Σελίδες

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Η Προσευχή. Κυριακή της Χαναναίας (Ματθ. 15,21-28). Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 29.1.2012

«Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις» (Ματθ. 15,28)
ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἕνα βιβλίο· ἀλλὰ τί βιβλίο! Τὰ ἄλλα βιβλία εἶνε χαλίκια· τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε διαμάντι. Γι᾽ αὐτὸ ἡ θέσι του δὲν εἶνε μόνο στὴν ἐκκλησία ἀλλὰ καὶ στὸ σπίτι. Νὰ μὴν περνάῃ μέρα χωρὶς ἁγία Γραφή. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει, ὅτι ὅ­που εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο φεύγει ὁ διάβολος.

* * *

Τί λέει λοιπὸν σήμερα τὸ εὐαγγέλιο; Μιλάει γιὰ μιὰ
γυναῖκα δυστυχισμένη. Εἶχε κορίτσι ἄρ­ρωστο. Ἄρρωστο; Μακάρι νὰ εἶχε ἀρρώστια. Ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, κάτι ἄλλο χειρότερο. Τὸ κορίτσι της εἶχε δαιμόνιο – Θεέ μου, φύλα­ξέ μας. Ὅ,τι τῆς ὑπαγόρευε ὁ σατανᾶς, αὐτὸ ἐκτελοῦσε. Μπᾶ, θὰ πῆτε, τώρα ποὺ ξύπνησε ὁ κόσμος, ἔρχεσαι σὺ καὶ μιλᾷς γιὰ δαιμόνια; Ὅποιος δὲν πιστεύει ὅτι ὑπάρχουν δαιμόνια, ὅποιος ἀμφιβάλλει, ἂς πάῃ στὴν Κεφαλονιὰ νὰ δῇ δαι­­μονιζομένους. Ὅταν περάσῃ τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Γερασίμου καὶ ὁ σιδερένιος σταυ­ρὸς ποὺ εἶχε ὁ ἅγιος, τότε τὰ δαιμόνια ἀφρίζουν καὶ φωνάζουν· Γεράσιμε, μᾶς ἔκαψες….
Δὲν εἶνε ὅμως μόνο αὐτοὶ δαιμονισμένοι· ὑ­πάρχουν κι ἄλλοι. Ποιοί δηλαδή; Ὅποιος ἔ­χει τὸ κακὸ μέσα του. Ἕνας π.χ. ποὺ μεθάει στὴν ταβέρνα καὶ γυρίζει παραπατών­τας στὸ σπίτι καὶ τὰ κάνει ὅλα γυαλιά – καρφιὰ καὶ δέρνει καὶ ἀπειλεῖ τὴ γυναῖκα του μὲ μαχαίρι, κι ὅ­ταν συνέρχεται λέει «Δὲν θυμᾶμαι, ἐγὼ δὲν ἔκανα τίποτα», αὐτὸς δὲν ἔχει δαιμόνιο; Ὅ­ποιος κάνει τὴν ἁμαρτία, δαιμόνιο ἐνεργεῖ μέσα του. Καὶ τέτοιοι δαιμο­νισμένοι εἶνε πολλοί. Διαβάστε, ἂν θέλετε, τὸ ἔργο τοῦ ῾Ρώσου Ντο­στογιέφσκυ «Οἱ δαιμονισμένοι»· θὰ δῆτε ἐκεῖ πολλοὺς τέτοιους τύπους δαιμονιζομένων.
Ἔβλεπε λοιπὸν τὸ δαιμονισμένο κορίτσι της ἡ μάνα καὶ στενοχωριόταν. Γιατὶ μιὰ φο­ρὰ πο­νάει τὸ παιδί, δέκα φορὲς ἡ μάνα. Ἡ μά­να ἡ καλή· διότι ὑπάρχουν καὶ γυναῖκες κακές.
Τώρα, ἐκεῖ ποὺ φτάσαμε, συχνὰ οἱ γυναῖ­κες εἶνε ἄστοργες. Τὸ μεγάλο ἁμάρτημά τους εἶ­νε οἱ ἐκ­τρώσεις, ποὺ εἶνε φόνος. Γιατροὶ ἐπί­ορκοι σφάζουν τὰ παιδάκια ὅπως ὁ χασάπης τὰ ἀρ­νάκια, καὶ πλουτίζουν. Δὲν συμ­βαίνει αὐτὸ ἀλ­λοῦ· σὲ λίγο αὐτὴ ἡ πατρίδα δὲν θά ᾽χῃ παιδιά, θὰ γίνῃ γηροκομεῖο. Γυναῖκες καὶ κορίτσια ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε, τέτοιο ἁ­μάρτημα μὴν κάνετε στὴ ζωή σας· θὰ κολαστῆτε. Προτιμότερο νὰ γκρε­μίσῃς μιὰ ἐκκλησία παρὰ νὰ χαλάσῃς ἕνα παιδί. Μεγάλο ἔγκλημα οἱ ἐκτρώσεις καὶ γενικῶς ἡ ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας.
