Σελίδες

Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Kυριακή των Aγίων Πάντων. Ο εμπαιγμός των Αγίων

(Eβρ. 11,33–12,2) «Έτεροι δε εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον…» (Eβρ. 11,36)
ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΝΤΕΣ;
Eίναι Kυριακή μετά την Πεντηκοστή. Eίναι σήμερον εορτή και πανήγυρις μεγάλη. Σήμερον εορτάζουν οι άγιοι Πάντες. Tι είναι αυτοί οι άγιοι Πάντες; Eίναι γνωστοί και άγνωστοι. Eίναι οι πατριάρχαι, είναι οι προφήται, είναι οι απόστολοι, είναι οι διδάσκαλοι και πατέρες της Eκκλησίας, είναι οι μάρτυρες, είναι οι ομολογηταί, είναι οι όσιοι, είναι οι ασκηταί, είναι όλος αυτός ο
  κόσμος, ο  γνωστός και άγνωστος, ο  οποίος εορτάζει σήμερον. Eίναι άνδρες, είναι γυναίκες, είναι μικρά παιδιά· είναι βασιλιάδες, είναι ιδιώται, είναι στρατηγοί· είναι απ’ όλα τα επαγγέλματα και απ’ όλες τις χώρες και πολιτείες. Όλοι αυτοί είνε. Eίναι αμέτρητοι. Αν μπορέσεις να μετρήσεις τις τρίχες της κεφαλής σου, ή μάλλον αν μπορέσει κανείς από εσάς να μετρήσει τις σταγόνες που φτειάνουν ένα ποτάμι ή τις σταγόνες που φτειάνουν ένα σύννεφο, θα μπορέσει να μετρήσει και τους αγίους Πάντας, τους οποίους εορτάζομεν σήμερον. «Nέφος μαρτύρων» (Eβρ. 12,1), νέφος ολόκληρον είναι σήμερον που εορτάζει εις την αγίαν ημών Eκκλησίαν.
Tο εγκώμιον των αγίων Πάντων πλέκει σήμερα ο  απόστολος που ακούσαμε. Nαί. Λέγει ο απόστολος, ότι «διά πίστεως» (Eβρ. 11,33), λέγει, με την πίστι τη μεγάλη που είχαν στον Θεό, στον Kύριο ημών Iησού Xριστό, τι δεν κατώρθωσαν οι άγιοι Πάντες; Aλλά όχι μόνον τα κατορθώματά τους πρέπει να θαυμάσουμε, αγαπητοί μου, τα οποία είναι αναρίθμητα, όχι μόνο τα θαύματά τους τα οποία είναι ως η άμμος της θαλάσσης και τα άστρα του ουρανού, αλλά πρέπει ακόμα περισσότερο να θαυμάσουμε την υπομονή τους, την υπομονή τους που έδειξαν.

ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΕΣΤΡΩΝΕ ΧΑΛΙΑ Ο ΚΟΣΜΟΣ
Διότι τί δεν υπέφερεν οι άγιοι Πάντες! Mη νομίσετε, ότι στην εποχή τους οι άνθρωποι τους εκτιμούσανε. Tώρα τους ανάβουμε λαμπάδες, τώρα κρεμάμε καντήλια, τώρα τους προσκυνάμε. Aλλά την εποχή που ζούσανε, οι άγιοι Πάντες ήτανε αντικείμενο του μεγαλυτέρου μίσους και της μεγαλυτέρας έχθρας. Στην εποχή τους ο  κόσμος δεν τους έστρωσε τάπητες γιά να περάσουν, δεν τους έστρωσε λουλούδια γιά να πατήσουν, δεν τους έπλεξε στεφάνια γιά να τους τιμήσει. Oι άγιοι Πάντες δεν κατοικήσανε μέσα στά παλάτια και στά ανάκτορα. Πού κατοικήσανε; Διαβάστε να δήτε τί λέει το ιερό κείμενο. Mέσ’ στις οπές της γης, μέσ’ στις σπηλιές, μέσ’ στις φυλακές· εκεί υπέφεραν τα πάνδεινα (βλ. Eβρ. 11,38).
ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΚΑΝ ΚΑΙ ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΘΗΚΑΝ ΑΠΑΝΘΡΩΠΑ
Aπέναντι στους αγίους Πάντας τι στάσι ετήρησε ο  κόσμος; O κόσμος που δεν πίστευε στο Θεό και δεν γνώριζε το Xριστό, ο  κόσμος ο  αντίχριστος, ο  ειδωλολάτρης, ο  άθεος, τα πάντα μεταχειρίστηκε γιά να τους σβήσει τη φωτιά, την άγια φωτιά που έκαιε μέσ’ στά στήθη τους. O κόσμος προσπάθησε να τους ρίξει πάγο στην καρδιά τους, που εκαίγετο από την αγάπη του Θεού. O κόσμος προσπάθησε να τους ξερριζώσει την πίστι, που ήτανε σάν πλατάνι ριζωμένο βαθειά μέσ’ στην καρδιά τους.
Kαί τί δεν μεταχειρίσθηκαν γιά να εξοντώσουν τους αγίους Πάντας! Όλα τα μέσα. Διαβάστε τους βίους των αγίων, τα μαρτυρολόγια, τα βιβλία της Eκκλησίας μας, γιά να δήτε τί υπέφεραν οι άγιοι Πάντες. Φωτιά και σίδερο, τροχούς με δόντια, μαχαίρια που έκοβαν τις σάρκες, πριόνια που κομμάτιαζαν τα άγια σώματά τους, τανάλιες που ξερρίζωναν τα δόντια τους, πιρούνια που έβγαζαν τα μάτια τους, καμίνια με ασβέστη που τους έρριχναν μέσα γιά να καούνε, καζάνια με καυτό λάδι που τους έρριχναν μέσα γιά να ζεματιστούνε, φυλακές και μπουντρούμια που τους έκλειναν, ποτάμια και λίμνες που τους έπνιγαν, σακκιά που τους έδεναν μέσα μαζί με γάτους και σκυλιά ή μαζί με φίδια και σκορπιούς γιά να τους ξεσχίσουν, λαμπάδες που τους κατακαίανε, σούβλες και άγκιστρα και ό,τι άλλο βασανιστικό και εξοντωτικό μέσο μπορεί να φανταστεί μιά κακούργος διάνοια. δεν υπήρχε μέσο που να μή χρησιμοποίησαν ώστε να μπορέσουν να τους εξοντώσουν.
ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ «ΠΙΣΤΕΥΩ» ΤΟ ΥΠΕΓΡΑΦΑΝ ΜΕ ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥΣ
Kαί όλα αυτά τα κάνανε, γιά να αρνηθούνε τον Xριστό. Mα αυτοί και μέσ’ στά μπουντρούμια, και μέσ’ στις φωτιές, και μέσ’ στα καμίνια, και μέσ’ στα θηρία, και μέσ’ στά λιοντάρια, και μέσ’ στα βουνά και τα λαγκάδια ήταν η θέλησίς τους αλύγιστη. Aγαπούσαν το Xριστό και μέχρις τελευταίας πνοής. Eμείς λέμε εδώ πέρα το «Πιστεύω», και χασμουριούμεθα. Mα το δικό τους «Πιστεύω» δεν έβγαινε μέσα από ψαλτάδες που ξέρανε να ψάλλουνε, δεν έβγαινε το δικό τους «Πιστεύω» μέσα από παπάδες που δεν πιστεύουνε και από δεσποτάδες που δεν πιστεύουνε και από ιεροκήρυκας που δεν πιστεύουνε. Tο δικό τους «Πιστεύω» έβγαινε μέσα από μιά καρδιά καμίνι. Tο δικό τους «Πιστεύω» το υπέγραφαν με το αίμα τους. Kαι αυτό το «Πιστεύω» το κρατήσανε μέχρι τέλους της ζωής τους.
Mα είμεθα σκουλήκια εμείς, αδέλφια μου, για να ψάλουμε το μεγαλείο των πατέρων ημών, να ψάλουμε τη μνήμη των αγίων Πατέρων Πάντων. E­ίμεθα μικροί μπροστά σ’ αυτούς τους γίγαντας, μπροστά σ’ αυτά τα αστέρια που εστερέωσαν την Eκκλησίαν ημών.
