Σελίδες

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Η ιστορία της μοναχής Μαρίας Μυρτιδιώτισσας

«Εις μνημόσυνο αιώνιο»
Στις 9 Ιουνίου (27 Μαΐου) 2005 εγκατέλειψε την πρόσκαιρη ζωή και πορεύτηκε προς την αληθινή η μοναχή Μαρία Μυρτιδιώτισσα, κατά κόσμον Κατίγκω Πανάγου Πατέρα. Πήγε για να συναντήσει τον νυμφίο της Χριστό, Τον όποιο είχε αγαπήσει «εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος» της. Η μακαριά μοναχή Μαρία – Μυρτιδιώτισσα ήταν μια σπάνια πνευματική φυσιογνωμία που, από τη στιγμή που γνώρισε κι αγάπησε το Χριστό, δεν αρκέστηκε να Τον βιώσει η ίδια και μάλιστα απόλυτα, ολοκληρωτικά, αλλά προσπάθησε μ’ όλη τη (μεγάλη) δύναμη της ψυχής της
και μ’ όσα (πλούσιοι) μέσα της χορήγησε ο Θεός να πείσει και πολλούς άλλους ανθρώπους να Τον γνωρίσουν και να Τον αγαπήσουν, αρχίζοντας από τον στενό οικογενειακό της κύκλο και διευρύνοντας τον κύκλο αυτόν όλο και περισσότερο. Ως την άλλη άκρη της γης έφτασε η επιρροή της.
——————————————————————————-
Τα τρία παιδιά που έχασε, το ένα μετά το άλλο, της άλλαξαν τη φιλοσοφία για τη ζωή. Παράτησε τη χλιδάτη ζωή που έκανε –και για την οποία είχε να μιλάει όλη η Αθήνα –και κλείστηκε σε μοναστήρι. Στο μοναστήρι που έχτισε παρέμεινε κλεισμένη, αφοσιωμένη στον Θεό, μετρώντας ώρες ατελείωτης μοναξιάς και πόνου. Μια συγκλονιστική ιστορία είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της, περνώντας από την απίστευτη χλιδή, στην κορυφαία και ανείπωτη τραγωδία.
Ο λόγος για την εφοπλίστρια Κατίγκω Λαιμού- Πατέρα από τις Οινούσσες, που μοίρασε όλη την περιουσία της στους φτωχούς και έγινε καλόγρια. Προηγουμένως βίωσε τον πόνο και την απώλεια σε όλο τους το μεγαλείο, καθώς είδε την οικογένειά της –τα τρία της παιδιά και το σύζυγό της- να ξεκληρίζεται.
Από τη μεγάλη περιουσία της ζάμπλουτης εφοπλίστριας Κατίγκως Λαιμού – Πατέρα σήμερα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα. Οι τραπεζικοί λογαριασμοί, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, άδειασαν για να διατεθούν τα χρήματα σε φιλανθρωπίες, στο χτίσιμο μοναστηριών και σε αγαθοεργίες. Τα αμέτρητα εκατομμύρια της κληρονόμου της δυναστείας Λαιμού στις Οινούσσες εξανεμίστηκαν και χάθηκαν, ενώ ελάχιστα πράγματα έμειναν για τους κληρονόμους. Η Λαιμού – Πατέρα άλλωστε είχε άλλα σχέδια στο μυαλό της για την περιούσια που διέθετε.
Το μεγάλο αρχοντικό που διατηρούσε επί σειρά χρόνων στο Παλαιό Ψυχικό πίσω από το Αρσάκειο, ανεκτίμητης αξίας, το χάρισε στο γιο της, ο οποίος μετά από χρόνια το πούλησε. Μέσα σε αυτή την έπαυλη διατηρούσε ένα εκκλησάκι από το οποίο είχε ζητήσει να γίνει αποτοίχιση των έργων του Φώτη Κόντουγλου και να μεταφερθούν στο μοναστήρι στις Οινούσσες. Έργα ανεκτίμητης αξίας, αφού αποτελούν τα τελευταία έργα ενός θρυλικού ζωγράφου.
Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία της αδελφής Ορθοδοξίας, η οποία περιέγραψε την πολυετή γνωριμία της με τη ζάμπλουτη εφοπλίστρια που έγινε μοναχή και η οποία πέθανε πριν από λίγους μήνες στο μοναστήρι που έχτισε.