Ἡ μάνα ὅμως τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου ἀ­γαποῦσε τὸ παιδί της καὶ ἔκανε τὸ πᾶν γι᾽ αὐ­τό. Ἦταν Χαναναία (Ματθ. 15,22), ὄνομα ποὺ δὲν εἶνε προσωπικὸ ἀλλὰ δείχνει τὴν καταγωγή της. Ὅπως λέμε Ἠπειρώτισσα, ἔτσι αὐτὴ λέγεται Χαναναία, διότι καταγόταν ἀπὸ γειτονι­κὸ λαὸ τῆς γῆς Χαναάν, λαὸ εἰδωλολατρικό. Σὰν εἰ­δωλολάτρις ἡ Χαναναία πίστευε στὰ μά­για καὶ θὰ πῆ­γε καὶ σὲ μάγους, χωρὶς ὅμως ἀ­ποτέλεσμα. Ὁ σατανᾶς δὲ διώχνει σατανᾶ. Τὸ δαιμό­νιο εἶχε ῥιζώσει, δὲν ἦταν εὔκολο νὰ ξερριζωθῇ.
Ἀπελπισμένη ἡ μάνα, ἄκουσε, ὅτι πλησίασε ἐκεῖ ὁ Χριστός. Ἔτρεξε, πέρασε τὰ σύνορα, ἦρθε κοντά του καὶ φώναζε· «Ἐλέησέ με, Κύριε, υἱὲ τοῦ Δαυΐδ· ἡ θυγατέρα μου πολὺ ταλαι­πω­ρεῖ­ται ἀπὸ δαιμόνιο» (ἔ.ἀ.). Ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὅλο εὐσπλαχνία, ἐδῶ δὲ δίνει ἀπάντησι. Αὐτὴ συνεχίζει νὰ φωνάζῃ. Πλησιάζουν οἱ μαθη­ταί. Λυπήσου την, Διδάσκαλε, λένε, κάν᾽ της αὐ­τὸ ποὺ θέλει, νὰ μὴ φωνάζῃ πίσω μας. Κι ὁ Χριστὸς τί ἀπαντᾷ· Δὲν εἶνε σωστὸ ὁ πατέρας, τὸ ψωμὶ ποὺ ἔχει γιὰ τὰ παιδιά του, νὰ τὸ δώσῃ στὰ σκυλάκια (ἔ.ἀ. 15,26). Ποιούς ἐννοεῖ «παιδιά»; Τοὺς Ἰουδαίους, τὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ποιούς ἐννοεῖ «σκυλιά»; Τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ ζοῦ­σαν σὰν τὰ ζῷα κι ἁμάρταναν ἀδιάν­τροπα σὰν τὰ σκυλιὰ στὸ δρόμο. Δὲν δίνω, λέει, τὸ ψωμί μου στὰ σκυλιά· τὸ ἔχω γιὰ τὰ παιδιά μου.
Τότε ἡ γυναίκα τί ἔκανε; Ἂν ἦταν ἄλ­λη; θὰ ἄνοιγε τὸ στόμα καὶ θά ᾽λεγε λόγια ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ ἐκεῖνος, γιὰ λόγους παιδαγωγικούς, ὑψηλούς, τὴν δοκίμαζε. Λοιπὸν αὐ­τὴ δὲν εἶπε τέτοια λό­για. Ἀλλὰ τί εἶπε; Ἀγράμ­­ματη, ἀλλὰ θεοφώτιστη, εἶπε· Χριστέ, ναί, παιδί σου δὲν εἶμαι, εἰδωλολάτρισσα εἶμαι, στὸ σκοτάδι ζῶ. Εἶμαι ἕνα σκυλάκι. Ἀλλ᾽ ὅπως τὸ σκυλάκι περιμένει κάτω ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ ἀφεντικοῦ νὰ φάῃ τὰ ψίχουλα ποὺ θὰ πέσουν, ἔτσι κ᾽ ἐγώ. Δῶσ᾽ μου ἕνα ψίχουλο, δὲν ζητῶ ψωμὶ ὁλόκληρο, καὶ μοῦ φτάνει αὐτό.
Ποιός ἀπὸ τοὺς παρόντας περίμενε τέτοια ἀπάντησι; Μόνο ὁ καρδιογνώστης Κύριος. Καὶ μόλις τὴν ἄκουσε λέει· «Ὦ γυναίκα, μεγάλη ἡ πίστι σου! νὰ γίνῃ ὅ,τι θέλεις» (ἔ.ἀ. 15,28). Κι ἀ­μέσως τὸ δαιμόνιο ἔφυγε ἀπὸ τὸ κορίτσι.