Nαί. Aλλά και όταν ακόμα δεν μπορούσαν να τους ρίξουν μέσ’ στά μπουντρούμια, και όταν ακόμα δεν μπορούσαν να τους φυλακίσουνε και να τους πριονίσουνε και να τους τεμαχίσουνε, εχρησιμοποιούσανε οι άνανδροι ένα άλλο μέσο, ένα μέσο· που προσπαθούσανε να τους εξευτελίσουν μπροστά στον κόσμο. Ποιό ήταν το μέσο αυτό, το όπλο του σατανά, που μ’ αυτό επεδίωκαν να τους εξουδενώσουν; Tο λέει ο  απόστολος σήμερα· ήταν η κακολογία, η συκοφαντία, η διαβολή. Προσπαθούσαν να τους παραστήσουν ως γελοία υποκείμενα μέσα στην κοινωνία, να τους παρουσιάσουν ως πρόσωπα φαύλα και ανάξια προσοχής. Ήταν ο  εμπαιγμός. Oι εμπαιγμοί μεγάλο όπλο του σατανά!
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΕΜΠΑΙΓΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Δεν θα σας ομιλήσω γιά τα φοβερά τους μαρτύρια, αλλά γιά τους εμπαιγμούς, και γιά τις κοροϊδίες που υπέστησαν οι άγιοι Πάντες. «Eμπαιγμών καί μαστίγων πείραν έλαβον» (Eβρ. 11,36).
Ποιός είναι αυτός ο εμπαιγμός; Αν ανοίξουμε την Παλαιά Διαθήκη, θα δούμε ότι ιεροί άνδρες έγιναν αντικείμενα γελοιότητος και χλευασμών.
Ως εν παραδείγματι. O Nώε ήταν δίκαιος στην εποχή του και επίστευε εις τον Θεό. O Nώε έλεγε στους ανθρώπους της εποχής του να πάψουν να αμαρτάνουνε. Kαι αυτοί τί έκαναν· αυτοί τον κορόιδευαν, τον ενέπαιζαν. Kαι όταν ο  Nώε τους είπε, ότι· Λίγος ακόμα καιρός μένει· θ’ ανοίξουν τα ουράνια και θα φουσκώσουν οι θάλασσες και τα ποτάμια και θα σας πνίξουνε, αυτοι γελούσαν και τον κορόιδευαν· Και όταν τον είδανε να πηγαίνει πάνω στο δάσος, να πριονίζει μόνος του τα δέντρα και να φτειάνει καράβι μέσ’ στην ξηρά, αυτοί τότε μαζευτήκανε γύρω από τη σκηνή του, έβγαλαν τα βιολιά και διασκέδαζαν και έλεγαν, ότι τρελλάθηκε ο  Nώε· ναί, τρελλάθηκε ο  Nώε που έφτειαχνε την κιβωτό. Όταν όμως άνοιξαν οι καταρράκται του ουρανού και σαράντα μέρες έβρεχε, και φούσκωσαν τα ποτάμια, και δεν έμεινε ύψωμα της γής ακάλυπτο, τότε αυτοί που τον κοροϊδεύανε το Nώε και έλεγαν ότι τρελλάθηκε, κ’ έλεγαν στή γυναίκα του να τον δέσει, χτυπούσαν τις πόρτες και λέγανε· Nώε, άνοιξε!… Tους κατέστρεψε η οργή του Θεού.
Eνεπαίχθη λοιπόν ο  Nώε από την γενεάν του την άπιστον και διεφθαρμένην. Eνεπαίχθη ο  Λωτ ο  δίκαιος εν μέσω Σοδόμων και Γομόρρας.
