Σελίδες

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Τι είναι αμαρτία

TI ΘA MAΣ ΣΩΣH;  
ΑΡΧΙΖΩ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἁπλὸ κήρυγμα ποὺ μὲ ἀξιώνει ὁ Θεὸς νὰ κάνω, μ᾿ ἕνα ἐρώτημα· Τί εἶνε ἁμαρτία; Ἐὰν νιώθαμε τί εἶνε ἁμαρτία, θὰ κτυπούσαμε τὰ ἁμαρτωλά μας στήθη κι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας θὰ ἔβγαινε ἡ φωνὴ τῶν μετανοούντων ἁμαρτωλῶν· «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου» (Λουκ. 15,18,21) καὶ «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13). Ἐὰν μπορούσαμε νὰ νιώσουμε τὴ φρίκη τῆς ἁμαρτίας, τὰ μάτια μας δὲν θὰ ἔπαυαν νὰ κλαῖνε, τὰ χέρια μας
δὲν θὰ ἔπαυαν νὰ κάνουν ἐλεημοσύνες, τὰ γόνατά μας δὲν θὰ ἔπαυαν νὰ κάνουν γονυκλισίες, καὶ θὰ φεύγαμε στὶς σπηλιὲς καὶ στὰ βουνά, γιὰ νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Τί εἶνε ἁμαρτία; Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω. Θὰ ἔπρεπε νὰ βγῇ μέσα ἀπὸ τὴν κόλασι ἕνας ἁμαρτωλός, γιὰ νὰ περιγράψῃ τὴν φρικτὴ κατάστασι ποὺ ζῇ· θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε ἐδῶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ μετανόησαν καὶ ἔκλαυσαν καὶ πόνεσαν στὴ ζωή τους, γιὰ νὰ περιγράψῃ τὸ μυστήριο καὶ τὴν τύφλωσι ποὺ προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία.

1. Γλύκυσμα μὲ στρυχνίνη

Τί εἶνε ἁμαρτία; Ἀπαντᾶ ὁ σατανᾶς· Εἶνε διασκέδασις, εἶνε εὐχαρίστησις, εἶνε ἀπόλαυσις, εἶνε ἡδονή, εἶνε ποικιλία τῆς ζωῆς!…
Τί εἶνε ἁμαρτία; Ἀπαντᾶ τὸ εὐαγγέλιο·

Εἶνε «κεράτιον» (Λουκ. 15,16), ξυλοκέρατον, γλύκυσμα ποὺ ἐπάνω του ὅμως ἔρριξε ὁ διάβολος στρυχνίνη.

Ἡ ἁμαρτία, λέει ἡ πικρὰ πεῖρα, εἶνε φίδι φαρμακερό, ποὺ δαγκώνει καὶ φαρμακώνει. Εἶνε βδέλλα ποὺ ῥουφᾶ τὸ αἷμα τοῦ ἀνθρώπου. Εἶνε Λερναία Ὕδρα. Εἶνε σεισμὸς ποὺ σείει συθέμελα τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξι. Εἶνε καταστροφὴ καὶ ὄλεθρος. Εἶνε ἀγχόνη καὶ συμφορά… Ὅ,τι νὰ ποῦμε, κατώτερο τῆς πραγματικότητος θὰ εἶνε.


2. Παιχνιδάκι – βόμβα

Μὰ τί εἶνε αὐτὴ ἡ ἁμαρτία;
Φαίνεται σὰν ἕνα παιχνιδάκι ποὺ μπορεῖς νὰ παίζῃς.

Στὰ χρόνια τοῦ δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, στὶς κατεχόμενες χῶρες, πετούσανε τὰ γερμανικὰ ἀεροπλάνα μέσα στὶς πολιτεῖες κάτι ὄμορφα παιχνιδάκια γιὰ τὰ παιδιά. Καὶ τὰ παιδιὰ ἀνύποπτα πλησιάζανε τὰ παιχνιδάκια αὐτὰ τὰ γερμανικά, ποὺ μέσα εἶχαν μικρὲς βόμβες, καὶ ἐπειδὴ δὲν γνώριζαν τὸν κίνδυνο ποὺ διατρέχουν, παίζανε μ᾿ αὐτά, ὥσπου ξαφνικὰ ἐκρήγνυντο καὶ τὰ παιδιὰ γίνονταν χίλια κομμάτια.

