Σελίδες

Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Κυριακὴ Η΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,15) – Η έρημος περιβόλι του Χριστού

«Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν» (Ματθ. 14,15)
Ηταν ἐρημιὰ κ᾽ ἡ ὥρα εἶχε περάσει, λέει τὸ εὐαγγέλιο. Ἀρχίζω, ἀγαπητοί μου, μὲ μιὰ ὑπόθεσι. Πέστε, ὅτι ἐκεῖ ποὺ μένετε παρουσιάζεται κάποιος καὶ φωνάζει, ὅτι πρέπει, μέσα σὲ μία ὥρα, ν᾽ ἀδειάσουν σπίτια καὶ καταστήματα,νὰ φύγουν ὅλοι, νὰ πᾶνε ἔξω στὰ βουνὰ καὶ νὰ κατοικήσουν σὲ σπηλιές. Ὅποιος τὸν ἀκούσῃ θὰ πῇ πὼς τρελλάθηκε. Ποιός ἀφήνει τὸ σπίτι του νὰ πάῃ στὴν ἐρημιά; Καὶ ὅμως τὴν παράξενη
φωνὴ « Ἀδειάστε τὶς πόλεις καὶ κατοικῆστε σὲ σπηλιές» θὰ τὴν ἀκούσουμε. Εἶνε γραμμένο στὴν Ἀποκάλυψι. Θὰ ἔρθῃ, λέει, μέρα ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ λένε στὰ βουνὰ καὶ τὶς σπηλιές· «Ἀνοῖξτε τὰ σπλάχνα σας καὶ σκεπάστε μας ἀπ᾽ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔρχεται»(βλ. Ἀπ. 6,15-17).

Ἀλλ᾽ ἐγὼ δὲν θέλω νὰ σᾶς φοβίσω μὲ εἰκόνες τῆς ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως. Θέλω νὰ σᾶς καλέσω νὰ βγοῦμε σὲ μιὰ ἄλλη ἔρημο διαφορετική· ἔρημο ὅπου φύτρωσαν λουλούδια ἁγιότητος, ἔζησαν ἅγιοι ἀσκηταὶ ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία καὶ τόσοι ἄλλοι. Ἐκεῖ  μᾶς καλεῖ σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.
«Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος», λέει (Ματθ. 14,15) Νὰ πᾶμε στὴν ἔρημο λοιπόν. Μὰ δὲν ὑπάρχει φόβος ἐκεῖ ἀπὸ θηρία καὶ φίδια; Μὴν τὰφοβᾶστε αὐτά. Τὰ ἐπικίνδυνα θηρία εἶνε στὶς πόλεις· δὲν ὑπάρχει ἀγριώτερο θεριὸ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Λέει κάπου ἡ ἁγία Γραφή· «Προτιμότερο ὁ ἄντρας νὰ κάθεται στὴν ἐρημιὰ μὲ τὰ ἄγρια θηρία, παρὰ νὰ συμβιώνῃ μέσα σ᾽ ἕνα παλάτι μὲ μιὰ γυναῖκα γλωσσοῦ κ᾽ ἐριστική» (Παρ.21,19).
Ἐλᾶτε στὴν ἔρημο λοιπόν, ν᾽ ἀναπνεύσουμε ἀέρα καθαρὸ ποὺ μοσχοβολάει ἁγιωσύνη, ἐκεῖ  ποὺ ἔζησε ὁ Ἠλίας ὁ Θεσβίτης καὶ τόσοι ἅγιοι.
Ἐλᾶτε στὴν ἔρημο, γιατὶ ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς στὴν ἐρημιά;
Μὰ ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι ἐκεῖνος ἦταν κοινωνικός, γύριζε τὰ χωριὰ κηρύττοντας· πῶς τώρα εἶνε στὴν ἐρημιά; Τι συνέβη; Ἂν ἔχετε περιέργεια, διαβάστε τὸ Εὐαγγέλιο λίγο πιὸ πάνω ἀπὸ τὴ σημερινὴ περικοπή· θὰ δῆτε ὅτι στάζει αἷμα (βλ. Ματθ. 14,1-13) . Ἄκουσε, λέει, ὁ Χριστὸς ὅτι στὴν πόλι ἔγινε φονικό, ὅτι ἕνα θηρίο καὶ δυὸ ὀχιές, ὁ Ἡρῴδης καὶ ἡ Ἡρῳδιάδα μὲ τὴ Σαλώμη, σκότωσαν τὸν Ἰωάννη τὸ Βαπτιστή (ποὺ τιμοῦμε στὶς 29 Αὐγούστου). Κι ὅταντό ᾽μαθε, δὲν τοῦ ᾽κανε καρδιὰ νὰ μείνῃ πιὰ στὴν πόλι· βγῆκε στὴν ἔρημο μακριὰ ἀπ᾽ τὸν κόσμο.
