Σελίδες

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Περί υπερηφάνειας και ταπεινοφροσύνης

Κυριακή Τελώνου & Φαρισαίου (Λουκά. 18,10-14)

«Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13)

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡμέρα σημαν­­τι­κή. Ἀρχίζει τὸ Τριῴδιο.
Ἀλλὰ τί εἶνε Τριῴδιο; Ἐὰν ρωτήσουμε αὐ­τοὺς ποὺ δὲν ἔ­χουν σχέσι μὲ τὴν Ἐκκλησία, θὰ μᾶς ποῦν· Τριῴ­διο θὰ πῇ γλέντι, χορός, φαγοπότι, μασκαρέματα, καρναβάλι. Ἡ Ἐκκλησία μας ὅμως λέει· ὄχι, αὐτὸ εἶνε παρανόησις τοῦ Τρι­ῳδίου. Τριῴδιο ἴσον ἡ ἁγιωτέρα περίοδος τοῦ ἔ­τους. Τριῴδιο ἴσον προσευχή,
νηστεία, ἐλε­ημο­σύνη, κάθαρσις ἀπὸ τὰ πάθη, μετάνοια, ἐξ­ομο­λόγησις, ἁγιασμός. Τὸ Τριῴδιο διαρκεῖ 10 βδο­μάδες, 70 μέρες· ἀρχίζει ἀπὸ σήμερα καὶ φθά­νει στὸ Μέγα Σάββατο. Εἶνε περίοδος προ­ετοιμασίας γιὰ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τοῦ Πάσχα.
Τὸ Τριῴδιο μοιάζει μ᾽ ἕνα ἀσανσέρ, πνευμα­τικὸ ἀσανσέρ. Εἶνε μία κλῖμαξ, σκάλα, ποὺ ἀρ­χίζει ἀπὸ τὰ χα­μη­λὰ καὶ φθάνει μέχρι τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ. Εἶνε σὰν τὴ σκάλα ποὺ εἶδε στὸν ὕπνο του ὁ Ἰα­κώβ, πάνω στὴν ὁποία ἀνέβαιναν καὶ κατέβαι­ναν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ κι αὐτὸς εἶπε μὲ δέος· «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾽ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28,17). Σκάλα λοιπόν. Καὶ ὁ ἄγ­γε­λός μας μᾶς λέει· Τί διστάζετε; ἐμπρός, ἀνεβαίνετε τὴν πνευματικὴ κλίμακα τῶν ἀρετῶν!