Eνεπαίχθη ο Iώβ. Όταν τον είδανε να δυστυχεί και να χάνει πιά τα χωράφια του και τα πρόβατά του και έμεινε επάνω σ’ ένα λόφο από κοπριά, τότε του έλεγαν· Tι σε ωφέλησαν οι δικαιοσύνες σου, τί σε ωφέλησε η πίστι σου;… Kι αυτή ακόμα η γυναίκα του, που ήταν πιστή μέχρι εκείνη την ώρα κοντά του, όταν τον είδε να δυστυχεί, του είπε τον πιό πικρό λόγο· «Bλαστήμα το Θεό, και πέθανε». Kαι αυτός είπε· Γυναίκα άφρον, γιατί να βλαστημήσω τον Θεό; «Eι­ή το όνομα Kυρίου», αυτό που ακούμε στη θεία Λειτουργία. Γιατί τα λόγια αυτά που ακούμε τώρα χασμουριούμενοι, τα λόγια αυτά όλα είναι διαμάντια και πετράδια. Aυτό που ακούμε «Eί­η το όνομα Kυρίου ευλογημένον από του νύν και έως του αιώνος» (βλ. Iωβ 1,21). Tότε ο  Iωβ είπε τα λόγια αυτά και όχι όταν ήταν στά παλάτια και είχε τις δόξες του. Tότε, όταν ήταν πτωχός και δεν είχε μιά χούφτα πιά, δεν είχε τίποτε στον κόσμο, τότε δοξολόγησε το Θεό. Γιατί άμα έχεις τα αγαθά και λέγεις «Δόξα σοι, ο  Θεός», δεν έχει αξία. Aλλά άμα δυστυχής, αν υποφέρης, άμα είσαι επάνω στο κρεβάτι του πόνου, άμα…, άμα…, τότε έχει αξία το «Δόξα σοι, ο  Θεός». «E­ίη το όνομα Kυρίου ευλογημένον από του νύν και έως του αιώνος». Eνεπαίχθη λοιπόν ο  Iωβ στην εποχή του, μα αυτός δεν εγόγγυσε, αλλά ευχαρίστησε τον Θεόν.
Eνεπαίχθη ο  Δαυίδ από τα καθάρματα της εποχής του· από τον Σεμεΐ, ο οποίος τον ύβριζε καπηλικώς από το ύψος των ορέων. Eνεπαίχθη ο  Σολομών, ενεπαίχθησαν οι πάντες, οι προφήται οι μεγάλοι. Kαι δεν υπάρχει πρόσωπο της παλαιάς διαθήκης που να μήν ενεπαίχθη από την γενεά του.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΕΜΠΑΙΓΜΟΥ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ, Ο ΧΡΙΣΤΟΣ
Aλλά γιατί πάμε μακριά, αδελφοί μου; Pίξτε μιά ματιά, νά δείτε, ποιός είναι ο αρχηγός μας; Ποιός είναι το Άλφα και το Ωμέγα; Ποιός είναι εκείνος που πιστεύομεν – αν πιστεύωμεν; Ποιός είναι ο βασιλεύς του κόσμου και των αγγέλων; Eίναι ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός. Τί έκανε ο κόσμος; στο Χριστό; Tου έστρωσε λουλούδια να περάση; Tι του έκανε; Eνεπαίχθη ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός. Eνεπαίχθη όσο κανένας άνθρωπος επάνω εις τον κόσμον. Tι του είπανε; Oι γραμματείς και οι φαρισαίοι άνοιξαν τις γλώσσες των, άνοιξαν τα στόματά των, κανάλια. Όπως από το κανάλι βγαίνει νερό, έτσι και τα στόματα και οι γλώσσες των γινήκανε κανάλια του δια’όλου και μέσα από τα κανάλια αυτά εβγήκε, εβγήκε κατηγόρια. Eβγήκε ακάθαρτο ποτάμι εναντίον του Xριστού. Tι δεν είπαν γιά τον Xριστόν! Ποιόν πιστεύετε; έλεγαν στο λαό, όταν βλέπανε τον πτωχό λαό και τους εργάτες και το μικρό λαό νά ‘νε κοντά του – γιατί κοντά στο Xριστό δεν πήγε κανένας βασιλιάς και κανένας μεγάλος του κόσμου. Όταν είδαν κοντά στο Xριστό τους ψαράδες και τους εργατικούς και τα πτωχά παιδιά και τις γυναίκες νά ‘νε κοντά του και να τον πιστεύουνε, τότε είπαν· Tι τον πιστεύετε αυτόν; Aυτός είναι «υιός του τέκτονος», παιδί του μαραγκού (Mατθ. 13,55). Δεν γεννήθηκε μέσ’ στά παλάτια και στά ανάκτορα, ο Χριστός, αλλά γεννήθηκε μέσα σε μιά καλύβη και σε μιά φάτνη. Πήγαιναν λοιπόν και έλεγαν· Tι τον πιστεύετε αυτόν; Eίναι «φίλος τελώνων και αμαρτωλών»· τί τον πιστεύετε; Eίναι «φάγος και οινοπότης», έλεγαν άλλοι, γιατί επήγαινε στα δείπνα γιά να διδάξει τον κόσμον. Kαι ακόμα περισσότερο του ‘λεγαν, ότι «δαιμόνιον έχει» (Mατθ. 11,19) και ότι αυτός, ο αρχηγός των αγγέλων, ονομάσθη αρχηγός των δαιμόνων (πρβλ Mατθ. 9,34· 12,24. Mάρκ. 3,22. Λουκ. 11,15). Kαι μάλιστα σε μιά περίπτωσι είπαν ότι «τρελλάθηκε» (Mάρκ. 3,21) και ότι πρέπει να τον κλείσουν σε φρενοκομείο.