«Την αείμνηστη γερόντισσα τη γνώρισα πριν πολλά χρόνια όταν ήρθα εδώ στο μοναστήρι, το 1969. Μου είχε μιλήσει για την κοσμική της ζωή και βέβαια για το μεγαλείο και τα πλούτη που είχε μέχρι τη στιγμή που αποφάσισε να ντυθεί το σχήμα. Μεγάλωσε μέσα στα πλούτη με νταντάδες και υπηρέτες, αφού καταγόταν από εφοπλιστική οικογένεια. Συχνά μας έλεγε για την άδικη κατάρα που την κυνηγούσε, ακόμη και όταν έγινε καλόγρια. Να διατάζει. Δεν το ήθελε καθόλου και όμως αναγκαστικά έπρεπε να έχει ρόλο τέτοιο, αφού ήταν ηγουμένη στο μοναστήρι. Παντρεύτηκε στα δεκαεννιά της τον εφοπλιστή Πανάγο Διαμαντή Πατέρα (σ.σ. έγινε και αυτός μοναχός πριν πολλά χρόνια) και απέκτησε τρία παιδιά μαζί του, την Καλλιόπη, τον Διαμαντή και την Ειρήνη. Κανείς τους δεν ζει πια. Μάλιστα μου είχε πει ότι είχαν αποφασίσει από κοινού με τον κοσμικό σύζυγο της να πουλήσουν τα πάντα και να διαθέσουν τα χρήματα σε φιλανθρωπίες και αγαθοεργίες. Στο γιο τους είχαν πει ότι δεν του άφηναν πολλά για να μη χάσει την ψυχή του και γίνει διεφθαρμένος και υπόδουλος των χρημάτων».
Όπως σημειώνει η αδελφή Ορθοδοξία, μεγάλα ποσά διατέθηκαν από την οικογένεια στο χτίσιμο μοναστηριών: «Η ζωή της πραγματικά είναι συγκινητική. Είδε την οικογένειά της να αφανίζεται. Ποτέ όμως δεν θεώρησε ότι ο Θεός ήταν άδικος μαζί της. Συνήθιζε να λέει ότι ο Ύψιστος δεν κάνει ούτε λάθη ούτε αδικίες».
Η αρχή του τέλους
Το κακό θα ξεκινούσε όταν ο αγαπημένος της σύζυγος θα προσβαλλόταν από καρκίνο. Η ηρεμία και η ευτυχία στο πάμπλουτο αρχοντικό της οικογένειας δεχόταν το πρώτο χτύπημα. Τα γέλια, οι φωνές και η λάμψη θα διαδέχονταν το γοερό κλάμα και τη θλίψη. Και ήταν μόνο η αρχή.
Η μοίρα επιφύλασσε πολλά ακόμη χτυπήματα για την οικογένεια της Λαιμού – Πατέρα… Το πρώτο δεν άργησε να έρθει, θυμάται ο Δημήτρης Χαλκιάς, ο οποίος υπήρξε επί σειρά χρόνων δήμαρχος Οινουσσών και γνώριζε καλά την οικογένεια.
«Αμέσως μετά η αρρώστια χτύπησε και τη μικρή κόρη της οικογένειας. Τραγική ειρωνεία; Η Ειρήνη πάντως έφυγε πριν από τον πατέρα της, ο οποίος παρά το τελεσίγραφο των γιατρών διατηρήθηκε στη ζωή για αρκετά χρόνια».
Η εφοπλίστρια παρακολουθούσε το δράμα της ζωής της με ψυχραιμία και το μοναδικό πράγμα που έκανε ήταν να ζητεί τη βοήθεια του Θεού. Όπως σημειώνει ο κ. Χαλκιάς: «Να σκεφτείτε ότι μέχρι τότε ζούσαν την απόλυτη ευτυχία.
Το αρχοντικό τους στην Αθήνα στο Παλαιό Ψυχικό πλημμύριζε από λαμπερές παρουσίες εφοπλιστών και επιχειρηματιών, στις κατά καιρούς δεξιώσεις που διοργάνωνε η Λαιμού – Πατέρα».
Ξαφνικά τα πάντα είχαν παγώσει. Ο πόνος είχε καταφέρει να επιβάλει τους δικούς του κανόνες και το απόλυτο συναισθηματικό γκριζάρισμα. Το αρχοντικό του Ψυχικού μετατράπηκε από τη μια στιγμή στην άλλη σχεδόν σε μοναστήρι.
Ηγούμενοι, μοναχοί και πνευματικοί από το Άγιο Όρος κι από την υπόλοιπη Ελλάδα επισκέπτονταν πλέον σε καθημερινή βάση το σπίτι της οικογένειας.
