Σελίδες

Σάββατο 19 Μαΐου 2012

Κυριακή του Τυφλού (Ἰωάν. 9,1-38). Διδάγματα από τον Τυφλό

ΠΟΣΟ γρήγορα, ἀγαπητοί μου, φεύγει ὁ χρόνος! Πότε ἀκούσαμε τὸ «Χρι­στὸς ἀ­νέ­­στη», καὶ συμπληρώνονται σαράντα μέρες. Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἐρχομένης Τετάρτης θὰ τὸ ἀ­κούσουμε γιὰ τελευταία φορά. Βρισκόμαστε στὶς παραμονὲς τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως.
Σήμερα εἶνε ἡ ἕκτη Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα, ἡ Κυριακὴ τοῦ Τυ­φλοῦ. Στοὺς να­οὺς διαβά­ζε­ται ἡ περικοπὴ ποὺ διη­γεῖται τὴ θε­ραπεία τοῦ τυφλοῦ, ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτε­ρα θαύ­ματα τοῦ Κυρίου. Ἀ­πὸ ὅλη τὴν περικοπὴ θὰ κόψουμε λίγα ἄν­θη
καὶ θὰ κάνουμε μιὰ πνευματικὴ ἀν­θοδέσμη γιὰ νὰ εὐωδιάσουμε τὶς ψυχές μας.

* * *

Τὸ πρῶτο, ἀγαπητοί μου, ποὺ προκαλεῖ τὴν προσοχή μας εἶνε ὁ ἄνθρωπος, ὁ τυφλός. Ὁ τυφλὸς αὐτὸς δὲ γεννήθηκε σὲ πλούσιο σπίτι – γιατὶ ὑπάρχουν καὶ πλούσιοι ποὺ γεννιοῦν­ται τυφλοί. Εἶχε γεννηθῆ σὲ φτωχόσπιτο. Κον­τὰ στὸ δυστύχημα τῆς τυφλώσε­ως ἦταν καὶ φτωχός. Κάθε πρωὶ ἕνα παιδὶ τὸν ἔπαιρνε καὶ τὸν πήγαινε σ᾽ ἕνα σταυροδρόμι, κ᾽ ἐ­κεῖ στεκόταν ὣς τὸ βράδυ περιμένοντας ἐλεημοσύνη ἀπ᾽ τοὺς διαβάτες. Ποιός ἆραγε θὰ γύριζε νὰ τὸν δῇ; Περνοῦ­σαν μπροστά του πολλοί, ἀλλὰ συνήθως ἀ­διάφοροι. Οἱ εὐκατάστατοι ζοῦ­σαν καλά, μὲ ἀπολαύσεις καὶ δια­σκε­δάσεις. Ποιός θὰ ἔρριχνε σ᾽ αὐτὸν ἕνα βλέμμα συμ­παθείας; Καὶ ὅμως ἕνας τὸν πρόσεξε. Ποιός; Ἐ­κεῖνος ποὺ δημιούργησε τὸ σύμπαν!
Πολλὲς φορές, στὴ σκληρὴ αὐτὴ ζωή, παραπονούμεθα, ὅτι δὲ μᾶς προσέχουν· συγγενεῖς, φίλοι, προϊστάμενοι, κανείς· νιώθουμε ἔ­ρημοι κ᾽ ἐγκαταλελειμμένοι. Ἀλλ᾽ ὄχι, ἀ­δελφοί μου. Ἀρκεῖ ποὺ μᾶς προσέχει ὁ Θεός, καὶ ἂς μὴ μᾶς προσέχῃ κανείς ἄλλος. Ἂς μὴν ἔ­χουμε ἰσχυροὺς ἀνθρώπους προστάτες (βουλευτάς, ὑπουργούς, ἀρχιερεῖς). Ἀρκεῖ νά ᾽χου­με τὸν Κύριο· ὅταν μᾶς προσέχῃ ὁ Κύριος, φτάνει ἡ προστασία του. Ἐνῷ ἀντιθέτως, κι ἂν μᾶς προστατεύουν τοῦ κόσμου οἱ ἰσχυροὶ ἀλ­λὰ δὲν ἔχουμε μαζί μας τὸν Κύριο, τίποτα δὲν κάνουμε. Ὁ τυφλὸς τοῦ εὐαγγελίου, ποὺ εἶχε τὴν προστασία τοῦ Κυρίου, ἄξιζε περισσότερο ἀπὸ τοὺς γραμμα­τεῖς καὶ φαρισαίους καὶ ὅλο τὸν κόσμο τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας.