Ὅπως ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Χίτλερ χρησιμοποιοῦσαν τὰ παιχνιδάκια ὡς μέσα ἀπωλείας καὶ καταστροφῆς, ἔτσι καὶ ὁ διάβολος χρησιμοποιεῖ σὰν παχνιδάκι τὴν ἁμαρτία. Κ᾿ ἐμεῖς σὰν ἀνόητα παιδιὰ πλησιάζουμε καὶ κάνουμε τὴν ἁμαρτία, χωρὶς νὰ συλλογιζώμεθα τὶς ὀλέθριες ἐπιπτώσεις της.


3. Παράβασις

Μά, τί εἶνε ἡ ἁμαρτία;
Ἐμένα ρωτᾶτε; Ἀνοῖξτε τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀνοῖξτε τὴν πρώτη ἐπιστολὴ τοῦ Ἰωάννου, κ᾿ ἐκεῖ θὰ δῆτε, ὅτι «ἡ ἁμαρτία εἶνε ἡ ἀνομία» (Α΄ Ἰωάν. 3,4). Εἶνε δηλαδὴ παράβασις νόμου.

Θὰ σᾶς πῶ ὡρισμένα παραδείγματα, γιὰ νὰ τὸ καταλάβετε.

Ἡ τροχαία χαράσσει στὸ δρόμο μιὰ λευκὴ κορδέλλα, καὶ αὐτὴ εἶνε σωτήριος. Ἡ ἄσπρη αὐτὴ ταινία στὸ δρόμο σημαίνει, ὅτι ὁ σωφὲρ πρέπει νὰ προσέχῃ. Νὰ μὴν κάνῃ προσπέρασι, νὰ μὴν πατήσῃ τὴ διπλῆ γραμμή, γιατὶ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ συγκρουσθῇ μὲ ἄλλο αὐτοκίνητο.

Προσέχουν λοιπὸν οἱ σωφὲρ νὰ μὴν περάσουν τὴ λευκὴ αὐτὴ κορδέλλα ποὺ ὥρισε ἡ ἀστυνομία.

Καὶ στὴ θάλασσα ἔχουμε τέτοια σήματα. Ἐκεῖ βέβαια, στὸ νερὸ τῆς θαλάσσης, δὲν μποροῦν νὰ χαράξουν τέτοια πράγματα. Ἀλλὰ ἔχουν μία νοερὰ γραμμή, ποὺ τὴν γνωρίζουν ὅλοι οἱ καπετάνιοι. Ἡ γραμμὴ αὐτὴ λέγεται γραμμὴ πλεύσεως καὶ εἶνε χαραγμένη σὲ ἕνα χάρτη. Ὁ καπετάνιος κοιτάζει τὴ γραμμὴ αὐτὴ τῆς πλεύσεως καὶ βαδίζει ἐπάνω σ᾿ αὐτήν. Δὲν φεύγει καθόλου, δὲν παρεκκλίνει καθόλου ἀπὸ τὴ γραμμὴ αὐτή, γιατὶ ἂν παρεκκλίνῃ, ὑπάρχει κίνδυνος τὸ καράβι νὰ πέσῃ ἐπάνω σὲ ὑφάλους, σὲ βράχια, καὶ νὰ γίνῃ κομμάτια. Ὅπως συνέβη πρὸ ἐτῶν σὲ κάποιο καράβι ἀπὸ τὴν Κρήτη. Ὁ καπετάνιος ἤτανε μεθυσμένος, ἔχασε τὴ γραμμὴ πλεύσεως, καὶ τὸ καράβι ἔφυγε στὰ βράχια, στὴ Φαλκονέρα, καὶ θρηνήσαμε τόσα θύματα καὶ νεκρούς.

