Σελίδες

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

Συνάντηση με την συνείδηση.... Κυριακὴ ΙΕ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 19,1-10)

Θὰ μιλήσω, ἀγαπητοί μου, ἁπλᾶ γιὰ νὰ μὲ καταλάβετε. Θὰ μιλήσω παραβολικῶς.
Κάπου γινόταν δικαστήριο, κάποιος ἦταν κα­τηγορούμενος. Τὸ ὄνομά του; Εἶ­νε γραμμένο στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο· λεγόταν Ζακχαῖος. Καὶ τὸ παράπτωμά του; Ἦταν κλέφτης, ἔ­κλεβε. Δὲν ἔκλεβε ὅμως ὅπως οἱ συνηθισμένοι κλέφτες. Αὐτοὶ περιμένουν νὰ νυχτώσῃ, καὶ τότε μέσ᾽ στὸ σκοτάδι πᾶνε στὰ σπίτια, κάνουν διαρρήξεις καὶ παίρνουν ὅ,τι ὑ­πάρχει, ἢ πηδοῦν τοὺς φράχτες καὶ ρημάζουν τὰ χωράφια. Αὐτὸς δὲν ἔκλεβε τὴ νύχτα· ἔ­κλεβε τὴν ἡμέρα! Ἀσυνήθιστο αὐτό· νὰ κλέ­βῃ τὴν ἡμέρα καὶ νὰ
μὴν τὸν πιάνῃ κανείς! Περί­εργο δὲν φαίνεται; Κι ὅμως εἶνε ἀληθινό. Ἔ­κλεβε τὴν ἡμέρα. Πῶς; Μὲ τὴ βοήθεια τῶν …νόμων, μὲ τὶς πλάτες τῶν ἀρχόντων, μὲ τὴν ἀνοχὴ τοῦ κράτους. Πῶς συμβαίνει αὐτό; Τὸ εὐαγγέλιο τὸ ὑπονοεῖ. Λέει, ὅτι δὲν ἦταν χωρικός, δὲν ἦ­ταν βοσκός, δὲν ἦταν ἕνας ἐρ­γάτης· ἦταν δημόσιος ὑπάλληλος. Ἦταν ἐντε­ταλμένος ἐπὶ τῆς εἰσπράξεως τῶν δημοσίων φόρων· ἦταν τελώνης, ἀρχιτελώνης. Καὶ τί ἔ­κανε λοιπόν· ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε νὰ εἰσπράξῃ 1.000 δραχμὲς ὡς δημόσιο φόρο, αὐτὸς εἰσέπραττε 1.500. Τὶς 1.000 τὶς ἔδινε στὸ κράτος – στὸ δημόσιο καὶ τὶς 500 τὶς ἔπαιρνε αὐτός. Κλέβοντας ἔτσι τὸ λαὸ ―καὶ χωρὶς κανεὶς νὰ μπορῇ νὰ διαμαρτυρηθῇ, γιατὶ ὅλα γίνονταν ἐν ὀνόματι τοῦ νόμου καὶ ὅλα παρουσιάζον­ταν ὡς κανονικά―, ὁ Ζακχαῖος κατώρθωσε νὰ γίνῃ πλούσιος, πολὺ πλούσιος. Μὲ τὶς κλεψιές. Αὐτὴ ἡ εἴσπραξι, ποὺ γινόταν ἐν ὀνόμα­τι τοῦ δημοσίου, ὑπὸ τὴν προστασία τῶν νόμων, ἦταν πλέον μιὰ «νόμιμη» κλοπὴ καὶ λῃστεία.
Ἔτσι συμβαίνει πάντοτε, ἀγαπητοί μου. Για­τὶ ὑπάρχουν δύο εἰδῶν λῃσταί· ἐκεῖνοι ποὺ εἶ­νε στὰ βουνὰ κ᾽ ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν μέσ᾽ στὴν κοινωνία καὶ κατορθώνουν μὲ ποικίλους τρόπους, μὲ πολλὲς ἀπάτες, ὑπὸ τὴν προστα­σία κακοηθεστάτων νόμων ποὺ ψηφίζουν τὰ κοινοβούλια, νὰ θησαυρίζουν καὶ νὰ πλουτίζουν.

