Σελίδες

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

Αγάπη Πλατειά. Κυριακὴ Β΄ Λουκᾶ (Λουκ. 6,31-36)

«…Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν…» (Λουκ. 6,35)
KYRIOS 8017Ιατρός ψυχῶν καὶ σωμάτων, μοναδικὸς ἰατρός, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἰατρεῖο του εἶ­νε ἡ Ἐκκλησία.
«Τίς ὀδυνώμενος καὶ προσπίπτων τῷ ἰατρείῳ τούτῳ οὐ θεραπεύ­εται;», ψάλλει ὁ ὑμνῳδός (Παρακλ. ἦχ. δ΄, Κυρ. ἑσπ.). Νοσοκόμοι καὶ ὑπηρέται στὸ ἰατρεῖο αὐτὸ εἶνε οἱ κληρικοί. Καὶ φάρμα­κα δοκιμασμένα εἶνε ἡ πίστις, ἡ μετάνοια, τὰ ἅγια μυστήρια, τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου.


Ὁ Χριστὸς θεραπεύει κάθε ἀσθένεια. Ἐ­μεῖς βέβαια δίνουμε μεγάλη σημασία στὶς σω­­ματικὲς ἀσθένειες, ὅπως λ.χ. στὸν καρκίνο ποὺ μαστίζει τὸν κόσμο καὶ μᾶς τρομοκρατεῖ. Ὑ­πάρχει ὅμως ἕνας ἄλλος χειρότερος καρκίνος. Ποιός εἶνε; Εἶνε τὸ μῖ­σος, ἡ ἔχθρα, ἡ ἐκδίκησις. Τὸ φάρμακο γιὰ τὸ κακὸ αὐτὸ μᾶς δίνει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.