Τί θέλω νὰ πῶ μ᾿ αὐτά; Θέλω νὰ πῶ ὅτι, ὅπως ἡ ἀστυνομία χαράζει τὴν ἄσπρη γραμμὴ στὸ δρόμο, γιὰ τὸ καλὸ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὅπως ὁ καπετάνιος ἔχει τὴ γραμμὴ πλεύσεως, ἔτσι καὶ ὁ καλὸς Θεὸς μᾶς χάραξε μιὰ γραμμὴ καὶ μᾶς λέει·

Ἄλτ! Μὴν περνᾷς τὴ γραμμὴ αὐτή. Κίνδυνος θάνατος. Καὶ ὅπως εἶνε κακούργημα νὰ σβήσῃ κανεὶς ἀπὸ τοὺς δημοσίους δρόμους τὰ ἐπίσημα σήματα τῆς ἀστυνομίας, γιατὶ τότε θὰ γίνͺη μεγάλο κακό, ἔτσι κακουργεῖ ἐναντίον τῆς ἀνθρωπότητος καὶ αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ σβήσῃ τὶς σωτήριες ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Νὰ σβήσῃ τὸ «οὐ κλέψεις», «οὐ φονεύσεις», οὐ πορνεύσεις, «οὐ ψευδομαρτυρήσεις» (Ἔξ. 20,14-16). Ὅλα αὐτὰ τὰ «μὴ» εἶνε σωτήρια καὶ πρέπει νὰ τὰ προσέχῃ καὶ νὰ μὴ τὰ παραβαίνῃ ὁ ἄνθρωπος.

Τὰ σωτήρια «μὴ»

Τὸ πρῶτο βῆμα τῆς ἁμαρτίας, ἡ πρώτη ἀφορμὴ εἶνε τὸ ὑπερήφανο φρόνημα.
Ἡ ἀρχὴ τῆς ἁμαρτίας εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια. Αὐτὸ βλέπουμε στὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου. Τὸ πατρικὸ σπίτι τοῦ νεώτερου γυιοῦ, τὸ παλάτι στὸ ὁποῖο ζοῦσε ὡς πρίγκιπας, τοῦ ἐφάνη στενάχωρο. Ἤθελε νὰ φτειάξͺη τὴ ζωή του μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐπίβλεψι τοῦ οὐρανίου Πατέρα. Ἐνόμιζε ὅτι θὰ γίνῃ εὐτυχής – καὶ αὐτὴ εἶνε ἡ μεγάλη πλάνη τοῦ κόσμου. Νομίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι θὰ γίνῃ εὐτυχής, χωρὶς τὸν Θεό. Ἐστενοχωρεῖτο ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς περιορισμούς. Ἀλλὰ ποιός πατέρας ποὺ ἀγαπͺᾶ τὸ παιδί του, δὲν τὸ περιορίζει; Μόνο γονεῖς ἀδιάφοροι τελείως ἀφήνουν τὰ παιδιά τους ἀνεξέλεγκτα. Ἀλλὰ ὁ πατέρας ὁ φιλόστοργος πονεῖ γιὰ τὸ παιδί του. Ποιά μάνα εἶνε ἐκείνη, ποὺ βλέπει τὸ παιδί της νὰ πλησιάζῃ κοντὰ στὸ μαγκάλι μὲ τ᾿ ἀναμμένα κάρβουνα καὶ δὲν φωνάζει «Παιδί μου, μὴν πιάνεις τὰ κάρβουνα· θὰ καῇς»; Ποιός φίλος εἶνε ἐκεῖνος ποὺ βλέπει τὸν φίλον του νὰ κινδυνεύῃ καὶ δὲν φωνάζει γιὰ νὰ τὸν σώσῃ; Ἔτσι καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας μας φωνάζει. Γι᾿ αὐτὸ ἡ θρησκεία μας ἔχει ἀναμφισβήτητα «μή»· «μὴ κλέψῃς», «μὴ μοιχεύσῃς», «μὴ φονεύσῃς», «μὴ ψευδομαρτυρήσῃς» (Μᾶρκ. 10,19· Λουκ. 18,20). Ἔχει τὰ «μή». Ἀλλ᾿ ἐκεῖνα τὰ «μή» εἶνε σωτήρια. Ἐκεῖνα τὰ «μή» εἶνε οἱ κόκκινες παντιέρες.