⃝ Τὸ ἄλλο ποὺ πρέπει νὰ σημειώσουμε εἶνε, ὅ­­τι ὁ τυφλὸς αὐτὸς ἦταν «τυφλὸς ἐκ γενε­τῆς» (Ἰωάν. 9,1). Ὑπάρχουν τυφλοί, ποὺ ἔχασαν τὸ φῶς τους ἀρ­γότερα, στὰ νιᾶτα ἢ στὰ γηρατειά τους, καὶ συνεπῶς ἔχουν μιὰ ἰδέα τοῦ ὡραίου κόσμου ποὺ δημιούργησε ὁ Θεός. Αὐτὸς δὲν εἶ­χε δεῖ ποτέ τὴν πλάσι, τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥ­λιου, τὰ χρώματα τῶν λουλουδιῶν, τὰ πρόσωπα τῶν προσ­φιλῶν του, τίποτε ἀπολύ­τως. Ζοῦσε σὲ σκοτάδι διαρκείας· ὄχι ὡρῶν καὶ μηνῶν, ἀλλὰ ἐτῶν, ὁλοκλήρου τῆς ζωῆς του (μία μικρογρα­φία τοῦ αἰωνίου σκότους, στὸ ὁποῖο ―ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ― θὰ καταδικασθοῦμε, ἂν δὲ βαδί­σουμε κατὰ τὸ θεῖο θέλημα). Στὸν τυφλὸ αὐ­τόν, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ πατέρες, δὲν ὑπῆρχαν ὀ­φθαλ­μοί, δὲν εἶχε καθόλου βολβοὺς μέσα στὶς κόγχες. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴ συνέχεια.
⃝ Διότι πῶς τὸν θεράπευσε ὁ Κύριος; Ἔφτυσε κάτω στὴ γῆ, ἔκανε πηλὸ ἀπὸ χῶμα, καὶ τὸν ἄλειψε στὰ σημεῖα τῶν ματιῶν. Γιατί ἆραγε ὁ Χριστὸς θεραπεύει δι᾽ αὐτοῦ τοῦ τρόπου; Τοῦ ἦταν δύσκολο, μ᾽ ἕνα λόγο του καὶ μόνο νὰ δη­μιουργήσῃ τοὺς δύο βολβοὺς καὶ νὰ θεραπεύσῃ τὸν τυφλό; Ἀσφαλῶς μποροῦσε. Ἀλ­λὰ θέλει νὰ δείξῃ, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ δημιουργὸς Θεός, ποὺ εἶπε καὶ δημιουργήθηκαν ὅλα· καὶ ὅπως στὸν Ἀδὰμ ἔπλασε ὅλο του τὸ σῶμα, ἔ­τσι ἐδῶ ἀναπληρώνει ἕνα ἐλλεῖπον μέλος, τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ. Λένε ἀκόμη οἱ πατέρες, ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὁ Κύριος ἤ­θελε νὰ μᾶς ὑπενθυμίσῃ ὅτι εἴμαστε χῶμα. Εἴ­­τε βασιλεῖς, εἴτε στρατηγοί, εἴτε σοφοί, ὅ­λοι τὸ ἴδιο εἴμαστε, χοϊκοί, διότι ἀπὸ χῶμα μᾶς ἔ­πλασε ὁ Θεός. Χῶμα εἶνε τὰ χέρια, χῶμα τὰ πόδια, χῶμα τὸ κορμί, χῶμα τὸ ὡραῖο πρόσω­πο. Χῶμα λοιπὸν καὶ τὸ μάτι, ποὺ λειτουργεῖ ἐν τούτοις ὡς μία τέλεια αὐτόματη φωτογραφικὴ μηχανή, μηχανὴ ἀνεκτιμήτου ἀξίας. Ἂν πῇς σὲ κάποιον τουρίστα ὅτι αὐτὴ ἡ φωτογρα­­φικὴ μηχανὴ ποὺ ἔχει στὴν πλάτη του φύτρω­σε μόνη της, θὰ σὲ θεωρήσῃ τρελλό. Ἀλλ᾽ ἐὰν ἡ κάθε φωτογραφικὴ μηχανὴ ἔχῃ τὸν τεχνίτη της, πολὺ περισσότερο τὰ μάτια τοῦ ἀν­θρώπου, αὐτὰ τὰ θαυμάσια ὄργανα, ἔχουν τὸν ποι­ητή τους· καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Θεός. Φτάνει ἕνα μάτι ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός.