* * *

Τὸ πρῶτο σκαλοπάτι, ἀγαπητοί μου, σ᾽ αὐτὴ τὴ σκάλα εἶνε ἡ σημερινὴ πρώτη μέρα. Πρῶ­το σκαλοπάτι ποὺ πρέ­πει ν᾽ ἀνεβοῦμε εἶνε μία θεμελιώδης ἀρετή, ἡ ταπεινοφροσύνη.
Τὴν ἀρετὴ αὐτὴ ἐκφράζει, μὲ τὴ γλῶσσα τῶν ἀρ­χαίων προγόνων μας, καὶ τὸ ῥητὸ ποὺ ἦταν γραμμένο στὸ μαντεῖο τῶν Δελφῶν, τὸ «γνῶθι σαυτόν», γνώρισε δηλαδὴ τὸν ἑαυτό σου. Ὁ ἑ­αυτός μας εἶνε τόσο κοντά μας, καὶ ὅμως δὲν τὸν γνωρίζου­με. Πολλὰ ἄλλα γνωρίζουμε σήμερα· ἀ­πὸ τὰ κύτταρα καὶ τὰ μικρόβια τοῦ ὀρ­γανισμοῦ μέ­χρι τὰ ἄστρα καὶ τοὺς γαλαξίες τοῦ οὐρανοῦ. Εἶνε ἐποχὴ γνώσεως. Ἀγνοοῦ­με ὅμως τὸν ἑαυτό μας.
Χιλιάδες καράβια ταξιδεύουν στὰ πελάγη· ὅποιον καπετάνιο νὰ ῥωτήσῃς «Ἀ­πὸ ποῦ ἔρχεσαι καὶ ποῦ πηγαίνεις;», θὰ σοῦ πῇ· «Ξεκινήσα­με ἀπὸ τὸ τάδε λιμάνι καὶ πηγαίνουμε στὸ τάδε». Κανείς δὲ θὰ πῇ «Κουτουροῦ ταξιδεύω». Ἐρω­τῶ λοι­πὸν τώρα κ᾽ ἐγὼ ἐσένα· Ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι καὶ ποῦ πηγαίνεις; Εἶνε τὸ πιὸ σοβαρὸ ἐρώτημα.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε μόνο αὐτὸ ποὺ φαίνε­ται, τὸ ὁρώμενον· εἶνε κυρίως τὸ μὴ ὁρώμενον, τὸ ἀ­όρατο, δηλαδὴ ὁ ψυχικός του κόσμος. Γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὸν ψυχικό μας κόσμο, πρέπει νὰ κάνουμε ἐνδοσκόπησι. Οἱ ἀρχαῖοι τὸ ἔλεγαν «Ἔνδον σκάπτε», σκά­βε μέσα σου. Νε­ώτε­ροι τὸ λένε ψυχολογία τοῦ βάθους. Μὲ τὴν ἐν­δοσκόπησι θὰ βρῇς στὴν ψυχὴ διαμάντια, πολύτι­μα στοιχεῖα, ἔξοχα δῶρα τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶνε ἡ διάνοια, ἡ συνείδησις, μεγάλοι πόθοι ὅ­πως λ.χ. τῆς ἐλευθερίας, ὄνειρα, συλλήψεις, ἐμπνεύσεις. Ἀλλὰ κοντὰ στὰ πολύτιμα θὰ βρῇς καὶ στοιχεῖα εὐτελῆ, ἀθλιότητες, λάσπη, βόρβορο, σαπρία, πάθη καὶ κακίες.
Μία ἀπὸ τὶς κακίες αὐτές, τὴν ὑπερηφάνεια, στιγματίζει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, μὲ σκοπὸ νὰ προβάλῃ ἔτσι πιὸ ζωηρὰ τὴν ἀντίθετη ἀρετή, τὴν ταπείνωσι. Εἰκόνα τῆς ταπεινώσεως εἶ­νε ὁ τελώνης, καὶ εἰκόνα τῆς ὑπερηφανείας εἶνε ὁ φαρισαῖος ποὺ νόμιζε ὅτι ἐπάνω στὸν πλανήτη δὲν ὑπάρχει ἄλ­λος ἀνώτερος ἀπ᾽ αὐ­τόν. Ἂν ψάξουμε, θὰ δοῦμε ὅτι ὅλοι, ἄντρες καὶ γυναῖ­κες, μεγάλοι ἀλλὰ καὶ μικροί, ἔχουμε μέσα μας ὑπερη­φάνεια καὶ ἀλαζονεία. Μιὰ φο­ρὰ στὴν αὐλὴ ἑνὸς σχολείου βρῆκα καμμιὰ δεκα­ριὰ παιδάκια καὶ ρώτησα· Δὲ μοῦ λέτε, ποιό ἀπὸ σᾶς εἶνε τὸ καλύτερο παιδί; Κοιτάζονταν ἀμίλητα. Ἐπανέλαβα τὴν ἐρώτησι, κανέ­να δὲν ἀ­παν­τοῦσε. Ὅλα μέσα τους θεωροῦ­σαν καλύτε­ρο καθένα τὸν ἑαυτό του. Ἂν ὅμως τὰ παιδάκια ἐκεῖνα ἀπὸ ντροπὴ σιωποῦσαν, οἱ μεγάλοι δὲ ντρέπονται νὰ καυχῶνται γιὰ ματαιότητες.
Τί καυχᾶται, ἄνθρωπε; Καυχᾶσαι γιὰ πλούτη, καταθέσεις, κτήρια, κτήματα, ἐργο­στάσια, καράβια;… Ἀνόητος εἶσαι. Αὐτὰ εἶνε φθαρτὰ πράγματα, ποὺ συχνὰ χάνονται. Θυμήσου τί λέει ἡ Ἐκκλησία· «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνα­σαν» (Ψαλμ. 33,11). Ἔχουμε παραδείγματα· ἄνθρω­­ποι ποὺ μποροῦσαν ν᾽ ἀγοράσουν ὅλη τὴν Ἑλ­λάδα, ἦρθε ὥρα ποὺ δὲν εἶχαν ν᾽ ἀγοράσουν ψωμί! Καυχᾶσαι γι᾽ ἀξιώματα, ὅτι κατώρθωσες νὰ γίνῃς δήμαρχος, νομάρχης, ὑπουργός, ἐπί­σκοπος, μητροπολίτης, ἀρχιεπίσκοπος, πατρι­άρχης, στρατηγός, ναύαρχος, πρόεδρος δημο­κρατίας, πρωθυπουργός; Ἡ ἐξουσία εἶνε ἐφή­μερη· εἴδαμε πανίσχυρους δυνάστας, ποὺ τοὺς