Ὅπως ἀκριβῶς ὁ σταθμάρχης σηκώνει κόκκινη σημαία καὶ εἰδοποιεῖ ὅτι εἶνε κίνδυνος – θάνατος νὰ περάσῃς πάνω ἀπὸ τὶς γραμμές, κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ τὸ Εὐαγγέλιο ὑψώνει τέτοια φωτεινὰ σήματα, στὰ ὁποῖα γράφει· Προσοχή, κίνδυνος – θάνατος!

Αὐτὰ τὰ «μή» εἶνε ἐνοχλητικά. Γι᾿ αὐτὸ θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ περάσῃ τὶς γραμμὲς αὐτές, νὰ διασπάσῃ τοὺς χαλινούς, καὶ νὰ γίνῃ δῆθεν ἐλεύθερος καὶ εὐτυχής.

Τὸ πρῶτο, λοιπόν, βῆμα τῆς ἁμαρτίας εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια. Ἔφυγε ὁ νεώτερος γυιὸς λόγῳ ὑπερηφανείας ἀπὸ τὸ πατρικό του σπίτι, γιὰ νὰ ζήσῃ μία ζωὴ ἀνεξέλεγκτη, ἐλεύθερη καὶ ἀσύδοτη.

Ἔφυγε εἰς μακρινὴ χώρα, «καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως» (Λουκ. 15,13).

Τί εἶνε ἡ ἁμαρτία;

4. Ἐπανάστασις κατὰ τοῦ Θεοῦ

Ἡ ἁμαρτία εἶνε ἀνομία. Εἶνε ἀνταρσία καὶ ἐπανάστασις ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.
Μέσα εἰς τὸ σύμπαν, τὸ μόνον ὃν ―ὕστερα ἀπὸ τὸν διάβολο, τὸ ὁποῖο κάνει ἐπανάστασι κατὰ τοῦ Θεοῦ, εἶνε ὁ ἄνθρωπος.

Ὅλο τὸ σύμπαν ποὺ βλέπουμε ὑπακούει στὸν Θεό.

Ἔχει θέσει νόμους ὁ Θεός, τοὺς φυσικοὺς νόμους. Καὶ ὑπακούουν τὰ ἄστρα, ὑπακούει ἡ σελήνη, ὑπακούει ὁ ἥλιος· «ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ. ἔθου σκότος, καὶ ἐγένετο νύξ» (Ψαλμ. 103,19-20). Βαδίζουν ὅλα ἐπάνω στὴ γραμμὴ ποὺ ἔχει χαράξει ὁ Θεός· γι᾿ αὐτὸ παρουσιάζεται ἁρμονία στὸ σύμπαν. Ἐν τούτοις μέσ᾿ στὴν ἁρμονία αὐτὴ τοῦ σύμπαντος μιὰ ἀνωμαλία εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, τὸ σκουλήκι αὐτό, σηκώνει τὸ κεφάλι του καὶ λέγει εἰς τὸν Θεό· Δὲν σὲ ἀκούω, θὰ κάνω ὅ,τι θέλω ἐγώ… Γίνεται ἀντάρτης καὶ ἐπαναστάτης ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.

5. Ἀχαριστία

Ἡ ἁμαρτία ἀκόμα εἶνε ἀχαριστία. Καὶ εἶνε ἀχαριστία ἡ ἁμαρτία, γιατὶ ὁ πιὸ μεγάλος εὐεργέτης, ποὺ μέρα καὶ νύχτα μᾶς εὐεργετεῖ, εἶνε ὁ καλὸς Θεός.
Νὰ μετρήσῃ κανεὶς τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ;

Αὐτὲς οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, ποὺ ἔρχονται ἀπὸ πολὺ μακριὰ κάτω στὴ γῆ καὶ φωτίζουν καὶ θερμαίνουν τὸν κόσμον· αὐτὲς οἱ σταγόνες τοῦ νεροῦ, ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὰ σύννεφα καὶ κάνουν τὸν κάμπο νὰ πρασινίζῃ καὶ τ᾿ ἄνθη νὰ ἀνθίζουν καὶ τὰ δέντρα νὰ καρποφοροῦν· αὐτοὶ οἱ παλμοὶ τῆς καρδιᾶς μας, ὁ σφυγμός μας καὶ ὅλα αὐτά, εἶνε εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ.