* * *

Αὐτά, ἀγαπητοί μου, λέει τὸ εὐαγγέλιο. Θέλω νὰ κρατήσετε ἕνα πρᾶγμα. Ὅτι τὸ μεγάλο ὅπλο τοῦ Χριστιανοῦ, εἶνε ἡ προσευχή, κι ὅτι ἡ προσευχὴ κάνει θαύματα. Ποιά προσευχὴ ὅμως εἰσακούεται; Ἡ προσευχὴ ποὺ ἔχει τὰ γνωρίσματα τῆς προσευχῆς τῆς Χαναναίας.
⃝ Ἡ Χαναναία τί ἔλεγε; τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ποὺ ψάλλουμε κ᾽ ἐμεῖς. Πῶς τὸ λέμε ὅμως ἐ­μεῖς; Χωρὶς νὰ τὸ αἰσθάνεται ἡ καρδιά μας. Ἂν πᾶτε στὴ ῾Ρωσία, στὶς ἐκκλησίες λατρεύουν μὲ συναίσθησι. Ἦρθε κάποιος, ποὺ πῆγε ἐκεῖ, καὶ μοῦ εἶπε· Τί νὰ σοῦ πῶ, πάτερ, ὁ ῾Ρωσικὸς λαὸς πιστεύει· ἐνῷ ἐμεῖς χασμουριώμα­στε, αὐτοὶ λένε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» καὶ κλαῖ­νε. «Κύριε ἐλέησον», εἶπε ἡ Χαναναία, ἀλ­λὰ μὲ πίστι. Πίστευε, ὅτι μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ κάνῃ καλὰ τὸ παιδί. Καὶ ἔτσι ἔγινε τὸ θαῦμα.
⃝ Ἄλλο γνώρισμα. Ἡ Χαναναία ἔλεγε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μὲ ἐπιμονή. Ὄχι μιὰ φορὰ ἀλλὰ πολλές. Ὄχι σὰν μερικὰ ἀλητόπαι­δα, ποὺ χτυ­πᾶ­νε τὰ κουδούνια τῶν σπιτιῶν μιὰ φορὰ καὶ μετὰ φεύγουν γιατὶ φοβοῦνται μήπως κατεβῇ ὁ νοικοκύρης καὶ τὰ κυνηγή­σῃ, ἀλλὰ μὲ ἐπιμο­νή. Ὅταν θέλῃς πολὺ νὰ συναντήσῃς ἢ νὰ μιλή­σῃς μὲ κάποιον, χτυπᾷς συνεχῶς τὸ κουδούνι ἢ τὸ τηλέφωνό του, μέχρι ν᾽ ἀπαντήσῃ. Ἔτσι καὶ ἡ Χαναναία· πῆρε τηλέφωνο καὶ χτυποῦσε ἀδι­άκοπα. Τηλέφωνο καὶ κουδούνι εἶνε ἡ προσ­ευ­χή, μία ποθητὴ συνδιάλεξι μὲ τὸ Θεό, καὶ γιὰ νὰ τὴν ἐπιτύχουμε χρειάζεται ἐπιμονή, ὄχι ἀ­πογο­ήτευσι. Τότε θὰ λάβουμε ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦμε.
⃝ Μὲ πίστι λοιπὸν ἡ προσευχή, μὲ ἐπιμονὴ ἡ προσευχή, καὶ ―τὸ ἀκόμη πιὸ σπουδαῖο― μὲ ταπείνωσι. Εἴδατε τὴ Χαναναία; Σκυλάκι τὴν εἶ­πε ὁ Χριστός, κι αὐτὴ λέει· Ναί, Κύριε, σκυλάκι εἶμαι, δὲν ἀξίζει νὰ λέγωμαι ἄνθρωπος. Ποιός σήμερα ἔχει τέτοιο ταπεινὸ φρόνημα; Ἂν ψάξῃς, δὲ βρίσκεις ταπεινὸ Χριστιανό. Πο­λὺ σπάνια. Πενήντα χρόνια κηρύττω, βουνὰ καὶ λαγκάδια περπάτησα, χωριὰ καὶ πολιτεῖες πέρασα, στὴν ἐπαρχία καὶ στὴν πρωτεύουσα. Τί ὑπερηφάνεια ὑπάρχει σὲ γυναῖκες καὶ ἄν­τρες! Ἐγώ, σοῦ λέει, εἶμαι ὁ καλύτερος χριστι­ανός!…