Μέσα στο σπίτι η Λαιμού-Πατέρα είχε φτιάξει κι ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Το εκκλησάκι μάλιστα το είχε εικονογραφήσει ο μακαριστός αγιογράφος και φίλος της οικογένειας Φώτης Κόντογλου. Εκεί γινόταν καθημερινά ακολουθίες και λειτουργίες».
Έγινε μοναχή
Η πάμπλουτη και πανέμορφη Λαιμού – Πατέρα πλέον είχε αλλάξει σελίδα στη ζωή
της. Απαρνήθηκε τα πλούτη και τις ανέσεις και ήθελε πλέον να ζήσει ως μία απλή γυναίκα. Σύντομα τα πλούσια εδέσματα του παλατιού της αντικαταστάθηκαν από λιτά φαγητά και αυστηρή νηστεία. Τα πολυτελή και εντυπωσιακά φορέματα που φορούσε πριν, στριμώχτηκαν κάτω στο υπόγειο του επιβλητικού σπιτιού, ενώ η ίδια κυκλοφορούσε με ένα μαύρο φόρεμα. Οι βραδινές εξορμήσεις, η διασκέδαση σε κοσμικά μαγαζιά έδιναν σκυτάλη σε πολύωρες ακολουθίες και αγρυπνίες.
Τα συχνά ταξίδια για λόγους αναψυχής τώρα έδιναν τη θέση τους σε προσκυνήματα. Παντού. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ο χαμός της κόρης της όμως δεν θα αργούσε να την κάνει να συνειδητοποιήσει ότι την περίμενε μία ζωή γεμάτη πόνο. Έτσι στις αρχές της δεκαετίας του ’60 η εικοσάχρονη Ειρήνη, η οποία είχε γίνει στο μεταξύ μοναχή και υπέμεινε με καρτερικότητα τους πόνους της βαριάς ασθένειάς της μέχρι την τελευταία στιγμή, έκλεισε τα μάτια της.
Μάλιστα όταν μετά από τρία χρόνια την ξέθαψαν, το λείψανό της βρέθηκε άφθαρτο. Οι γονείς της ανέλαβαν να κάνουν πράξη ένα τάμα που είχαν κάνει μαζί με την κόρη τους, όταν κάποτε την επισκέφτηκαν σε μια κλινική στη Ζυρίχη, όπου νοσηλευόταν. Να φτιάξουν ένα μοναστήρι. Έτσι και έγινε. Η εφοπλίστρια έχτισε το πανέμορφο μοναστήρι, έναν σωστό παράδεισο, το οποίο μέχρι σήμερα κοσμεί το νησάκι των Οινουσσών.
Τα απανωτά χτυπήματα της μοίρας την έσπρωξαν στο μοναχικό της κόσμο
Η εφοπλίστρια Λαιμού – Πατέρα θα δεχόταν λίγο αργότερα πολλαπλά χτυπήματα. Μετά το θάνατο της κόρης της αποφασίζει να κλειστεί σε μοναστήρι, ενώ την ίδια περίοδο και ο σύζυγός της αποφασίζει να γίνει μοναχός. Ξεκινούν έτσι μία νέα ζωή. Εκείνη ως Μαρία και εκείνος ως Ξενοφώντας.
Ο κ. Χαλκιάς θυμάται: «Λίγα χρόνια αργότερα θα δεχόταν ένα ακόμη χτύπημα. Η πρωτότοκη κόρη της, Καλλιόπη, θα πέθαινε σε ηλικία 47 χρόνων, ενώ αμέσως μετά θα ακολουθούσε και ο θάνατος του γιου τη,ς Διαμαντή, που έφυγε όταν έγινε κι αυτός 47 χρόνων. Ο θάνατος του συζύγου της απλώς θα έκλεινε επί της ουσίας την αυλαία μιας δραματικής σειράς απωλειών. Όλοι είχαν φύγει εκτός από εκείνη. Η πανέμορφη αρχόντισσα δεν θύμιζε σε τίποτα την εικόνα του παρελθόντος. Με εμφανή τα σημάδια της ψυχικής εξουθένωσης βυθίστηκε στις σκέψεις και το δικό της απόλυτα μοναχικό κόσμο».