«Τί ἀνταποδώσομεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;» (ἐκκλ. ὕμν.· βλ. Ψαλμ. 115,3).

Ἐμεῖς ὅμως, ἀντὶ νὰ ποῦμε εὐχαριστῶ τὸ Θεό, δὲν κάνουμε τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ δεικνύωμεν ἀχαριστίαν ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς ἁμαρτίες τὶς ὁποῖες διαπράττομε.

Τί εἶνε ἁμαρτία; Δὲν σᾶς εἶπα τίποτα. Ἁμαρτία εἶνε κάτι ἄλλο. Τὸ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος·

6. Ἀνασταύρωσις τοῦ Χριστοῦ

Ἡ ἁμαρτία εἶνε ξανασταύρωμα!
Τὸ λέει καθαρὰ ἡ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή. Οἱ Ἑβραῖοι μιὰ φορὰ τὸν σταυρώσανε τὸ Χριστὸ στὸ Γολγοθᾶ· ἀλλὰ ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί, οἱ ὀρθόδοξοι, οἱ βαπτισμένοι εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, σταυρώνομεν καθημερινῶς τὸ Χριστό.

Ἐκεῖνος λ.χ. ποὺ κλέβει, δὲν κάνει τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ βάνῃ καρφιὰ στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ μας. Κ᾿ ἐκεῖνος ὁ ἄλλος, ποὺ πάει στὸ δικαστήριο καὶ ξαπλώνει τὸ βρωμερό του χέρι ἐπάνω στὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὁρκίζεται, κι αὐτὸς δὲν κάνει τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ καρφώνῃ καὶ νὰ ποτίζῃ τὴ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ μας μὲ ὄξος καὶ χολή. Κ᾿ ἐκεῖνος ὁ ἄλλος, ποὺ ἔχει μῖσος μέσ᾿ στὴν καρδιά του, κεντάει σὰν τὸ στρατιώτη μὲ τὴ λόγχη του καὶ πληγώνει τὴν πλευρὰν τοῦ Χριστοῦ. Κ᾿ ἐκεῖνος ὁ ἄλλος, ποὺ τρέχει μέσ᾿ στὰ κέντρα τὰ νυκτερινὰ καὶ διασκεδάζει καὶ ὀργιάζει, δὲν κάνει τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ βάζͺη καρφιὰ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ μας. Κ᾿ ἐκεῖνος ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος φτειάνει ἐκ νέου στεφάνι ἀγκάθινο στὸ κεφάλι τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἁμαρτία, λοιπόν, εἶνε ξανασταύρωμα.

Τοιαύτην τραγικότητα ἐπιτελοῦμεν ἁμαρτάνοντες. Σταυρώνομε ἐκ νέου τὸν Χριστό.

7. Τὸ μεγαλύτερο κακὸ

Κοντὰ σὲ μιὰ συντροφιὰ νέων, ποὺ διασκέδαζε, βρέθηκε κ᾿ ἕνας ἀσπρομάλλης γέρος. Τὴν ὥρα ἐκείνη ποὺ διασκεδάζανε ἔθεσε στοὺς νέους ἕνα πρόβλημα. Τοὺς ρώτησε νὰ τοῦ ποῦν·
―Ποιό εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο κακὸ στὸν κόσμο;

Ὁ ἕνας νέος εἶπε· Τὸ μεγαλύτερο κακὸ στὸν κόσμο εἶνε ἡ φτώχεια. Ὁ ἄλλος εἶπε, ὅτι τὸ μεγαλύτερο κακὸ εἶνε ἡ ἀσθένεια. Ὁ ἄλλος νέος ἀπήντησε, ὅτι τὸ μεγαλύτερο κακὸ στὸν κόσμο εἶνε ἡ πυρκαγιά. Ὁ ἄλλος εἶπε, ὅτι τὸ μεγαλύτερο κακὸ εἶνε τὸ ναυάγιο στὸν ὠκεανό. Ὁ ἄλλος νέος ἀπήντησε, ὅτι τὸ μεγαλύτερο κακὸ εἶνε ὁ σεισμός. Ὁ ἄλλος νέος ἀπήντησε, ὅτι εἶνε ὁ ἐμφύλιος πόλεμος, καὶ ὁ ἄλλος εἶπε ὁ παγκόσμιος πόλεμος.