Ὁ Ζακχαῖος λοιπόν, ποὺ εἶχε κλέψει μὲ τὴν ἄ­δικη φορολο­γία, τώρα δικάζεται. Εἶνε στὸ ἑδώ­λιο τοῦ κατηγορουμέ­νου, καὶ τὸ δικαστήριο βγάζει τὴν ἀπόφασι. Τί λέει ἡ ἀ­πόφασι; Δύο πράγματα. Πρῶτον, νὰ μοι­ράσῃ τὴ μισὴ περιουσία του στοὺς φτωχούς. Καὶ δεύτερον, μὲ ὅσα τοῦ μείνουν ν᾽ ἀποζημι­­ώσῃ στὸ τετραπλά­σιο ὅ­ποιον ἀδίκησε· ἔκλεψε 100 δραχμές; νὰ δώσῃ 400· ἔκλεψε 1.000; νὰ δώσῃ 4.000. Δύο ποινές· μοίρασμα τῆς μισῆς περιουσίας καὶ ἐπι­στροφὴ τῶν κλεμμένων στὸ τετραπλάσιο. Λίγα εἶν᾽ αὐτά; Ὅποιος ἀ­κούσῃ τὴν ἀπόφασι τοῦ δικαστηρίου, θὰ παραδεχθῇ ὅτι εἶνε αὐστηρή· πολὺ αὐστηρὰ τὸν ἔκρινε τὸ δικαστήριο.

Καὶ ἐρωτῶ, ἀγαπητοί μου· ποιό εἶνε τὸ δικαστήριο αὐτὸ ποὺ δίκασε τὸν ἀρχιτελώνη Ζακχαῖο; Εἶνε εἰρη­νοδικεῖο, εἶνε κακουργοδικεῖο, κάποιο ἀπὸ τὰ δικαστήρια τῶν ἀν­θρώπων; Προσέξτε. Δὲν εἶνε δικαστήριο ἀπ᾽ αὐ­τά· δὲν εἶνε ἐξωτερικὸ δικαστήριο. Εἶνε ἐ­σωτερικὸ δικαστήριο, δικαστήριο ποὺ δικάζει μυ­στικά. Τὸ Ζακχαῖο δὲν τὸν δίκασε ἀστυνόμος καὶ εἰρηνοδίκης· δίκασε ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του. Ἀκοῦτε; Μεγάλο πρᾶγμα αὐτό. Ξέρετε τί θὰ πῇ, νὰ μὴν περιμένῃς νὰ σὲ δικάσῃ ἄλλος, ἀλλὰ νὰ δικάζῃς ἐσὺ τὸν ἑαυτό σου; Ἂν αὐτὸ τὸ ἔκαναν ὅλοι, ὤ τότε! ἡ γῆ θὰ ἦταν παράδει­σος. Δὲν θὰ εἴχαμε ἀνάγκη ἀπὸ δικαστήρια. Νὰ καθίσῃ κανεὶς τὸν ἑαυτό του κατηγορούμενο καὶ νὰ τὸν δικάσῃ! Ποῦ γίνεται αὐτό;…

Ποιό λοιπὸν εἶνε τὸ δικαστήριο αὐτὸ τὸ ἐ­σωτερικό; Παρακαλῶ προσέξτε, ἔχει μεγάλη σημασία αὐτὸ ποὺ λέμε. Τὸ δικαστήριο αὐτό, ποὺ κι ὅλα τ᾽ ἄλλα δικαστήρια νὰ καταργηθοῦν αὐτὸ θὰ ὑπάρχῃ, εἶνε ἡ συνείδησί μας.

* * *

Μέσα στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός, ὅταν αὐτὸς κάνῃ κακό, ―ἂς μὴν τὸ ξέρῃ οὔ­τε ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του, ἂς μὴ μπορῇ νὰ τὸν ἀνακαλύψῃ ἡ ἀστυνομία, ἂς μὴ τὸν δικάσουν ποτέ―, τὸ δικαστήριο αὐτὸ ἀποφασίζει ὅτι εἶνε ἔνοχος. Περνᾶνε χρόνια, ἀσπρίζουν τὰ μαλλιά, πλησιάζει τὸν τάφο, μὰ ἀκούει μέσα του· Ἔφταιξες!… Ἂς κάθεται στὸ καφενεῖο κι ἂς πίνῃ τὸν καφέ του, ἂς θεωρῆται κύριος, ἂς ἔχῃ σπίτι μὲ ὅλα τὰ κομφόρ. Μιὰ μυστικὴ φωνὴ τοῦ φωνάζει· Κακοῦργε!… Εἶνε ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως. Καὶ φτάνει αὐτὴ ἡ φωνὴ ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Δύο πρά­γματα, εἶπαν, ἀποδεικνύουν ὅτι ὑπάρχει Θεός· ὁ ἔναστρος οὐρανὸς ποὺ εἶνε ἐπάνω ἀπὸ μᾶς καὶ ὁ ἠθικὸς νόμος ποὺ εἶνε μέσα μας.
Ὤ αὐτὴ ἡ φωνή! Τὸν βλέπεις τὸν ἄλλο, κύριος μὲ ὅλα τὰ μέσα στὴ διάθεσί του, ἐπιτυχημένος, μὲ τὰ παιδιά του ἀποκατεστημένα· καὶ ὅμως μέσα του τὸν τρώει σκουλήκι. Καλύ­τερα νὰ σὲ κεντήσῃ σκορπιός, παρὰ νὰ σὲ κεν­τήσουν οἱ τύψεις τῆς συνειδήσεως.