Η μαυροφορεμένη γυναίκα ποτέ δεν το έβαλε κάτω και βοηθούσε πάντα όποιον της το ζητούσε. Την ένοιαζε όλος ο κόσμος. Από τα πέρατα της οικουμένης της τηλεφωνούσαν ή της έγραφαν, για να της ζητήσουν στήριξη. Ο λόγος της ήταν φλογερός, έδινε πάντα θάρρος και ελπίδα.
Δεν άφηνε περιθώρια για απελπισία κι απογοήτευση. Συνήθιζε να λέει, όπου έβλεπε ίχνη αμφιβολίας κι απιστίας: «Με αυτά που έπαθα εγώ, θα έπρεπε να βρίσκομαι ή στο τρελοκομείο ή στον τάφο. Τι άλλο μου έμεινε να πάθω; Έχασα τη μικρή μου κόρη, έπειτα τον άντρα μου, στη συνέχεια και τα άλλα δύο μου παιδιά. Αρρώστιες βαριές και ανίατες, βάσανα και στενοχώριες με συνόδευαν σε όλη μου τη ζωή. Δόξα τω Θεώ όμως…».
http://www.politis-chios.gr/2006/.
———————————————————-
Η γερόντισσα Μαρία Μυρτιδιώτισσα, πέρα από τ’ άλλα χαρίσματα της, διακρινόταν από μια πίστη πολύ δυνατή. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς, πως η πίστη της ήταν ικανή «και όρη μεθιστάνειν», όπως είπε κι ο Χριστός. Ήταν μια πίστη στερεή, αψεγάδιαστη, καθαρή σαν διαμάντι, που δε σηκώνει την παραμικρή σκιά. Ό,τι είπε κι ό,τι επέτρεψε ο Θεός, για τη γερόντισσα Μαρία ήταν δώρο Του. Σε καμιά περίπτωση δεν άφησε τον εαυτό της όχι μόνο να γογγύσει, αλλ’ ούτε και να σκεφτεί ότι ο Θεός ίσως να μη την άκουσε, Ίσως να ήταν υπερβολικός στις άφθονες δοκιμασίες, που της έστειλε. Δοξολογούσε το Θεό συνέχεια, σε κάθε περίσταση, όσο λυπηρά κι αν ήταν τα γεγονότα, που αντιμετώπιζε. Δοξάζοντας το Θεό δέχτηκε την είδηση του θανάτου της νεαρής κόρης της, με δοξολογίες προέπεμψε και το μοναχό Ξενοφώντα, τον πρώην σύζυγο της. Άλλα και τις άλλες σκληρές δοκιμασίες, που δέχτηκε στη συνέχεια, το θάνατο της πρωτότοκης κόρης της Καλλιόπης σε ηλικία 47 ετών και, λίγο αργότερα, του μοναχογιού της Διαμαντή, επίσης στην ηλικία των 47 ετών, τις αντιμετώπισε με ιώβεια υπομονή. «Δόξα τω Θεώ», ήταν η απάντηση στο θλιβερό άγγελμα του θανάτου τους. Κι όταν πάνω στο νεκροκρέβατο του γιου της κάποια ξαδέλφη της τόλμησε ν’ αναρωτηθεί, γιατί ο Θεός επέτρεψε να πεθάνει τόσο νέο το παλικάρι, η ηρωίδα μάνα απάντησε:
—Άκουσε Κατίνα. Ο Θεός ούτε λαθεύει ούτε αδικεί. Κατάλαβες;
Κι ο λόγος της ήταν ομολογιακός, γεμάτος παρρησία, δε σήκωνε αντιρρήσεις. Η παραμικρή υποψία, πως Ίσως τα γενόμενα να μη ήταν σωστά, για την πιστή γερόντισσα ήταν σαν αμφιβολία στην πρόνοια του Θεού, ισοδυναμούσε με βλασφημία στην παντοδυναμία και την πανσοφία Του.
Σε θέματα που αφορούσαν στην πίστη δε γνώριζε υποχωρήσεις. Όπου κι αν βρισκόταν, οποίος κι αν ήταν μπροστά της, όταν ένιωθε ή άκουγε το παραμικρό που νόμιζε πως αλλοίωνε το πιστεύω της, θα επενέβαινε, για να διορθώσει τα πράγματα. Κάποτε σε μια δίκη ο συνήγορος της, προφανώς, για να δημιουργήσει καλές εντυπώσεις για την πελάτισσα του, είπε απευθυνόμενος στο προεδρείο:
—Η γυναίκα αυτή, κ. πρόεδρε, είχε την ατυχία να χάσει σε νεαρή ηλικία την κόρη της… Σ’ αυτό το σημείο και αγνοώντας τους δικονομικούς κανόνες, η δυναμική Κατίγκω παρεμβαίνει:
—Όχι, κ. δικηγόρε, δεν είχα καμιά ατυχία. Ό,τι δίνει ή επιτρέπει ο Θεός, δεν είναι ατυχία αλλά δώρο δικό Του.