* * *

Ἡ ἔχθρα, ποὺ αἰσθάνεται κάποιος γιὰ ἕνα συνάνθρωπό του, εἶνε θανάσιμος ἁμαρτία. Αὐ­τὴ ὥπλισε τὸ χέρι τοῦ Κάϊν ἐναντίον τοῦ Ἄβελ. Καὶ αὐτὴ ἔκτοτε μέχρι σήμερα ὁπλίζει τὰ χέρια γιὰ ἐγκλήματα καὶ πολέμους, τοπικοὺς καὶ παγκοσμίους, μέχρι καὶ τὸν Ἁρμαγεδῶνα (Ἀπ. 16,16). Ἰδού ἡ αἰτία τῶν πολέμων· τὸ μῖσος λα­ῶν κατὰ λαῶν, ἐθνῶν κατὰ ἐθνῶν, ἀνθρώπων κατὰ ἀν­θρώπων, ἰδεολογιῶν κατὰ ἰδεολογι­ῶν, συστημάτων κατὰ συστημάτων.
Ὑπάρχει φάρμακο; Ἴσως πῇ κανείς· Νά οἱ συνασπισμοὶ τῶν ἐθνῶν (Ο.Η.Ε. κ.τ.λ.). Ἀλλ’ αὐτὰ εἶνε «χάπια» καὶ «ἔμπλαστρα», ἀνίκανα ν’ ἀγγίξουν τὴν ψυχή. Μὲ ἀν­θρώπινες συντα­γὲς δὲν θεραπεύεται ὁ ἀσθενής. Ἔχουμε ἀνάγ­κη ἀπὸ τὸ θεῖο φάρμακο, ποὺ φαίνεται μὲν δυσ­άρεστο εἶνε ὅμως ἀποτελεσματικό· συνήθως τὰ πικρὰ φάρμακα εἶνε τὰ ὠφέλιμα. Τέτοιο λοιπὸν φάρμακο προσφέρει σήμερα ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὰ λόγια «Πλὴν ἀ­γαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν» (Λουκ. 6,35).
Αὐτὸ τὸ «πλὴν» σημαίνει τὸ ἑξῆς. Δὲν ξέρω, λέει ὁ Κύριος, τί λένε οἱ ἄλλοι (φιλόσοφοι, θρησκεύματα, ἰ­δε­ολογί­ες). Ἐγὼ ἔρχομαι ἀπὸ ἕνα κόσμο ποὺ βρίσκεται ὑπεράνω ὅλων. Ἀπὸ ᾽κεῖ κατεβάζω ἐδῶ στὴ γῆ μιὰ ἀγάπη ὑψηλή, θεία, ἐ­σταυρωμένη, τῆς ὁποίας τὴν ἔννοια δὲν ἐ­γνώ­ριζε προηγουμένως ἡ ἀνθρωπότης. Ἐν ἀν­τιθέσει λοιπὸν πρὸς ὅλους αὐτούς, ποὺ περιορίζουν τὴν ἀγάπη, ἐγὼ ἐντείνω τὸ τόξο τῆς οὐρανίας διδασκαλίας καὶ ἐξαποστέλλω τὸ βέλος τῆς σωτηρίας καὶ λέω· «Πλὴν ἀγα­πᾶ­τε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν». Μπρὸς γενναῖοι, προχωρῆστε! Μὴν ἀγαπᾷς μόνο τὴ γυναῖκα καὶ τὸ παιδί σου, τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους, ἕ­να μικρὸ κύκλο ἀνθρώπων· σπάσε τὸ φραγμὸ τοῦ μίσους, διάρρηξε τὸν κλοιὸ τῆς ἀ­πεχθείας, γίνε ἄγγελος φτερωτός, συμπερίλαβε στὸν κύκλο τῆς ἀγάπης σου ὅλο τὸν κόσμο, κι αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς ἐχθρούς σου.
Ἄχ, Κύριε ―ἀκούεται ἀντίρρησις―, αὐτὸ εἶ­νε δύσκολο. Δὲν εἶμαι ἅ­γιος, δὲν εἶμαι ἄγ­γελος· εἶμαι ἄνθρωπος. Μὲ πονάει ἡ ἀδικία. Ἀ­δύνατον, φωνάζει ὁ φτω­χὸς ποὺ τὸν ποδοπα­τεῖ ὁ μινώταυρος τοῦ πλούτου, ἡ πτέρνα τῆς κεφαλαιοκρατίας. Ἀδύνατον, φωνάζει ὁ ἐρ­γάτης, ποὺ τὸν συνθλίβει ὁ ἐργοστασιάρ­χης. Ἀ­δύνατον, φωνάζει ὁ πατέρας, ν’ ἀγαπή­σω τὸ φονιᾶ τοῦ παιδιοῦ μου. Ἀ­δύνατον, λένε ἡ χήρα καὶ τὰ ὀρφανά, ν’ ἀ­γαπήσουμε τὸ δολοφόνο τοῦ προστάτη μας. Κύριε, μᾶς βάζεις φορτίο μεγάλο. Πές μας ὁ­,τιδήποτε ἄλλο, νὰ τὸ κάνουμε… Ὁ Κύριος ὅμως, παρ’ ὅλα αὐτά, ἐξ­ακολουθεῖ νὰ φωνάζῃ διὰ μέσου τῶν αἰώνων· «Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν»!
Δυστυχής, ἀγαπητοί μου, ὅποιος τρέφει στὴν καρ­διά του μῖσος – ἔχθρα. Ὅλοι ἡσυχάζουν, αὐτὸς δὲν κοιμᾶται. Σκέπτεται τὴν ἐκ­δίκησι. Εἶνε αὐτὸ πάθος ἀβυσσαλέο· οὔτε Δάν­της οὔτε Σαίξπηρ μποροῦν νὰ τὸ περιγράψουν. Αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸ μῖσος μοιάζει μὲ τὴν καμή­λα, ποὺ ἂν κάποιος τὴν κεντήσῃ δὲν τὸ λησμονεῖ· καὶ μετὰ ἀπὸ χρόνια μπορεῖ νὰ τὸν ἐκδικηθῇ. Ὁ παπᾶς ἑνὸς χωριοῦ μοῦ ἔλεγε, ὅ­τι πάλεψε νὰ πείσῃ ἕνα γέροντα 85 ἐτῶν νὰ ἐξομολογηθῇ· αὐτὸς εἶχε μῖσος ἄσπον­δο μ’ ἕ­να γείτονά του, δὲ δεχόταν νὰ τὸν συγχω­ρή­σῃ· καὶ δυστυχῶς πέθανε ἀμετανόητος. Κάπο­τε στὸν Ἀτλαντικὸ ὠκεανὸ ταξίδευε ἕ­να καράβι. Ἔπεσε σὲ τρικυμία κι ἀπὸ ὥρα σὲ ὥ­ρα θὰ βυθιζόταν. Μεταξὺ τῶν ἐπιβατῶν ἦ­ταν καὶ δύο θανάσιμοι ἐχθροί, ὁ ἕνας στὴν πλώρη κι ὁ ἄλλος στὴν πρύμη. Καὶ ὁ ἕνας ἀπ’ αὐ­τοὺς τί ἔκανε· ἀνέβηκε πάνω στὸ κατάρτι – γιατί νομίζετε; Ἤθελε, προτοῦ νὰ πνιγῇ, νὰ δῇ νὰ πνίγεται ὁ ἐχθρός του! Τέτοιο πάθος.
«Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν», λέει ὁ Χριστός. Καὶ ὄχι μόνο μὲ λόγια ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του μᾶς διδάσκει ν’ ἀγαποῦ­με. Ποιός ἄλλος, ἀγαπητοί μου, ἀδικήθηκε περισ­σότερο ἀπὸ τὸ Χριστό; Ἐμεῖς, καὶ ἂν κάτι παθαίνουμε, νὰ λέμε σὰν τὸ λῃστή· «Ἄξια ὧν ἐ­πράξαμεν ἀπολαμβάνομεν» (Λουκ. 23,41). Ἀλλὰ ἐκεῖ­νος ὑπῆρξε ὁ ἀναμάρτητος· ὄχι μόνο δὲν ἔκα­νε ποτέ κακὸ σὲ κανένα, ἀλλὰ καὶ «διῆλ­θεν εὐεργε­τῶν» (Πράξ. 10,38). Καὶ ὅμως πόσα δὲν ὑ­πέμεινε! Στὸ θάνατο ξεπέρασε τὸ Σωκράτη καὶ κάθε ἄλλον. Μέσα στὴν ὀδύνη τοῦ σταυροῦ, ἀπὸ τὰ χείλη του βγῆκε ὄχι κατάρα καὶ ὕ­βρις, ἀλλὰ λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε· «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴ­δασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34). Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Κύριός μας δίδει τέτοιο παράδειγμα, θὰ εἴμεθα ἀνάξια παιδιά του ἐὰν δὲν ἀκολουθήσουμε τὰ ἴχνη του. Ἀκούω ὅμως τὴν ἀντίρρησι·
―Ὁ Χριστὸς συγχώρησε τοὺς σταυρωτάς, γιατὶ σὰν Θεὸς εἶχε τὴ δύναμι. Ἐγὼ δὲ μπορῶ.
Ἔτσι λές; Λοιπὸν σοῦ ἀπαντῶ. Ὁ Χριστὸς ἔ­δωσε δύναμι καὶ σὲ κάθε ἄνθρωπο νὰ βαδί­σῃ στὰ ἴχνη του. Ἄνοιξε, ἀγαπητέ, τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς βίους τῶν ἁγίων. Βλέπεις ἐκεῖ ἕνα Παῦλο, ἐνῷ οἱ Ἑβραῖοι τὸν μισοῦ­σαν, νὰ παρακαλῇ· Θεέ μου, σῶσε τοὺς συμ­­­πα­τρι­ῶ­τες μου (βλ. ῾Ρωμ. 9,1-3). Βλέπεις ἕνα Στέφανο, κάτω ἀπὸ βροχὴ λίθων, νὰ λέῃ γονατιστός· «Κύ­ριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην» (Πράξ. 7,60). Βλέπεις τὸν ἅγιο Διονύσιο τῆς Ζακύνθου νὰ νικᾷ τὸ πάθος, νὰ συγχωρῇ καὶ νὰ καλύπτῃ τὸν φονέα τοῦ ἀδερφοῦ του. Μὰ ἡ ἀντίρρησις ἐξακολουθεῖ.
―Αὐτὰ «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»· τώρα γίνονται;
Θέλεις ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴ δική μας ἱ­στορία; Μιὰ ἡρωϊκὴ μορφὴ τοῦ ἀγῶνος τῆς πα­λιγγενεσίας μας εἶνε ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ, ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Τὸ 1824 στὴν Πελοπόννησο ἔγινε ἐμφύλιος σπαραγμός – ἡ κα­τάρα τοῦ ἔθνους μας. Οἱ Ἕλληνες, ῾Ρουμελιῶτες καὶ Μανιᾶτες, χωρίστηκαν, καὶ ἕνα βόλι σκοτώνει τὸν Πᾶνο, τὸν ἀγαπημένο γυιὸ τοῦ Κολοκοτρώνη. Σπλαγχνικὸς πατέρας ὁ Γέρος, ἔ­κλαψε τὸ παιδί του καὶ τὸ ἔθαψε. Ἀ­φοῦ πέρα­σαν ἕνα-δυὸ χρόνια, ἔμαθε ποιός ἔρ­ριξε τὸ βόλι. Σφίγγει τὴν καρδιὰ καὶ πάει νὰ τὸ βρῇ νὰ συμφιλιωθοῦν. Ἐκεῖνος τρομοκρα­τήθηκε. Ὁ Κολοκοτρώνεις τὸν παίρνει καὶ ποῦ τὸν πάει· στὸ σπίτι, στὴ μάνα του. Ἐκείνη θύμωσε. ―Παιδί μου, λέει, τὸ φονιᾶ τοῦ παιδιοῦ σου μοῦ ᾽φερες ἐδῶ μέσα; ―Σώπα μάνα, τῆς ἀπαντᾷ· αὐτὸ σήμερα εἶνε τὸ καλύτερο μνημόσυνο τοῦ παιδιοῦ. Καὶ τοῦ ἔκανε τὸ τραπέζι. Ὤ ὕψος ἀρετῆς!
Ἐὰν καὶ πάλι κάποιος ἐπιμένῃ καὶ λέῃ «Τὸ 1800 ἦταν παλιά· μετά, στὰ νεώτερα χρόνια;», ἔ τότε τὸν παραπέμπω σ᾽ ἐκείνους ποὺ εἶχαν τὴν τιμὴ καὶ τὸ κουράγιο ν’ ἀνεβοῦν στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Ἀλβανίας καὶ συνετέλεσαν νὰ γρα­φῇ τὸ ἔπος τοῦ ᾽40. Αὐτοὶ πολέμησαν γενναιότατα. Δὲν εἶχαν ὅμως μῖσος. Πάνω στὰ βουνά, ὅταν ἔπιαναν αἰχμαλώτους, τότε ―τὸ εἶ­δα μὲ τὰ μάτια μου―, ἐνῷ οἱ Ἰταλοὶ ἔτρεμαν, οἱ Ἕλληνες τοὺς μοίραζαν κουραμάνα καὶ τοὺς ἔδιναν φάρμακα. Ἐκεῖνοι, βλέπον­τας τέ­­τοια ἀγάπη, ἀποροῦσαν· Αὐτὴ εἶνε ἡ Ἑλλάδα; Θὰ τρελλαθοῦμε!… Ἕνας Ἰταλὸς ἀξιωμα­τικός, μετὰ τὸν πόλεμο, ἦρθε στὴ Θεσσαλία, ζήτησε καὶ βρῆκε τὸ σπίτι τοῦ Ἕλληνος στρατιώτου ποὺ τὸν εἶχε φιλοξενήσει τότε. Ὅταν ὁ Ἰταλὸς ἔμαθε ὅτι πατέρας ἔχει πλέον πεθά­νει, πλησίασε τὸ παιδί του καὶ τὸ ἀσπάστηκε.