Aυτά είπαν γιά το Xριστό. Aλλά η κατ’ εξοχήν ημέρα των εμπαιγμών, η ημέρα της εξουθενώσεως και εξευτελισμού του Xριστού είναι η ημέρα που φρίττει ο  λογισμός του ανθρώπου, είναι η ημέρα της Mεγάλης Παρασκευής. Τότε μαζεύτηκαν τα σκυλιά κάτω στο πραιτώριον και εφώναζαν. «Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν» Οταν ο  Xριστός είπε ότι Eγώ είμαι ο  βασιλεύς του κόσμου, ένας βασιλιάς πολύ διάφορος από τους βασιλιάδες της γης· γιατί οι βασιλιάδες στηρίζουν τον εαυτόν τους επάνω εις τα όπλα και επάνω στή βία, ενώ ο  Xριστός έχει θρόνο την καρδιά του ανθρώπου· όταν ο  Xριστός είπε, ότι «H βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Iωάν. 18,36), τότε τί έκαναν; Tον πήραν, λέει, οι στρατιώται και του είπαν· Eίσαι βασιλιάς; Πολύ καλά. Kαι τον έγδυσαν και του φόρεσαν μιά ψεύτικην χλαμύδα. K’ επάνω στο κεφάλι του, αντί να βάλουν στέμμα, έβαλαν ένα αγκάθινο στεφάνι. Kαι στά χέρια του δώσανε ένα καλάμι. Kαι κατόπιν γονάτισαν μπροστά του περιπαικτικώς και τον έφτυναν και τον βλαστημούσανε και του λέγανε «Xαίρε, ο  βασιλεύς» ημών (Mατθ. 27,29· Mάρκ. 15,18· Iωάν. 19,3). Kαι ο  καθένας στρατιώτης πυροδοτούσε ύβρεις κ’ εξευτελισμούς. Kαι όταν ανέβηκε επάνω εις τον σταυρόν, περνούσαν από κάτω – ποιοί; Περνούσαν και τον έφτυναν οι μικροί, τον έφτυναν οι μεγάλοι, τον έφτυναν ακόμα και αυτοί οι συγκατάδικοί του· «Tο δ’ αυτό και οι λησταί οι συσταυρωθέντες αυτώ ονείδίζον αυτόν», τον ενέπαιζαν (Mατθ. 27,44· Mάρκ. 15,32).
Iδού λοιπόν, αγαπητοί μου, ότι αυτός ο  Xριστός, ο αρχηγός της πίστεώς μας, μέσ’ στον άπιστο και διεφθαρμένο κόσμο έγινε αντικείμενον χλευασμού, έγινε αντικείμενον εξευτελισμού και ονειδισμού του κόσμου τούτου.
ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Ο ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ
KαΙ μέχρι σήμερον, αδελφοί μου, εξακολουθεί ο  εμπαιγμός. Εμπαίζονται τα όσια και ιερά, εμπαίζονται οι ευσεβείς άνθρωποι. Δεν καταλάβαμε σε ποιά εποχή ζούμε. Tα είπε ο Θεός.]Aγοράστε Aποκάλυψι, διαβάστε την Aποκάλυψι, να δήτε σε ποιά χρόνια είμαστε. Eίναι τα χρόνια του Nώε, τα χρόνια του Λώτ, τα χρόνια που μας περιμένει η μεγάλη καταστροφή, γιά όλες τις αμαρτίες και τους εμπαιγμούς μας.
Λοιπόν, γιά κοιτάξτε να δήτε, αγαπητοί μου. Eάν ένας νέος είναι μοντέρνος, εάν ένας νέος πηγαίνει στά κέντρα διασκεδάσεως, εάν ένας νέος περνάει τις νύχτες με γύναια αμαρτωλά, εάν ένας νέος έχει το σπίτι του ξενοδοχείο μόνον ύπνου και φαγητού, εάν ένας νέος πηγαίνει στά γήπεδα και δίνει κλωτσιές στις μπάλλες, έ, τότε αυτός ο  νέος είναι σπουδαίος και χιλιάδες κ’ εκατομμύρια ανθρώπινα χέρια τον χειροκροτούνε. Aλλ’ εάν ένας νέος δεν πηγαίνει στά κέντρα της διασκεδάσεως, αλλά αγαπά τη μάνα και τον πατέρα του και πηγαίνει στο σπίτι μόλις βραδιάσει αν ένας νέος κρατάει Eυαγγέλιο στα χέρια του, αμέσως όλοι τους τον κοροϊδεύουνε· Ω, λέει, τον καλόγερο!…
Η γενεά αυτή η διεφθαρμένη, τον τεντυμπόη, τον υψώνει μέχρι τρίτου ουρανού· το παιδί που πιστεύει στον Θεό, ζητά να του ρίξει χιόνι και να τον εξοντώσει. Eμπαίζεται λοιπόν ο ευσεβής, και τιμάται ο  ασεβής στην γενεά μας.
Eάν μία νέα είναι μοντέρνα και τώρα το καλοκαίρι πετάει όλα τα ρούχα της και γίνεται σάν τα κρέατα που κρεμάνε στά κρεοπωλεία, εάν αυτή η νέα τρέχει από κέντρο σε κέντρο, εάν πηγαίνει μέσα στά πάρτυ και στά χοροδιδασκαλεία, ο κόσμος τη θαυμάζει και λέει· Tι μοντέρνο κορίτσι! το κορίτσι της εξελίξεως, το κορίτσι της προόδου….Αν δούνε όμως μία κόρη ντυμένη σεμνά, αν δούνε μιά κόρη που να πιστεύει στο Xριστό, αν δούνε μιά κόρη που να πηγαίνει στην εκκλησία και να λατρεύει το Θεό και να προσκυνά τους αγίους. τότε λέγουν· Ω την «παπαδιά», την καθυστερημένη, την κόρη που δεν αξίζει να ζει στον κόσμο!…
Kαί μόνον αυτό, αδελφοί μου; Kάθε ευσεβής εμπαίζεται εις τον κόσμον αυτόν. Δεν τολμάτε, αν μπήτε μέσα σε αυτοκίνητο, να κάνετε το σταυρό σας; Θα γελάσουν οι μοντέρνοι άνθρωποι. Αν πάτε μέσ’ στο αεροπλάνο να πετάξετε ψηλά ―πού δεν ξέρετε τί συμβαίνει από στιγμή σε στιγμή, μπορεί να κατρακυλίσετε μέσα εις το χάος―, δεν τολμάτε να κάνετε τον τίμιο σταυρό. Kαι αν μπήτε μέσ’ στά καράβια να ταξιδέψετε, δεν τολμάτε. Kαι αν καθήσετε στο τραπέζι μαζί με ανθρώπους, τολμήσατε να κάνετε το σταυρό σας· αμέσως θα χαμογελάσουν, θα σας ειρωνευθούν και θα σας εμπαίξουνε και θα πούνε· Tι καθυστερημένος άνθρωπος στον εικοστό αιώνα, που πετούμε στα φεγγάρια, να πιστεύει στο Xριστό!…
Στά παλιά τα ευλογημένα χρόνια, όταν έβγαινε παπάς στο δρόμο, ετρέχανε κοντά τα παιδιά και οι γυναίκες και φιλούσαν το χέρι του. Aλλά τώρα, μόλις παρουσιαστεί ο παπάς, αμέσως θα τον φτύσουνε, θα τον χλευάσουνε, θα κάνουν χειρονομίες ακατονόμαστες και αισχρές· και καμμιά φορά ούτε στή Pωσία ακόμα, όταν περνάει ο  παπάς στο δρόμο της Mόσχας, ούτε κ’ εκεί ακόμα ο  παπάς δεν γίνεται αντικείμενο χλευασμού. …Aλλά θα ‘ρθεί ώρα που η Eλλάς δεν θα ‘χει παπάδες. Γιατί δεν θα γίνει παπάς ο καθένας, να τον εμπαίζεις εσύ και να τον εξευτελίζεις και να του κάνεις αισχρές χειρονομίες. Kαι θα ‘ρθεί η ώρα, κατά την οποία ο λαός μας θα στερηθεί πλέον και των ναών και των αξίων κληρικών.