Ἐλᾶτε λοιπὸν στὴν ἔρημο καὶ μὴ φοβᾶστε .Κοντὰ στὸ Χριστὸ κι ὁ λύκος γίνεται ἀρνὶ καὶ τὸ κοράκι περιστέρι, κι ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς δηλαδὴ γίνεται ἅγιος. Κοντὰ στὸ Χριστὸ ἡ ἔρημος γίνεται περιβόλι κ᾽ οἱ πέτρες πετοῦν ῥόδα. Δὲν εἶνε ψέμα· ὅταν εἶνε κοντά σου ὁ Χριστὸς καὶ ἡ ἔρημος εἶνε γεμάτη χάρι, ἐνῷ ὅταν δὲν εἶνε ὁ Χριστὸς κοντά σου τὰ πάντα εἶνε ἔρημα.
Στὴν ἐρημιὰ λοιπὸν ὁ Χριστός. Καὶ τί βλέπω; κόσμος ἀφήνει τὶς πόλεις καὶ βαδίζει πρὸς τὰ᾽κεῖ. Τί θέλουν; Τοὺς ἔλειψε , δὲν ἀντέχουν μακριά του. Διότι –τὸ τονίζω–χωριὸ ἢ σπίτι ποὺδὲν ἔχει τὸ Χριστὸ εἶνε κατάρα καὶ κόλασι, ἐνῷ μιὰ ἔρημος ποὺ ἔχει τὸ Χριστὸ εἶνε παράδεισος. Ζητοῦν τὸ Χριστὸ οἱ ἄρρωστοι, μὰ τὸν ζητοῦν καὶ οἱ γεροί· θέλουν νὰ τὸν δοῦν καὶ ν᾽ ἀκούσουν τὰ λόγια του.
Ὤ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ! Δὲν ξανακούστηκαν. Τὰ ἄκουγαν φτωχοὶ καὶ γίνονταν πλούσιοι, ἄρρωστοι καὶ γίνονταν καλά, ἀπελπισμένοι κ᾽ ἔπαιρναν ἐλπίδα, ἁμαρτωλοὶ καὶ μετανοοῦσαν· τ᾽ ἀκούει ὁ διάβολος κι ἀφρίζει, τ᾽ ἀκοῦν οἱ ἄγγελοι καὶ πανηγυρίζουν.
Γι᾽ αὐτὰ τὰ λόγια βγῆκαν οἱ ἄνθρωποι στὴν ἔ-ρημο. Καὶ τ᾽ ἄκουγαν ὅπως τὸ σφουγγάρι ῥουφάει τὸ νερό. Ἄκουγαν ὄχι λίγα λεπτά, ἀλλὰ ὧρες ὁλόκληρες. Ἀπὸ τὸ πρωί, ἔγινε μεσημέρι, ξέχασαν τὸν ὕπνο, τὸ φαγητό, τὴν κούρασι· βράδιαζε πιά, πλησίαζε ἡ ὥρα νὰ βασιλέψῃ ὁ ἥλιος, κι αὐτοὶ κρέμονταν ἀπ᾽ τὰ χείλη του.Ὁ Χριστός, ποὺ ἔβλεπε τὴν προθυμία τουςγιὰ λόγο Θεοῦ, δὲν τοὺς ξέχασε. Ξέρει πὼς εἶνε νηστικοί, πὼς εἶνε ἄνθρωποι μὲ στομάχι καὶ ὑλικὲς ἀνάγκες, καὶ τοὺς βράβευσε . Πῆρε πέντε κρίθινα ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε στὰ παντοδύναμα λόγια του–, τὰ εὐλόγησε, καὶ τὰ χέρια του ἔγιναν βρύση. «Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν» (Ματθ. 14,20) . Ἦταν πέντε χιλιάδες ἄντρες καὶ τριπλάσια γυναικόπαιδα.