Θυμᾶστε ἀπὸ τὴν ἱερὰ ἱστορία, ὅτι κάποιος ἔκανε ἔγκλημα· ὁ Κάιν, ἀπὸ φθόνο καὶ ζήλεια, σκότωσε τὸν ἀδελφό του Ἄβελ καὶ τὸν ἔθαψε. Ἦταν τὸ πρῶτο αἷμα ποὺ χύθηκε πάνω στὴ γῆ. Κανείς δὲν τὸν εἶδε, κανείς δὲν ἤξερε τίποτα. Ἀλλὰ ξαφνικὰ σεισμὸς μέσ᾽ στὴν καρδιά του· ἄκουσε φωνή· «Κάιν Κάιν, ποῦ εἶνε ὁ Ἄβελ ὁ ἀ­δελφός σου;» (βλ. Γέν. 4,9). Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν μπόρεσε πιὰ νὰ ἡσυχάσῃ· ἔτρεμε ὅπως τρέμουν τὰ φύλλα στὸ δάσος ὅταν φυσάῃ δυνατὸς ἄνεμος· παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ καὶ ἔλεγε· Προτιμότερο νὰ πεθάνω παρὰ ν᾽ ἀκούω κάθε μέρα αὐτὴ τὴ φωνή.

Καὶ κάποιος ἄλλος στὸ Βυζάντιο – στὴν Πόλι, ὁ Κώνστας, λέει ἡ ἱστορία, σκότωσε τὸν ἀ­δελ­φό του τὸν Θεοδόσιο κ᾽ ἔγινε αὐτὸς βασιλιᾶς. Ἀλλ᾽ ἐνῷ τὸν τιμοῦσαν ὅλοι, αὐτὸς τὴ νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, ποὺ ἡσυχάζουν τὰ πάν­τα, δὲν μποροῦσε νὰ κοιμηθῇ. Ἔβλεπε ἕνα ὅ­ραμα· τὴ σκιὰ τοῦ ἀδελφοῦ του νὰ κρατάῃ ἕνα ποτήρι γεμᾶτο αἷμα ποὺ ἄχνιζε καὶ νὰ τοῦ λέῃ· «Ἀδελφέ, πιὲς τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου». Τὸ ἀναφέρει ὁ Ἠλίας Μηνιάτης (βλ. ἐπ. Αὐγ. Καντιώτου, Εἰκόνες καὶ πραγματικότητες τ. Α΄, Ἀθῆναι 19912, σσ. 74-75).

Τρομερὸ πρᾶγμα ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως. Μὴ φοβᾶσαι τὸν ἀστυνόμο καὶ τὸν εἰσαγγελέα· τὴ συνείδησί σου νὰ φοβᾶσαι. Ἡ συνεί­δησι μπορεῖ κάποτε νὰ κοιμᾶται. Μπορεῖ κάποιος νὰ ἔχῃ κάνει ἔγκλημα, νὰ ἔχῃ σκοτώσει ἄνθρωπο, καὶ μετὰ νὰ τρώῃ γιουβέτσι καὶ νὰ διασκεδάζῃ. Κάποτε ὅμως ἡ συνείδησι ξυπνάει· κι ὅταν ξυπνήσῃ, τότε δὲν περιγράφεται τί γίνεται μέσα στὴν ψυχή.

Αὐτὸ ἔγινε καὶ στὸ Ζακχαῖο. Ὅταν ξύπνησε ἡ συνείδησί του, ὅταν βρέθηκε ἀντιμέτωπος μαζί της, τότε εἶδε διαφορετικὰ τὰ πρά­­γματα. Τὰ κλεμμένα λεφτὰ τοῦ φάνηκαν φίδια φαρμακερὰ ἕτοιμα νὰ τὸν δαγκώσουν, καὶ οἱ πέτρες τοῦ μεγάρου του τοῦ φάνηκε πὼς στάζουν αἷμα. Δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσῃ.