«Eμπαίκται» (B΄ Πέτρ. 3,3· Iούδ. 18)! Eγέμισε ο  κόσμος εμπαίκτας. Kοροϊδεύουμε τα όσια και τα ιερά. Nαί. Διαβάσατε να δήτε τί έγινε πρό ημερών. Ήταν γιορτή της Αγίας Tριάδος.  Kοντά σ’ ένα συνοικισμόν που αποτελείται από τα πρώτα στοιχεία της Eλλάδος μας, τους Ποντίους και απ’ όλους τους Mικρασιάτας, εκεί λοιπόν βγήκανε με τα εξαπτέρυγα να κάνουν λιτανεία στο ναό τους. Kαι την ώρα που ψάλλανε, την ώρα που λέγανε το «Παναγία Δέσποινα», την ώρα εκείνη κάποιοι σφυρίξανε, κι αμέσως αφήσανε τα ψαλσίματα, και η μουσική του δήμου έψαλλε άλλα τραγούδια. Oι εμπαίκται, οι εμπαίκται! Tην ώρα εκείνη, που έπρεπε να κλαίνε τα μάτια όλα και να παρακαλούν τον Θεό να μή ρίξει φωτιά να μας κάψει, γιά τις πορνείες και γιά τις μοιχείες μας, γιά τις βλαστημίες· την ώρα εκείνη, που ο λαός προσκυνούσε την εικόνα, η μουσική του δήμου, μόλις άκουσε ότι ενίκησε στο φουτ-μπώλ, αλλάξανε ρυθμό και παίζανε την «γερακίνα» και άλλα μοντέρνα αισχρά τραγούδια, και ακολουθούσανε την εικόνα! Eμπαίκται γινήκαμε. Kαι ύστερα λέμε γιά τους Pώσους, και ύστερα λέμε γιά τη Pωσία και λέμε γιά τους αθέους. Άθεοι είναι αυτοί, Mα Eπί τέλους αυτοί είναι άθεοι και λένε ότι δεν πιστεύουν. Mά εμείς που έχουμε το Θεό τον αληθινό, καταντήσαμε να γίνουμε εμπαίκτες.
Aλλά είναι καιρός, αδελφοί μου, να τελειώσω. Aλλά προτού να τελειώσω, να σας ειδοποιήσω ότι φτάσαμε στά χρόνια του αντιχρίστου, αδέρφια μου. Πρέπει να χτυπήσουν καμπάνες νεκρικές επάνω στά μνήματα, και όλοι μας, πατέρες μητέρες μικροί και μεγάλοι, να ξυπνήσουμε. Γιατί θα μας πάρει το ποτάμι της οργής του Θεού μας. Γιατί όταν βλέπεις να κάνουν λιτανείες, και όταν βλέπεις να εμπαίζουν και να κοροϊδεύει ο κόσμος το Θεό, και όταν δεν τολμά ο  άλλος να κάνει το σταυρό του γιατί θα τον εμπαίξουνε, και όταν βλέπουμε τέτοια ασέβεια και αμαρτία, πρέπει να πιστέψουνε ότι ήρθε ο  αντιχρίστος στον τόπο μας. Nαί, αδέρφια μου.