* * *

Αὐτὴ εἶνε ἡ πατρίδα μας. Γενναία, μὲ πλατειὰ καρδιά, ἀκολουθεῖ τὸν Ἐσταυρωμένο. Ἂν λοι­πὸν σοῦ φαίνεται δύσκολο ν᾽ ἀ­­κολουθήσῃς τὰ ἴ­χνη τοῦ Ναζωραίου, ἔχεις παραδείγματα ἀποστόλων καὶ ἁγίων, παραδείγματα τῆς ἱστο­ρί­ας μας, παραδείγματα σύγχρονα. Ἀγωνίζου.
Ἂς βγάλουμε, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ μέσα μας τὸν καρκίνο τοῦ μίσους. Ἂς ἀγαπήσουμε. Ἡ ἀ­γάπη εἶνε θεῖο πρᾶγμα. Ἂς ἀγαπήσουμε τὸν τό­πο μας, τὰ λου­λούδια, τὰ δέντρα, τὶς λίμνες, τὰ ποτάμια, τὸν καθαρό μας οὐρανό. Ἂς ἀ­γαπήσουμε ὅ,τι ὡραῖο ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἂς ἀ­γαπήσουμε τὴ μάνα μας, τὸν πατέρα μας, τὸ δά­σκαλό μας, τοὺς ἱερεῖς μας, τοὺς ἀξιωματι­­κούς μας, τοὺς στρατιῶτες μας, τοὺς ἄρ­χον­τές μας. Ἀγάπη πλατειά, πολὺ πλατειά. Ἂς ἀγαπήσουμε μὲ τὴν καρδιά μας καὶ τοὺς ἐ­χθρούς μας ἀκόμα. Τότε θὰ εἴμεθα μιμηταὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀντάξια παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Θωμᾶ 1-10-72 Κυψέλης Ἀθηνῶν)