Καὶ ὁ γέρος, ποὺ καθότανε ἐκεῖ στὴ γωνιὰ καὶ ἄκουγε, εἶπε·

Παιδιά μου, κακὰ εἶνε αὐτὰ ὅλα. Κακὸ εἶνε καὶ ἡ φτώχεια, κακὸ εἶνε καὶ ἡ ἀρρώστια, κακὸ εἶνε καὶ ἡ πυρκαγιά, κακὸ εἶνε καὶ τὸ ναυάγιο στοὺς ὠκεανούς, κακὸ εἶνε καὶ ὁ ἐμφύλιος πόλεμος. Κακὰ εἶνε ὅλα αὐτά· ἀλλὰ τὸ πιὸ μεγάλο κακὸ στὸν κόσμο εἶνε ἡ ἁμαρτία!

Ὤ ἡ ἁμαρτία! οἱ ἁμαρτίες μου, οἱ ἁμαρτίες σας, οἱ ἁμαρτίες μας!

8. Τὸ ἑπτακέφαλο θηρίο τῆς Ἀποκαλύψεως

Ἂν θέλετε νὰ δῆτε κάποια εἰκόνα τῆς ἁμαρτίας, ν᾿ ἀνοίξετε τὴν Ἀποκάλυψι. Ἀνοῖξτε στὸ 12ο κεφάλαιο, κ᾿ ἐκεῖ θὰ δῆτε τὴν φοβερὰν εἰκόνα τῆς ἁμαρτίας.
Πῶς εἶνε ἡ ἁμαρτία, πῶς παρουσιάζεται;

Εἶδε ―γράφει στὴ νῆσο Πάτμο ὁ Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής―, εἶδε μιὰ σπηλιὰ καὶ μέσα ἀπ᾿ αὐτὴν βγῆκε ἕνα φίδι. Φίδι μεγάλο καὶ πελώριο. Ἦταν κόκκινο καὶ τρομερό. Τὸ φίδι αὐτὸ εἶχε ἑπτὰ κεφάλια, εἶχε δέκα κέρατα καὶ πάνω στὰ κεφάλια του εἶχε χρυσᾶ στεφάνια. Καὶ ξάπλωνε στὸν κόσμον ὁλόκληρον.

Ποιό εἶνε αὐτὸ τὸ κόκκινο φίδι, ὁ κόκκινος δράκοντας μὲ τὰ ἑφτὰ κεφάλια καὶ μὲ τὰ χρυσᾶ στεφάνια καὶ τὰ δέκα κέρατα; Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ διδάσκαλοι λέγουν, ὅτι τὸ θεριὸ αὐτὸ εἶνε ἡ ἁμαρτία.

Μία εἶνε ἡ ἁμαρτία. Ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία ἔχει διακλαδώσεις.

Ὅπως τὸ δέντρο ἔχει μιὰ ῥίζα καὶ ἕνα κορμόν, ἀλλὰ διακλαδίζεται εἰς κλάδους καὶ κλαδίσκους καὶ φύλλα, ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρτία διακλαδίζεται εἰς πολλὰς παραλλαγάς.

Ἑπτὰ εἶνε τὰ μεγάλα πλοκάμια, ἑπτὰ εἶνε τὰ κεφάλια τῆς ἁμαρτίας. Ὅπως ἡ Λερναία Ὕδρα τῶν ἀρχαίων προγόνων μας ἦτο ἕνα φίδι μὲ ἑπτὰ κεφάλια, ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρτία παρουσιάζεται καὶ δρͺᾶ μέσα εἰς τὸν κόσμον ὡς Λερναία Ὕδρα, ὡς ἑπτακέφαλον θηρίον τῆς Ἀποκαλύψεως.