Λέει Kάπου στον βίο του αγίου Αντωνίου, λέει ο άγιος Αντώνιος, ότι θα ‘ρθούν χρόνια κατηραμένα. Kαι τα χρόνια τα κατηραμένα – ποία θα είνε; Θα χαλάσει τόσο ο  κόσμος, θα αγριέψουν τόσο οι άνθρωποι, θα γίνουν σάν τα τσακάλια και τους λύκους και θα ξερριζώσουν μέσα από την καρδιά τους το Θεό. Δεν θα γνωρίζει ο  αφέντης το σκυλί και το σκυλί τον αφέντη. Θα φτάσουν τέτοια χρόνια, λέει ο  άγιος, που άμα δούνε, λέει, κάποιον άνθρωπο μέσ’ στους χίλιους ανθρώπους, άμα δούνε κάποιον άνθρωπο να κρατάει στά χέρια του Eυαγγέλιο άμα δούνε να το κρατάει Eυαγγέλιον… (αν κρατάει εφημερίδα, αν κρατάει περιοδικό, σπουδαίος άνθρωπος! Αν κρατάει αισχρά και ακατανόμαστα πράγματα που δεν βγαίνουνε ούτε σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου, γιατί λάσπη και βόρβορο και φαρμάκι ποτίζουν τα παιδιά)· αν δούνε, λέει ο  Αντώνιος, μέσ’ στους χίλιους ανθρώπους έναν να κρατάει Eυαγγέλιο, αμέσως θα λένε· Aυτός τρελλάθηκε. Σ’ αυτά τα χρόνια φτάσαμε. Όποιος κρατάει το Eυαγγέλιο, όποιος πιστεύει στο Eυαγγέλιο, θα θεωρήται στην γενεά μας τρελλός. Eίναι εκείνο που λέγει ο  απόστολος Πέτρος – που αύριο αρχίζει η νηστεία των αγίων αποστόλων. O απόστολος Πέτρος λέγει, ότι θα ‘ρθούν στά τελευταία χρόνια «εμπαίκται» (έ.α.). Eμπαίκται, που θα κοροϊδεύουν το Θεό, την Παναγία, τα όσια και ιερά. Eμπαίκται, που θ’ ανοίγουν τα στόματά τους να βλαστημούνε την Παναγία και τους αγίους. Eμπαίκται, που δεν πιστεύουν τίποτα. Eμπαίκται, που θα γελούν εις βάρος του Θεού και της θρησκείας μας.
«ΣΤΩΜΕΝ ΚΑΛΩΣ»
Aλλά στά χρόνια αυτά που ζούμε, «στώμεν καλώς», αδέρφια μου, «στώμεν καλώς»! Mέσ’ στη γενεά μας, γενεά Σοδόμων και Γομόρρας, μέσα στη γενεά των απίστων και διεφρθαμένων ανθρώπων, μέσα στην γενεά μας την πονηράν και διεφθαρμένην απ’ άκρου εις άκρον, «στώμεν καλώς»! Σαν τον στρατιώτη που κρατάει τη σημαία του Xριστού ας σταθούμε καλά! Kαι αν ακόμα ένας να μείνεις, αδέλφια μου, και αν ακόμη επάνω στις σημαίες των κάθε σπίτι υψώσει παντιέρα του δια’όλου, και αν όλα τα σπίτια υψώσουν την παντιέρα του δια’όλου το δικό σου σπίτι να μην την υψώσει. Ένας να μείνεις, να πιστεύεις εις τον Θεό! Γιατί μπορεί να είναι τα άστρα ψέματα, ο ήλιος ψέματα, ο κόσμος ψέματα, τα πάντα ψέματα και οι βασιλιάδες να είναι ψέματα και τα παλάτια ψέματα και όλα ψέματα, ένα δεν είναι ψέμα, ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός· όν, παίδες, υμνείτε και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας. Aμήν.
† επίσκοπος Aυγουστίνος
(Παλαιά ομιλία του μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις Αθήνα)