Ἔ, ἅμα μοῦ λὲς ὅτι εἶσαι ὁ καλύτερος χριστιανός, εἶσαι γιὰ τὴν κόλασι. Κάποτε περι­οδεύοντας ἔφθασα σ᾽ ἕ­να χωριὸ πέρα ἀπὸ τὸ Κιλκίς. Καθὼς πλησίαζα βλέπω κάποιον καὶ τὸν χαιρετῶ· ―Καλησπέρα, συναμαρτωλέ. ―Τί εἶπες; μοῦ λέει· ἐ­σεῖς οἱ πα­πᾶδες εἶστε ἁμαρτωλοί, ἐγὼ εἶμαι ὁ καλύτερος ἄνθρωπος… Πα­ρὰ λίγο νὰ μὲ σκοτώσῃ στὸ δρόμο. Τὸν σημάδε­ψα καὶ ρώτησα στὸ χωριὸ. Τί ἔμαθα· ἦταν ὁ χειρότερος· κλέφτης καὶ ἀπατεώνας, δὲν εἶ­χε ἀφήσει κοττέτσι· κι ὅμως θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του τὸν καλύτερο. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἁμαρτία μας. Πότε θὰ εἶ­σαι Χριστιανός· ὅταν θὰ λές, Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λέγωμαι οὔτε Χριστιανὸς οὔτε ἄνθρωπος. Γέμισε ὁ κόσμος ὑπερηφάνεια, ποὺ εἶνε τὸ χειρότερο ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, κι ἀ­πὸ τὴν πορνεία καὶ τὴ μοιχεία καὶ κάθε ἄλ­λο. Ταπεινὸς νὰ εἶσαι, σὰν τὴ Χαναναία. Τότε ἔρ­χεται τὸ ἔλεος. Τὴν ἄλλη Κυριακὴ εἶνε τοῦ Τε­λώνου καὶ Φαρισαίου· θὰ δοῦμε ὅτι ὁ ἁμαρτωλὸς τελώνης δικαιώθηκε μὲ τὴν ταπείνωσί του. Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἔφτασε μέχρι τὰ οὐράνια, τί λέει· ὅτι «Ὁ Χριστὸς ἦρ­θε στὸν κόσμο νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ πρῶτος εἶμαι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15).
Ἂς ἔχουμε τὴ συναίσθησι καὶ ἂς ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ἀδέρφια μου, ―μὴ σᾶς πικράνω― δὲ βλέπω καλὰ τὰ χρόνια· τὰ σημάδια δὲν εἶνε καλά. Ἔρχονται μεγάλα κα­κὰ στὸν κόσμο. Τέτοιοι ποὺ εἴμαστε (βλάστημοι, ἄδικοι, ἀχάριστοι, πόρνοι, μοιχοί, μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό), πρέπει νὰ φουσκώσουν τὰ ποτά­μια καὶ ἡ θάλασσα νὰ μᾶς πνίξουν, νὰ πέσουν τὰ ἄστρα νὰ μᾶς κάψουν, νὰ σειστῇ ἡ γῆ καὶ νὰ μᾶς καταπιῇ. Ὁλόκληρη ἡ βουλή, δεξιοὶ καὶ ἀριστεροί, ὅλοι σύμφωνοι, ψηφίζουν νόμους ἀντιχριστιανικούς, ὅπως εἶνε τὸ αὐ­τό­ματο διαζύγιο, γιὰ νὰ διαλυθῇ ἡ οἰκογένεια.

Ἂν δὲν πίστευα, θὰ ἔσπαζα τὴν ἀρχιερατι­κὴ ῥάβδο ποὺ κρατῶ καὶ θὰ προτιμοῦσα νὰ γί­νω λοῦστρος γιὰ νὰ ζήσω. Πιστεύω στὸ Θεὸ καὶ στὸ Εὐ­αγγέλιο, καὶ σᾶς μιλάω μὲ πόνο γιὰ τὴν πατρί­δα μας. Μείνετε πιστοὶ στὶς ἱερὲς παραδόσεις, καὶ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάν­των τῶν ἁγίων θά ᾽νε πάντα μαζί σας.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου Φλαμπούρου – Φλωρίνης 8-2-1976)