Μὰ πῶς ἔγινε αὐτὴ ἡ ἀλλαγή, θὰ πῆτε, πῶς ξύπνησε ἡ συνείδησι; Τὸ λέει τὸ ἀθάνατο Εὐ­αγγέλιο. Ἀπὸ μιὰ ματιὰ ποὺ τοῦ ἔρριξε ὁ Χριστός. Ὑπάρχουν ματιὲς καὶ ματιές. Ὤ ἐκείνη ἡ ματιά! Ὁ Χριστός, περνώντας κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο ὅπου εἶχε σκαρφαλώσει ὁ Ζακχαῖος γιὰ νὰ τὸν δῇ, σήκωσε τὸ βλέμμα καὶ τὸν κοίταξε. Ἔ, ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη πλέον ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἄλλαξε. Κατέβηκε ἀπὸ τὸ δέντρο καὶ ἦρθε στὸ σπίτι μαζὶ μὲ τὸ Χριστό. Ἐκεῖ, προ­τοῦ νὰ μπῇ, στάθηκε καὶ μπροστὰ σὲ ὅλους ἔ­κανε δικαστήριο. Δίκασε τὸν ἑαυτό του καὶ εἶπε· Κύ­ριε, εἶμαι ἁμαρτωλός· ἀδίκησα. Μετανοῶ· δίνω τὴ μισὴ περιουσία μου στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀποζημιώνω τετραπλάσια ὅποιον ἀδίκησα.

* * *

Ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴν ἱστορία κρατῆστε, ἀγαπητοί μου, ἕνα πρᾶγμα· τὸ δικαστήριο.
Τὰ ἐγκλήματα δὲν τιμωροῦνται ὅλα στὸν κόσμο αὐτόν. Ἀπὸ τὰ 1.000 τιμωρεῖται 1 μόνο, τὰ 999 μένουν ἀτιμώρητα. Ὑπάρχουν τὰ λεγό­­με­να «τέλεια» ἐγκλήματα, ποὺ οἱ δρᾶσται μένουν ἀσύλληπτοι. Ὑπάρχουν ἁμαρτωλοὶ ἀ­τιμώ­ρη­τοι· ἄθεοι καὶ ἄπιστοι, βλάσφημοι, ψεύ­δορκοι, παιδιὰ ποὺ σηκώνουν χέρι στὸν πατέ­ρα καὶ τὴ μάνα τους, πόρνοι καὶ μοιχοὶ ποὺ ἀ­τιμάζουν τὴ γυναῖκα τοῦ ἄλλου, κλέφτες ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ τοὺς συλλάβῃ κανένας. Ποιός τοὺς τιμωρεῖ ὅλους αὐτούς; Θὰ μείνουν ἀτιμώρητοι; Ὄχι βεβαίως. Ὁ Θεὸς ἀργεῖ ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ. «Ἔ­στι δίκης ὀφθαλμὸς ὃς τὰ πάνθ᾽ ὁ­ρᾷ», ὑπάρχει ἕνα δίκαιο μάτι ποὺ τὰ βλέπει ὅλα. Ὑπάρχει, ναί, ὑπάρχει τιμωρία. Καὶ ἡ τιμωρία ἢ θὰ ἐπιβληθῇ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως καὶ θὰ εἶνε αἰω­νία, ἢ θὰ ἐπιβληθῇ ἐδῶ καὶ θὰ εἶνε προσωρινή.

Τί συμφέρει; Ὅπως ὁ Ζακχαῖος, ὑ­πακούον­τας στὴ συνείδησι, δίκα­σε τὸν ἑαυτό του, νὰ δικάσουμε κ᾽ ἐμεῖς τὸν ἑ­αυ­τό μας. Ὅπως ἐκεῖνος εἶπε τ᾽ ἁμαρτήματά του ἐμπρὸς στὸ Χριστὸ καὶ ἐπέβαλε τι­μωρία στὸν ἑαυτό του, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς, πρὶν φύγουμε ἀπ᾽ τὸ μάταιο τοῦτο κόσμο, νὰ πᾶμε στὸν πνευ­ματικὸ καὶ νὰ ποῦμε τ᾽ ἁμαρτή­ματά μας. Τότε ὁ Χριστός, ὁ ὠκεανὸς τῆς ἀ­γά­πης καὶ τοῦ ἐ­λέους, ποὺ συγχώρησε τὸ Ζακ­χαῖο τὴν πόρνη τὸ λῃστή, θὰ συχωρέσῃ κ᾽ ἐ­μᾶς. Ἔτσι θά ᾽χουμε ἐλπίδα σωτηρίας ἐν Χριστῷ, τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ὑμνοῦμε καὶ νὰ δοξολογοῦμε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό Μεταμορφώσεως Κυρίου Ἀρδάσσης – Ἑορδαίας 29-1-1978)