⃝ Κάτι ἄλλο ἀκόμη. Λέει τὸ εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Κύριος χρησιμοποίησε τὸ σάλιο του καὶ τὰ δά­­κτυλά του. Τί σημαίνει αὐτό; Οἱ πατέρες παρατηροῦν, ὅτι καὶ τὰ δάκτυλα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ σάλιο του ἀκόμη θαυματουργοῦν. Ὅ­λα, τὰ ροῦχα του, ὁ χιτώνας του, τὰ ὑ­ποδήματά του, κάθε τι ποὺ ἦρθε σὲ ἐπαφὴ μα­ζί του, ἔ­χουν θαυματουργικὴ ἰδιότητα. Ἂς χλευ­άζουν οἱ προτεστάντες καὶ οἱ χιλιασταὶ τὰ ἱε­ρὰ λείψανα· ἡ Ἐκκλησία μας καλῶς τὰ κρατεῖ καὶ τὰ τιμᾷ. Τῶν ἁγίων ὄχι μόνο τὰ λόγια καὶ οἱ πράξεις καὶ ἡ σκιὰ ὅταν ζοῦσαν, ἀλλὰ καὶ με­τὰ τὴν κοίμησί τους τὰ ἱερὰ λείψανά τους (ὀ­στᾶ, ἐνδύματα, ἄμφια, σταυροί, ῥάσα, ἀντικείμενα) ἐξακολουθοῦν νὰ ἔχουν δύναμι ὅ­πως εἶ­χε καὶ τὸ σάλιο τοῦ Χριστοῦ μας.

⃝ Μία ἄλλη παρατήρησις, ἀδελφοί μου, εἶνε τὸ πότε ἔγινε ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ. Ἔγινε Σάββατο, τὴν ἡμέρα δηλαδὴ ποὺ οἱ Ἑβραῖοι δὲν ἐπιτρέπουν καμμία ἐργασία, ποὺ καὶ φωτιὰ νὰ πιάσῃ τὸ σπίτι τους δὲν τρέχουν νὰ τὴ σβήσουν· τὸ θεωροῦν ἁμαρτία νὰ ἐργασθοῦν. Ἔκανε λοιπὸν ὁ Κύριος τὸ θαῦμα τὴν ἡμέρα αὐτή, γιὰ νὰ διαλύσῃ τὴν πλανεμένη ἰδέα ὅτι τὸ Σάββατο δὲν ἐπιτρέπεται καμμία ἐργασία. Διδάσκει, ὅτι ἐπιτρέπεται ἡ ἐργασία τοῦ καλοῦ, ἐπιβάλλεται ἡ ἀγαθοεργία. Γιὰ μᾶς δὲν ὑπάρχει Σάββατο, ὑπάρχει Κυριακή. Ἡ Κυρια­κὴ λοιπὸν πρέπει νὰ εἶνε γεμάτη ἀγαθὰ ἔργα ἀπ᾽ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ, κατὰ μίμησιν τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε· «Ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐρ­γάζε­ται, κἀγὼ ἐργάζομαι» (Ἰωάν. 5,17)· μέχρι συν­­τελείας τῶν αἰώνων ἐργάζεται ἡ ἁγία Τριάς, δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα δευτερόλεπτο ἀδρανεί­­ας. Ποιά λοιπὸν εἶνε τὰ ἔργα τῆς Κυρια­κῆς; Πρῶτα – πρῶτα ὁ ἐκκλησιασμός. Δεύτερον ἡ ἀκρόασις τοῦ θείου λόγου. Τρίτον ἡ μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς. Τέταρτον οἱ πνευματικὲς ἐπισκέψεις, ἰδίως σὲ νοσοκομεῖα καὶ ἀ­σθενεῖς, ποὺ περιμένουν ἕνα γλυκὸ λόγο, μιὰ ἀ­κτῖνα παρηγοριᾶς μέσα στὸ σκοτάδι τῆς ζω­ῆς τους. Μ᾽ ἕνα λόγο, ὁ ἁγιασμός. Δυστυχῶς, ἐν ἀντιθέσει μὲ ὅλα αὐτά, ἡ ἡμέρα τῆς Κυρι­ακῆς ἔγινε ἡμέρα ἁμαρτίας. Καμμιά ἄλλη ­μέρα δὲν παρουσιάζει τόσο πλῆθος ἁμαρτημάτων καὶ ἐγκλημάτων ὅσο ἡ Κυριακή.

