Σελίδες

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

Οι κεκοιμένοι ζουν. Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 9 Οκρωβρίου 2011

Μια πονεμένη χήρα οδηγεί στον τάφο το μονάκριβο παιδί της. Θέαμα τραγικό. Ό Κύριος τη συμπονεί: «Μή κλαίε», της λέει με στοργή. Έπειτα στρέφεται προς το νεκρό παιδί και με τόνο προστακτικό λέει: «Νεανίσκε, σοι λέγω, έγέρθητι». Νέε, σε σένα μιλάω, σήκω επάνω! Αμέσως ό νεκρός νέος ανασηκώνεται και αρχίζει να μιλάει. Όλοι γύρω σαστίζουν. Τα δάκρυα της λύπης γίνονται τώρα δάκρυα χαράς...

Αυτό το εκπληκτικό θαύμα του Κυρίου μας δίνει την αφορμή να εξετάσουμε τί γί­νεται ό άνθρωπος όταν πεθαίνει και ποιά σχέση μπορούμε να έχουμε μαζί του.

1. ΟΙ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΙ ΖΟΥΝ

Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλη­σίας μας ό άνθρωπος δεν εκμηδενίζεται με τον θάνατο, όπως νομίζουν οι υλιστές.

Αυτό πού συμβαίνει με τον θάνατο είναι ό χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Και το μεν σώμα νεκρώνεται και διαλύεται μέσα στον τάφο, ή ψυχή όμως ζει και περιμένει την ανάσταση των νεκρών· την ήμερα δη­λαδή της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρί­ου. Τότε το σώμα θα αναστηθεί μεταμορ­φωμένο και ανακαινισμένο για να ενωθεί πάλι με την αθάνατη ψυχή και να ζήσει ό άνθρωπος αιωνίως. Και όσοι έφυγαν μετανοημένοι θα αναστηθούν για να απο­λαύσουν αιωνία και μακάρια ζωή, εκείνοι όμως πού έζησαν θεληματικά στην κακία και την αμαρτία και έφυγαν αμετανόητοι, θα αναστηθούν για να δικασθούν και να κατακριθούν.

Επομένως οι νεκροί δεν έχουν χαθεί. Ζουν! Ζουν μέσα στην παρουσία του Θε­ού και προσδοκούν και αυτοί «άνάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος», όπως διακηρύττουμε στο Σύμβολο της Πί­στεως. Και σ' αυτήν ακριβώς τη ζωή του μέλλοντος αιώνος ελπίζουμε και περιμέ­νουμε να συναντήσουμε και πάλι τούς προσφιλείς μας κεκοιμημένους.

Ναι, οι κεκοιμημένοι ζουν! Ποιά μπορεί όμως να είναι τώρα ή σχέση μας μαζί τους; Άραγε μάς ακούν; Μας βλέπουν; Μπο­ρούμε να τούς αισθανόμαστε κοντά μας;

2. Η ΣΧΕΣH MAΣ ΜΕ TOYΣ KΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟYΣ

Οι άνθρωποι πού φεύγουν από τον κό­σμο αυτό ζουν, είπαμε, μέσα στην παρου­σία του Θεού, πράγμα το όποιο στους μεν δικαίους δίνει άπειρη χαρά, στους δε αμε­τανόητους προξενεί ντροπή, φρίκη και πό­νο. Κι επειδή ακριβώς ό Θεός είναι παν­ταχού παρών, δίνει τη δυνατότητα στις ψυχές πού είναι κοντά του να βρίσκονται σε επικοινωνία μαζί μας, να πληροφο­ρούνται τη ζωή μας, τις δυσκολίες και τον αγώνα μας. Μη μάς κάνει εντύπωση αυτό. Αν ό κολασμένος πλούσιος, όπως τον περιέγραψε ό Κύριος στη γνωστή Πα­ραβολή (Λουκ. ις' 19-31), ενδιαφερόταν για τα αδέλφια του και ζητούσε από τον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο για να τα παρακινήσει σε μετάνοια, πολύ περισσό­τερο οι δίκαιοι και οι Άγιοι ενδιαφέρονται και προσεύχονται για τη δική μας σωτηρία.

Παράλληλα και εμείς προσευχόμαστε γι' αυτούς. Τελούμε Μνημόσυνα, προσ­φέρουμε ελεημοσύνες για την ανάπαυ­ση της ψυχής τους και είμαστε βέβαιοι ότι παίρνουν μεγάλη ωφέλεια από τη μνημό­νευση τους. Και το σπουδαιότερο: Κάθε φορά πού τελούμε θεία Λειτουργία, ό Κύ­ριος τούς φέρνει κοντά μας. Μνημονεύ­ονται ιδιαιτέρως στην άγια Πρόθεση, κι εκεί, στο άγιο Δισκάριο ενωνόμαστε μαζί τους, αφού γύρω από τον Αμνό του Θεού συγκεντρώνεται όλη ή Εκκλησία, στρα­τευόμενη και θριαμβεύουσα, επίγεια και ουράνια. Κοντά στην Παναγία, τούς Αγγέ­λους και τούς Άγιους βρισκόμαστε όλοι οι πιστοί, ζώντες και κεκοιμημένοι, ενωμένοι σε ένα σώμα: το σώμα του Χριστού!

«Νεανίσκε, σοι λέγω, έγέρθητι»!

Ό παντοδύναμος λόγος του Κυρίου πού ανέστησε το νεκρό γιό της χήρας της Ναίν αντηχεί σε κάθε χρόνο και εποχή και διαλαλεί το μήνυμα ότι πλέον ό θάνα­τος έχει νικηθεί. Μέσα στην Εκκλησία δεν υπάρχουν νεκροί. Όλοι είμαστε ζωντανοί. Άλλοι στη γη κι άλλοι στον ουρανό, στη Βασιλεία του Θεού.

Άς μη λυπόμαστε λοιπόν υπερβολικά για τούς αγαπημένους μας κεκοιμημένους. Να μάς παρηγορεί ή βεβαιότητα ότι ζουν και βρίσκονται κοντά στον Κύριο. Να προσευχόμαστε γι' αυτούς και να αγωνι­ζόμαστε να ζούμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, ώστε κάποτε να τούς συναντή­σουμε στη Βασιλεία του, για να ζήσουμε μαζί τους καινή και αναστημένη ζωή. ■

(Γ' Λουκά)