Μὰ πῶς γίνεται;… ρωτάει ἡ ἀπιστία. Ἐδῶ παίρνεις ἕνα κουκούτσι, τὸ ῥίχνεις στὴ γῆ, σαπίζει, κι ἀπ᾽ αὐτὸ βγαίνει ὁλόκληρο δέντρο κι ὁλόκληρο δάσος καὶ γεμίζει ἡ λαχαναγορά.Αὐτὸς ποὺ ἔφτειαξε τὸ σπόρο καὶ τοῦ ᾽δωσε τέτοια μυστηριώδη δύναμι, εἶνε ὁ ἴδιος ποὺἐκεῖ στὴν ἔρημο ἔκανε τὰ χέρια του βρύσι καὶ χόρτασε τὸ πλῆθος. Ὦ Χριστέ, τί δύναμι ἔχεις!
Ἀκούγοντας κανεὶς αὐτὰ θὰ ἔλεγε· Πόσο θὰ ἤθελα νὰ ζήσω κ᾽ ἐγὼ στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἤμουν κοντά του, νὰ τὸν ἔβλεπα!…Ἐχεις λοιπὸν πόθο νὰ δῇς τὸ Χριστό; Κοντά μας εἶνε, πολὺ κοντά μας. Τὴν ὥρα ποὺ ἡ καμπάνα χτυπάει τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς, ὁ ἦχοςτης εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ παπᾶς – ἂς εἶνε καὶ ὁ πιὸ ἁμαρτωλός–φόρεσε τὸ πετραχήλι, ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἔγινεβρύση ποὺ προχέει τὰ ἐλέη τοῦ Θεοῦ, ὑλικὰκαὶ πνευματικά. Ὅποιος πιστεύει! ὅποιος δὲν πιστεύει, ἂς μὴν πατήσῃ ποτέ στὴν ἐκκλησιά.
«Ὅσοι πιστοί» . Τὴν ὥρα ποὺ ὁ παπᾶς μὲ τὸ πετραχήλι παίρνει τὸ παιδὶ καὶ τὸ βυθίζει στὴν κολυμβήθρα «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ  Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» , τὸ νερὸ ἐκεῖ-νο εἶνε Ἰορδάνης ποταμὸς καὶ τὸ παιδὶ βγαίνει ἄγγελος. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ παπᾶς μὲ τὸ πετραχήλι περνάει τὰ δαχτυλίδια καὶ στεφανώνει τὸ νέο καὶ τὴ νέα, ἐκείνη τὴν ὥρα γίνεται ὁ ἴδιος Χριστός, ὅπως ἦταν στὴν Κανὰ κ᾽ εὐλόγησε τὸ ἀντρόγυνο. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ φορώντας τὰ ἄμφιά του ὁ παπᾶς σηκώνει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ λέει«Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύμα- τος…», τὴν ὥρα ποὺ διαβάζεται ὁ Ἀπόστολοςκαὶ τὸ Εὐαγγέλιο, τὴν ὥρα ποὺ ὁ κήρυκας κηρύττει, εἶνε ἐκεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Μὰ δὲ σᾶς εἶπα τίποτα. Ἀπ᾽ ὅλες αὐτὲς τὶς στιγμές, ὑ-πάρχει μία στιγμὴ στὴ θεία λειτουργία, ποὺ ὅ-ποιος πιστεύει δὲν πατάει πιὰ στὴ γῆ, εἶνε ἔξω ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, ἔξω ἀπὸ τὸν ὑλικὸ κόσμο. Τὴν ὥρα αὐτή, ποὺ ἂν δὲν τὴ νιώθουμε δὲν εἴμαστε Χριστιανοί, ὁ παπᾶς λέει «Λάβετε φάγετε…», «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…», «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν…» , κι ὁ ψάλτης «Σὲ ὑμνοῦμεν, σὲ εὐλογοῦμεν, σοὶ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε…»(Ματθ. 26,26-27· θ. Λειτ.). Τότε πρέπει ὅλοι νά ᾽νε γονατιστοί. Τὴν ὥρα ἐκείνη γίνεται θαῦμα. Ὁ Χριστὸς στὴν ἔρημο πῆρε τὸ κριθαρένιο ψωμὶ καὶ τὸ πολλαπλασίασε· ἐδῶ κάνει κάτι ἀνώτερο, κατεβαίνει ὁ ἴδιος καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο πάνω στὴν ἁγία τράπεζα –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε–, καὶ ὁ ἴδιος ἐκεῖνος ποὺ εὐλογεῖ τοὺς σπόρους στὰ χωρά-φια, ὁ ἴδιος ἐκεῖνος ποὺ εὐλογεῖ στὴ θάλασσα τὰ ψάρια, ὁ ἴδιος ἐκεῖνος ποὺ γέμισε τὸν κόσμο θαύματα, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ὁ παντοδύνα-μος εἶνε πάνω στὴν ἁγία τράπεζα.
«Οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα,ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18,20). Ὁ ἄρτος ἐκεῖ νος δὲν εἶνε πλέον ψωμὶ ἀλλὰ εἶνε τὸ σῶματου, καὶ ὁ οἶνος ἐκεῖνος δὲν εἶνε πλέον κρασὶ ἀλλὰ εἶνε τὸ αἷμα του ποὺ ἔτρεξε στὸ σταυρό.
 Ὦ ἀδελφοί μου, τί πίστι εἶν᾽ αὐτή, τί θρησκεία ἔχουμε! Ἀλλὰ γίναμε τυφλοί, κουφοί, ἀν-αίσθητοι. Συνεπῶς δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ πᾷς οὔ-τε στὴν ἔρημο οὔτε ἀλλοῦ· ἐδῶ στὴν ἐκκλησία μας εἶνε καὶ ὁ Ἰορδάνης καὶ ὁ Γολγοθᾶς καὶ τὰ πάντα· «πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσ κυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰω. 4,24). Ἐδῶ εἶνε καὶ Βηθλεὲμ καὶ Ναζα-ρὲτ καὶ Ἰεροσόλυμα, ἐδῶ εἶνε ὁ παράδεισος.
Στὶς 24 Αὐγούστου ἑορτάζει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ προφήτευσε πολλὰ γιὰ τὴν ἐποχή μας. Ἐκεῖνος εἶπε, ὅτι θὰ ἔρθου νἡμέρες ποὺ θ᾽ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησιὲς τοῦΧριστοῦ, κι ὅταν ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησιὲς τότε θὰ γεμίσουν οἱ φυλακές. Ἔ, ἄδειασαν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ γέμισαν οἱ φυλακές…Σὲ τέτοια ἐποχή, «ὅσοι πιστοὶ» ἂς μετανοήσουμε. Χτυπάει ἡ καμπάνα; φτερὰ στὰ πόδια! Δὲν ἀκοῦμε, κλείσαμε τ᾽ αὐτιά μας; Ποῦ μιλάω; σὲ βράχια, σὲ πέτρες, σὲ βουνὰ μιλάω; Ὦ Χριστέ, δῶσε ἔλεος στὸν κόσμο! Ἂν δὲν μετανοήσουμε, ἀδελφοί μου, καὶ δὲν πέσουμε ὅλοι, ἀπὸ τὸ βασιλιᾶ μέχρι τὸν τελευταῖο, κι ἀπὸ τὸν πατριάρχη μέχρι τὸ διᾶκο καὶ τὸν καλόγηρο, κι ἀπὸ τὸν πλούσιο μέχρι τὸ ζητιάνο, κιἀπὸ τὸν ἀριστερὸ μέχρι τὸ δεξιό, ἂν δὲν πέσουμε ὅλοι μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ δὲν κλάψουμε, θὰ δῆτε. Ἂν δὲν ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ μας, τότε καὶ τὰ ποτάμια θὰ στερέψουν –θὰ σπέρνουμε καὶ δὲ θὰ θερίζουμε, καὶ τὰ δέντρα θὰ ξεραθοῦνε, καὶ ἡ γῆ θὰ γίνῃ πέτρα, καὶ οἱ πέτρες ποὺ πατοῦμε θὰ γίνουν φίδια νὰ μᾶς φᾶνε. Ἀδελφοί μου, ἂς μετανοήσουμε, ἂς ἐπιστρέψουμε ἄντρες - γυναῖκες - παιδιὰ στὸ Χριστό· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν
Απομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Χαλανδρίου - Ἀθηνῶντὴν 12-8-1962.