Τὸ πρῶτο κεφάλι, τὸ πιὸ μεγάλο καὶ πιὸ τρομερό, ποιό εἶνε;

Ἡ πορνεία; Ὄχι.

Ἡ μοιχεία; Ὄχι.

Ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε! Τὸ νὰ ὑπερηφανεύεται ὁ ἄνθρωπος εἶνε τὸ μεγαλύτερο ἁμάρτημα ἀπὸ ὅλα.

Μετὰ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια ἔρχεται ἡ φιλαργυρία. Τρομερὸν πρᾶγμα ἡ φιλαργυρία. Τὸν Χριστὸ τὸν πούλησαν ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων.

Μετὰ ἀπὸ τὴν φιλαργυρία εἶνε ἡ κενοδοξία, νὰ ζητͺᾶ κανεὶς τὴν δόξα στὸν μάταιον αὐτὸν κόσμον.

Μετὰ ἀπὸ τὴν κενοδοξία εἶνε ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὀργή.

Μετὰ τὸν θυμὸ καὶ τὴν ὀργὴ εἶνε ὁ φθόνος, ποὺ βόσκει μέσ᾿ στὰ στήθη τοῦ ἀνθρώπου.

Μετὰ ἀπὸ τὸ φθόνο εἶνε ἡ λαιμαργία.

Μετὰ τὴ λαιμαργία εἶνε ἡ πορνεία.

Καὶ μετὰ τὴν πορνεία εἶνε ἕνα ἁμάρτημα ποὺ δὲν τὸ σκεπτόμεθα· εἶνε ἡ ἀμέλεια. Ἄ, σοῦ λέει, ἐγὼ εἶμαι ἀπηλλαγμένος, δὲν κάνω τίποτα ἀπ᾿ αὐτά… Εἶσαι ὅμως ἀμελὴς καὶ ὀκνηρός. Καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ μᾶς δικάσῃ μόνο γιὰ τὸ κακὸ ποὺ κάναμε, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκεῖνα τὰ καλὰ ποὺ μπορούσαμε νὰ κάνουμε στὸν κόσμον αὐτὸν καὶ δὲν τὰ κάναμε.

Ἑπτὰ κεφάλια εἶνε. Καθένας πέφτει στὰ δίχτυα μιᾶς ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες αὐτές.

Ἀλλὰ σὲ οἱανδήποτε ἁμαρτία καὶ ἂν πέσῃ κανείς, τὸ ἀποτέλεσμα εἶνε ἕνα. Οἱονδήποτε κεφάλι καὶ ἂν σὲ φάῃ, στὸ διο στομάχι θὰ πᾷς. Γιατὶ λένε μερικοί· Ἄ, ἐγὼ δὲν εἶμαι πόρνος… Ναί, καλά, δὲν εἶσαι πόρνος· ἀλλὰ εἶσαι φιλάργυρος. Κι ἀφοῦ εἶσαι φιλάργυρος, ἕνα ἀπὸ τὰ κεφάλια αὐτοῦ τοῦ μεγάλου φιδιοῦ θὰ σὲ φάῃ καὶ θὰ σὲ πάῃ μέσα εἰς τὸν ᾅδην. Ὁ ἄλλος λέγει· Ἐγὼ δὲν εἶμαι φθονερός… Δὲν εἶσαι φθονερός, ἀλλὰ εἶσαι λαίμαργος! Δὲν εἶσαι λαίμαργος, ἀλλὰ εἶσαι ὑπερήφανος! Δὲν εἶσαι ὑπερήφανος, ἀλλὰ εἶσαι ἀμελής.

Λοιπόν, αὐτὰ εἶνε τὰ ἑπτὰ μεγάλα ἁμαρτήματα.

Μὰ ἐκεῖνα τὰ κέρατα; Λέει, ὅτι τὸ θηρίον αὐτὸ τῆς ἀβύσσου ἔχει δέκα κέρατα. Τί σημαίνουν ἐκεῖνα τὰ δέκα κέρατα;

Τὰ δέκα κέρατα σημαίνουν, ὅτι ὁ σατανᾶς προσπαθεῖ νὰ διαλύσῃ, νὰ κονιορτοποιήσῃ, νὰ καταστρέψῃ τὶς δέκα ἐντολὲς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν Δεκάλογο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὸν συνεπλήρωσε εἰς τὴν Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία.