ὑποδέχονταν μὲ παλλαϊκὲς συγκεντρώσεις, νὰ πέφτουν, νὰ καταλήγουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ μὴν τοὺς θυμᾶται κανένας. Καυχᾶσαι γιὰ τὴν ὑγεία, τὶς σωματικὲς δυνάμεις, τὰ μπράτσα, τὰ πόδια, τὶς ἀθλητικὲς ἐπιδόσεις σου; Οὔτε αὐτὰ εἶνε κάτι τὸ μόνιμο. Πῆγα σ᾽ ἕνα νοσοκο­μεῖο τῶν Ἀθηνῶν καὶ εἶδα ἕνα ἀσθενῆ 25 ἐ­τῶν, πρώην ἀθλητή. Εἶχε παραλύσει τελείως καί, αὐτὸς ποὺ πετοῦσε τὴ μπάλλα στὰ οὐράνια, δὲ μποροῦσε νὰ σηκώσῃ οὔτε τὸ κουτάλι ἀλ­λὰ τὸν τάιζε νοσοκόμος. Μήπως καυχᾶ­σαι γιὰ τὴν ἐπιστήμη; Ἀλλὰ οἱ ἀληθινοὶ ἐπιστήμονες εἶνε ταπεινοί· ὁμολογοῦν ὅτι αὐτὸ ποὺ γνω­ρίζουμε εἶνε μιὰ σταγόνα ἐν συγκρίσει μὲ τὸν ἀπέραντο ὠκεανὸ τῆς γνώσεως. Χίλια χρόνια νὰ ζήσῃ κανείς, οὔτε τὸ ἄλφα δὲν θὰ προλά­βῃ νὰ γνωρίσῃ. Λοιπὸν τί καυχᾶσαι; Ἂν εἶσαι λογικός, πὲς κ᾽ ἐσὺ ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Σωκράτης· «Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα»· ἕνα γνωρίζω, ὅτι δὲν γνωρίζω τίποτα.
Τέλος κάποιος ἄλλος, ὁ φαρισαῖος τῆς σημερινῆς παραβολῆς, λέει· Ἐγὼ δὲν καυχῶμαι οὔτε γιὰ πλούτη οὔτε γιὰ ἀξιώματα οὔτε γιὰ ὑγεία οὔτε γιὰ ἐπιστήμη· καυχῶμαι γιὰ τὴν ἀρετή, ἔχετε ἀντίρρησι; Ἡ ἀρετὴ ἀξίζει πρά­γματι. «Πᾶς γὰρ ὅ τ᾽ ἐπὶ γῆς καὶ ὑπὸ γῆς χρυ­σὸς ἀρετῆς οὐκ ἀντάξιος», εἶπε ὁ Πλάτων (Νόμ. 5,728Α· Μιχ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ διατί σ. 70)· ὅσο ἀξίζει ἕνα δράμι ἀρετῆς, δὲν ἀξίζουν ὅλοι οἱ ὄγκοι χρυσοῦ τοῦ πλανήτου. Ἀλλ᾽ ἐσὺ ποὺ καυχᾶσαι γι᾽ αὐ­τήν, ἐὰν ἐξετάσῃς καλά, θὰ δῇς ὅτι ἡ ἀρετή σου εἶνε πολὺ μικρή, μηδαμινή, μπροστὰ στὸ ὕψος τῆς ἀρετῆς τοῦ Χριστοῦ ποὺ «ἐκάλυψεν οὐρανούς» (Ἀμβ. 3,3· καταβ. Ὑπαπ.). Ἕνας εἶνε ὁ ἀ­λη­θινὰ ἐνάρετος, ὁ ἅγιος. Γι᾽ αὐτὸ στὴ θεία Λειτουρ­γία λέμε «Εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός…» (βλ. Φιλ. 2,11)· ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄλλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ κ᾽ ἔχουμε ἀνάγκη τοῦ ἐλέους του.
Ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία δὲν ἡ μοιχεία ἢ ἡ πορνεία ἢ ἡ βλασφημία ἢ ἡ κλοπὴ ἢ ἡ ἀδικία· εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια. Αὐτὴ εἶνε βδέλυγμα τῷ Θεῷ. Θέλετε ἀπόδειξι; Στὰ οὐράνια ὁ πρῶτος ἄγγελος ἦταν ὁ Ἑωσφόρος. Καὶ ἔπεσε. Γιατί; Δὲν ἔκανε οὔτε μοιχεία οὔτε πορνεία οὔτε κλοπή. Ὕπερηφανεύθηκε· εἶπε μὲ τὸ νοῦ του «Ἐγὼ θὰ ὑψωθῶ πάνω ἀπ᾽ τὰ νέφη καὶ τὰ ἄστρα, θὰ γίνω ὅμοιος μὲ τὸν Ὕψιστο» (βλ. Ἠσ. 14,12-14). Καὶ τότε ἔπεσε σὰν ἀστραπὴ καὶ ἔγινε σατανᾶς (Λουκ. 10,18).
Ὁ αἰώνας μας εἶνε γεμᾶτος ὑπερήφανους φαρισαίους. Μιὰ αἰτία καὶ τῶν πολέμων εἶνε ἡ ἀλαζονεία. Ὑπερηφανεύθηκαν λ.χ. οἱ Γερ­μανοί, καὶ ἔπεσαν. Αὐτοὶ ποὺ χτυποῦσαν τὸ πόδι στὴ γῆ καὶ δὲν καταδέχονταν νὰ κοιτάξουν ἄν­θρωπο, καταν­τοῦσαν νὰ γίνουν ζητιάνοι. Εἶνε νόμος αἰώνι­ος· κάθε ὑπερήφανος θὰ ταπεινω­θῇ, «ὁ ὑ­ψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπει­νῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λουκ. 18,14· βλ. καὶ 14,11).
Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος, ἄντρας ἢ γυναί­κα, ἔχει χάρι. Λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· Ὅ­ταν βλέπω ὑπερήφανο, σὰ νὰ βλέπω διάβολο· ὅταν βλέπω ταπεινό, σὰ νὰ βλέπω ἄγγελο.