* * *

⃝ Καὶ γιὰ νὰ τελειώνω, ἀδελφοί μου, προσέξτε τὸ ἑξῆς. Εἶπε ὁ Κύριος στὸν τυφλό· Πήγαινε στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ νὰ πλυθῇς. Ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ποὺ τοῦ δίνει τὴν ἐντολή, ὁ τυφλὸς δὲν γνωρίζει μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμή· δὲν γνωρίζει ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Κύριος. Κάποιος ἄλλος στὴ θέσι του θὰ μποροῦσε νὰ φέρῃ ἀντίρρησι, ὅπως ἔφερε λ.χ. στὴν παλαιὰ διαθήκη ὁ Νεεμὰν ὁ Σύρος. Ἦταν ἔνδοξος στρατηγὸς τῆς Συρίας, ἀλλὰ ἔπασχε ἀπὸ λέπρα, ἀγιάτρευτη τότε ἀρρώστια, καὶ πῆγε στὸν Ἐ­λισαῖο, μαθητὴ τοῦ προφήτου Ἠλία, ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ θαυματουργό. Ὁ Ἐλισαῖος τοῦ λέει· ―Νὰ πᾷς νὰ λουσθῇς στὸν Ἰορδάνη ἑφτὰ φορές. Αὐτὸς θύμωσε καὶ εἶπε· ―Γιατί στὸν Ἰορδάνη; δὲν ἔχουμε στὴν πατρίδα μου καλύτερα ποτάμια; Ὄχι, δὲν πηγαίνω. Ἀλλὰ οἱ ὑπασπισταί του ἐπέμεναν καὶ πῆγε. Κι ὅταν πέρα­σε τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ ἑφτὰ φορές, τότε καθαρίστηκε ἀπὸ τὴ λέπρα (βλ. Δ΄ Βασ. κεφ. 5· Λουκ. 4,27). Ὁ Νεεμὰν λοιπὸν στάθηκε διστακτικός, ὁ τυφλὸς ὅμως ὑπήκουσε. Ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε, Πήγαινε στοῦ Σιλωάμ, καὶ πῆγε ἀμέσως. Τί μᾶς λέει αὐτό; Κάτι ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη ὅλοι μας. Στὴν ἐγωιστικὴ καὶ ἐπαναστατημένη ἐ­πο­χή μας διδάσκει τὸ μάθημα τῆς ὑπακοῆς. Ὁ τυφλός, μὲ τὴν ὑπακοὴ ποὺ ἔδειξε στὸ Χρι­στὸ χωρὶς ἀντιρρήσεις, λέει σὲ ὅλους μας·
Παιδιά, ὑπακούετε στοὺς γονεῖς σας, οἱ νεώ­τεροι στοὺς γεροντοτέρους. Γυναῖκες, ὑπακούετε στοὺς ἄντρες σας· εἶνε λόγος Θεοῦ. Μα­θηταί, ὑπακούετε στοὺς δασκάλους σας. Στρατιῶτες, ὑπακούετε στοὺς ἀξιωματικούς σας. Πολῖτες, ὑπακούετε στοὺς νόμους τοῦ κράτους. Ὑπακούετε. Μέχρι ποιοῦ σημείου; Μέχρι ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει μία ἄλλη ὑπακοή. Ὑπάρχουν ὅρια. Ἐὰν ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα ἢ ὁ σύζυγος ἢ ὁ καθηγητὴς ἢ ὁ ἀξιωματικὸς ἢ ὁ νόμος ἢ τὸ κράτος διατάξουν κάτι ἀντίθετο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε ἰσχύει ὁ θεῖος κανὼν «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἄνθρωπος» (Πράξ. 5,29).

Ποιά γλῶσσα, ποιά φωνή, θὰ συνετίσῃ τὴ γενεά μας; Πρέπει νὰ ἔλθῃ Πνεῦμα ἅγιο, πύρινος ἄγγελος, νὰ μᾶς φωνάξῃ· Ἐὰν ὑπακούετε τὰ παιδιὰ στοὺς γονεῖς, οἱ γυναῖκες στοὺς ἄντρες, οἱ στρατιῶτες στοὺς ἀξιωματικούς, πολὺ περισσότερο ὑπακούετε ὅλοι, καὶ πάλιν ὑπακούετε, καὶ αἰωνίως ὑπακούετε, στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖ­τε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Δημητρίου Ψυρρῆ – Ἀθηνῶν 22-5-1960)