Κ᾿ ἐκεῖνα τὰ χρυσᾶ στεφάνια τί σημαίνουν;

Ὅτι τὸ κακὸ πρῶτα γινότανε κρυφά. Πάντοτε ὑπῆρχε τὸ κακό· ἀλλὰ τὰ παλιὰ χρόνια οἱ ἄνθρωποι τὸ κάνανε κρυφά. Εχανε κάποια συστολή, εχανε κάποια ντροπή, ντρεπόντανε νὰ μὴν τὸ μάθῃ ὄχι ἡ ἀστυνομία, ὄχι ὁ εἰσαγγελεύς, ἀλλὰ ὁ γείτονάς των. Προσέχανε τότε οἱ ἄνθρωποι. Ὑποκρισία βέβαια ἦταν αὐτό, ἀλλὰ εχανε κάποια συστολή. Στὰ τελευταῖα ὅμως χρόνια τὸ κακὸ θὰ βγῇ ἀπὸ τὴ σπηλιὰ καὶ θὰ πάῃ στὸ δρόμο καὶ στὶς πλατεῖες καὶ παντοῦ, καὶ ἡ γυναίκα θὰ παρουσιασθῇ ξετσίπωτη καὶ ὁ ἄντρας ξετσίπωτος, καὶ θὰ κάνουν πράγματα χωρὶς νὰ ντρέπωνται πλέον. Θὰ φύγῃ ἡ ντροπὴ ἀπὸ τὸν κόσμον. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλ᾿ αὐτοὶ ποὺ θὰ κάνουν τὰ αἰσχρὰ πράγματα θὰ στεφανώνωνται κιόλας, θὰ ἔχουν ἐπαίνους καὶ βραβεῖα ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸ τὸν ἁμαρτωλό.

Αὐτὰ εἶνε τὰ χρυσᾶ στεφάνια. Καὶ βλέπεις τώρα νὰ στεφανώνεται τὸ κακὸ καὶ νὰ πραγματοποιῆται αὐτὴ ἡ προφητεία. Βλέπεις ἕνα διάσημο γύναιο διεφθαρμένο, μιὰ ντιζέζ, νὰ πηγαίνῃ στὰ κέντρα τῶν Ἀθηνῶν. Καὶ ἐκεῖ πᾶνε, παρακαλῶ, καὶ οἱ μεγάλοι τὴ νύχτα. Δὲν ἔχουν ἄλλη δουλειά· πᾶνε αὐτοί ποὺ ἔχουν ἀξιώματα, αὐτοὶ ποὺ ἔχουν λεπτὰ πολλά, καὶ κάθονται μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα καὶ κοιτάζουν μία πόρνη, ποὺ γυμνὴ καὶ μὲ ἀναίδεια βρίσκεται ἀνάμεσά τους καὶ μὲ αὐθάδη καὶ καπηλικὴν καὶ αἰσχρὰν γλῶσσα τραγουδάει καὶ τοὺς μαγεύει, καὶ αὐτοὶ χειροκροτοῦν. Νά, τὰ χρυσᾶ στεφάνια! Καὶ αὐτὸ τὸ ἁμαρτωλὸ γύναιο, ποὺ ἄλλοτε δὲν τολμοῦσε νὰ βγῇ στὸ δρόμο, τώρα ὄχι μόνο ἐμφανίζεται, ἀλλὰ καὶ ἐπευφημεῖται, καὶ εἰσπράττει τὴ νύχτα ἐκείνη πολλὰ χρήματα, ὅσα δὲν εἰσπράττει μιὰ νοσοκόμος ὅλο τὸ χρόνο…

EΠIΣKOΠOY AYΓOYΣTINOY N. KANTIΩTOY      MHTPOΠOΛITOY ΦΛΩPINHΣ 

(Ὁμιλίες περὶ μετανοίας σελ. 19-27)