* * *

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ὁ τελώνης μᾶς διδά­σκει· ταπεινω­θῆτε κάτω ἀπὸ τὴν κραταιὰν χεῖρα τοῦ Θεοῦ (Α΄ Πέτρ. 5,6). Ταπείνωσις καὶ πάλι ταπείνωσις. Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ τελώνης, «Ὁ Θε­ός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13), νὰ τὸ λέμε πρωί, μεσημέρι, βράδυ, μεσάνυχτα, καὶ πρὸ παντὸς ὅταν μπαίνουμε στὴν ἐκκλησία. Ἐὰν δὲν τὸ πιστεύῃς, μὴν ἔρχεσαι στὴν ἐκ­κλησία· διότι κοντὰ στὶς ἄλλες ἁμαρτίες προσ­­θέτεις καὶ μία χειρότερη, τὴν ὑπερηφάνεια.
Κάποτε ἕνας ἅγιος μὲ διορατικότητα στάθη­κε ἔξω ἀπὸ μιὰ ἐκκλησία καὶ παρατηροῦσε αὐ­τοὺς ποὺ μπαίνουν καὶ βγαίνουν. Εἶδε ὅλων τὶς ψυχὲς νὰ εἶνε μαῦρες. Ἕνας μόνο βγῆκε λευκός, ἔλαμπε. Τὸν πλησιάζει ὁ ἅγιος καὶ τοῦ λέει· ―Πές μου τὴν ἱστορία σου. ―Ἐγὼ ἤμουν λῃστής, εἶπε ἐκεῖνος, σκότωσα ἀνθρώπους· ἀλλ᾽ ὅταν ἄκουσα τὴν καμπάνα θυμήθηκα τὴ γιαγιά μου ποὺ μοῦ ᾽λεγε νὰ πηγαίνω στὴν ἐκ­κλησία. Πίεσα τὸν ἑαυτό μου καὶ μπῆκα. Συν­αισθάνθηκα τὴν ἁμαρτία μου, μετανόησα καὶ εἶπα· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Αὐτός, ἀγαπητοί μου, μαῦρος μπῆκε, ἄσπρος βγῆκε· ἐμεῖς μαῦροι μπαίνουμε, μαῦροι βγαίνουμε! Ἂν ἤμασταν ταπεινοί, θὰ νιώθαμε ὅτι εἴ­μαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ θὰ ζητοῦσαμε νὰ ἐξομο­λογηθοῦμε. Σᾶς παρακαλῶ λοιπόν, τὴν ἅγια περίοδο τῶν 70 αὐτῶν ἡμερῶν, ὅλοι νὰ ἐξομολογηθοῦμε, καὶ ἀπὸ τὴν καρδιά μας μικροὶ καὶ μεγάλοι, λαϊκοὶ καὶ κληρικοὶ νὰ ποῦμε· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς»· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱερός ναὸς Ἁγίας Τριάδος Πτολεμαΐδος 19-2-1989)