνα θαῦμα. Τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε δὲ μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὰ ἐπαναλάβουμε· μποροῦμε ὅμως νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἀρετές του, μποροῦ­με νὰ μιμηθοῦμε τὸν ζῆλο του.
Σήμερα κινδυνεύουμε. Ἐγὼ φοβοῦμαι τὴν ἀδιαφορία. Εἴμεθα ἀδιάφοροι. Μόνο τὰ ὑλικὰ μᾶς ἐνδιαφέρουν, μόνο ψωμὶ καὶ φαῒ φροντίζουμε νὰ δίνουμε στὰ παιδιά μας. Ἀλλὰ τὸ παιδὶ δὲν θέλει μόνο νὰ τὸ τρέφῃς· θέλει καὶ διδασκαλία καὶ φρονηματισμὸ καὶ ἀγωγή. Καὶ γι᾽ αὐτὰ ἀδιαφοροῦμε δυστυχῶς
. Ἐνῷ τὰ παιδιὰ τοῦ διαβόλου ἐργάζονται, οἱ ἄλλοι, οἱ λεγόμενοι συντηρητικοί, σοῦ λένε «Ἐγὼ θὰ δι­ορθώσω τὸ ρωμαίικο;». Ἔτσι ἡ φθορὰ προχω­ρεῖ. Οἱ χιλιασταὶ πρὸ 40 ἐτῶν ἦταν 3 καὶ τώρα ἔγιναν περισσότεροι ἀπὸ 50 χιλιάδες. Καὶ οἱ ἄθεοι ὑλισταὶ πρὸ τοῦ 1917 ἦταν 3, τώρα εἶνε χιλιάδες. Δὲν θὰ αὐξάνονταν αὐτοί, ἂν ἐ­μεῖς εἴχαμε μέσα μας λίγη ἀπὸ τὴ φωτιὰ ποὺ εἶχε ὁ Ἠλίας. Εἶσαι πατέρας, εἶσαι μάνα, εἶσαι δάσκαλος, εἶσαι ἀστυνομικός, εἶσαι πα­πᾶς; Μὴν ἀμελεῖς, μὴν εἶσαι ἀδιάφορος· δεῖξε ἐπιμέλεια, νὰ ἔχῃς μεράκι γιὰ τὴ δουλειά σου.
Εἴμαστε στὴν Ἑλλάδα; Ἐγὼ ἀμφιβάλλω. Κα­ταντήσαμε ἀσεβεῖς. Στὴ χώρα αὐτὴ παλαιότερα δὲν ἄκουγες νὰ βλαστημάῃ κανείς· τώρα δὲν περνάει δευτερόλεπτο ποὺ νὰ μὴν ἀ­κούγεται βλασφημία. Θὰ ἔρθῃ πάλι ὁ Ἠλίας, εἶνε βέβαιο. Φαντασθῆτε ὅταν ἔρθῃ ν᾽ ἀκού­σῃ νὰ βλαστημᾶνε… Αὐτός, ποὺ ἅρπαξε 450 ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης καὶ τοὺς ἔσφαξε, θὰ ἅρπαζε καὶ καθένα ποὺ βλαστημάει, καὶ θὰ τὸν τιμωροῦ­σε. Ἂν ἐρχόταν αὐτός, ὁ «δεύτερος Πρόδρομος» (ἀπολυτ.), θὰ τοὺς κατέβαζε στὴ θάλασ­σα, θὰ τοὺς θανάτωνε καὶ θὰ κοκκίνιζαν τὰ νερά.
Δὲν ἐννοῶ ἀσφαλῶς νὰ κάνουμε ἔτσι ἐ­μεῖς· ἡ ἐξουσία τοῦ Ἠλία ἦταν μία ἐξαιρετικὴ ἐξουσία. Ἀλλ᾽ ἀναστενάζω καὶ κλαίω διότι ἐ­σὺ δείχνεις ἀδιαφορία. Θὰ πῇς· Τί νὰ κάνω; Ἂν εἶσαι γυναίκα κι ὁ ἄντρας σου βλαστήμη­σε, πές του· Φάε σύ, ἄντρα, ἐγὼ δὲν τρώω. Ἤ­ξερα στὸ Μεσολόγγι μιὰ γυναῖκα ποὺ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἔκανε τὸν ἄντρα της νὰ σταματήσῃ τὴ βλαστήμια. Μὴν ἐπιτρέπεις ἐμπρός σου νὰ βλαστημήσουν τὸ Θεό. Ἂν σοῦ σπάσουν ἕνα τζάμι, τρέχεις στὴν ἀστυνομία· γιὰ τὴ βλασφημία γιατί δὲν πᾷς; Δὲν θέλῃς ν᾽ ἀ­κούσῃς ἐμένα, ἄκουσε τὸν ἱ. Χρυσόστομο, ποὺ λέει· Ἀκοῦς κάποιον νὰ βλαστημάῃ; μίλησέ του, συμβούλεψέ τον μιά, δυό, τρεῖς. Δὲν ἀκούει; τότε, ἔχεις χέρι; χτύπησέ τον. Ὅποιος χτυπή­σῃ βλάστημο, θ᾽ ἁγιάσῃ τὸ χέρι του.
Νὰ διαφωτίζετε. Σᾶς ὁρκίζω σήμερα στὸ ὄ­νομα τοῦ προφήτου. 

Ἡ καλύτερη γιορτὴ καὶ τι­μὴ γιὰ τὸν ἅγιο εἶνε, νὰ ξερριζώσουμε τὸ ἀγ­κάθι αὐτὸ ποὺ εἶνε μέσα στὸ περιβόλι μας, νὰ φράξουμε τὰ στόματα τῶν βλαστήμων. Φρον­τί­στε ὅλοι νὰ σβήσῃ ἡ βλασφημία, κι ὅλα τὰ στόμα­τα νὰ γίνουν κιθάρα καὶ νὰ λένε ἕναν ὕμνο· «Αἰνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰ­ῶνας».

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

20-7-1960 Ομιλια Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου στον Ιερό Ναό του Προφήτου Ἠλιού Τζιτζιφιῶν – Ἀθῆναι

 http://www.augoustinos-kantiotis.gr