Και βέβαια την ακλόνητη πίστη της την συνόδευαν και τα έργα της πίστης. Το χέρι της ήταν πάντα ανοιχτό, για να δίνει. Δωρεές γενναίες σε θρησκευτικούς συλλόγους και σε οργανώσεις χριστιανικές, σε μοναστήρια κι εκκλησίες δίνονταν αφειδώς και χωρίς τυμπανοκρουσίες, ανώνυμα. Όποιος φτωχός κι άπορος την πλησίαζε, θα ‘χε κι αυτός το μερτικό του από το γενναιόδωρο χέρι της. Όπου άκουγε ότι υπήρχε ανάγκη, έσπευδε, δεν έμενε ασυγκίνητη. Την ένοιαζε όλος ο κόσμος. Από τα πέρατα της οικουμένης της τηλεφωνούσαν ή της έγραφαν, για να της ζητήσουν πνευματική ή υλική στήριξη. Κι εκείνη πάντα πρόθυμη να συμπαρασταθεί το κατά δύναμη. Ο λόγος της ήταν φλογερός, έδινε πάντα θάρρος, ελπίδα, ενέπνεε την πίστη. Δεν άφηνε περιθώρια για απελπισία κι απογοήτευση. 0πλο ακαταμάχητο είχε τη δική της πίστη.
Η υπομονή της ήταν πραγματικά ιώβεια. Τηρουμένων των αναλογιών δοκίμασε κι εκείνη όλα τα βάσανα του Ιώβ.  Για την αγάπη του Χριστού τα ‘δωσε όλα κι έφτασε στο σημείο η εφοπλίστρια αρχόντισσα να επαιτεί, για τη συντήρηση του μοναστηριού της. Το μόνο που δεν έχασε ποτέ, ήταν η βαθιά ριζωμένη πίστη της, που την ωθούσε διαρκώς σε δοξολογία Θεού.
Ο Θεός την αξίωσε να φτάσει σε βαθύ γήρας. Μια Βαθιά ταπείνωση, που κρυβόταν μέσα της όλ’ αυτά τα χρόνια από το βάρος της εξουσίας και των πρωτοβουλιών, που ήταν αναγκασμένη να παίρνει, άρχισε να βγαίνει στην επιφάνεια και να εκδηλώνεται προς τις αδελφές της μονής. Ελεεινολογούσε τον εαυτό της, έλεγε πως ήταν υπερήφανη, επειδή μια ζωή είχε συνηθίσει να διατάζει. Και τώρα, πως θα παρουσιαζόταν στο Χριστό με τέτοιο εγωισμό; Κι αυτό το επαναλάμβανε συνέχεια. Ζούσε έτσι σε μια κατάσταση διαρκούς μετάνοιας. Κι η κατάσταση αυτή της έφερνε γαλήνη, την ειρήνευε. Είχε αποκτήσει στα τελευταία της μια παιδική απλότητα. Είχε ωριμάσει πνευματικά φαίνεται κι ήταν έτοιμη ν’ αναχωρήσει από τα εγκόσμια, για να συναντήσει τον Χριστό μας, Εκείνον, που αγάπησε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο και για χάρη του Όποιου είχε θυσιάσει τα πάντα.
Μετά από σύντομη σχετικά ασθένεια αναχώρησε ήρεμα για τη Βασιλεία των ουρανών, συνοδευόμενη από την ολόθυμη αγάπη των μοναζουσών, που την είχαν σαν πραγματική τους μητέρα, όπως και την αποκαλούσαν. Το κενό που άφησε στο μοναστήρι αλλά και σ’ όσους καλότυχους έτυχε να την γνωρίσουν είναι πραγματικά μεγάλο, δυσαναπλήρωτο. Ήταν από τους τελευταίους, αν όχι η τελευταία, που κλείνει μια σειρά από σπουδαίους ανθρώπους, που ήξεραν να τα δίνουν όλα στο Θεό, χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς κρατούμενα, χωρίς υστεροβουλίες, χωρίς επιφυλάξεις. Η μνήμη των έργων και του βίου της θα μείνει αιώνια. Την ανάπαυση, που ποτέ δε γνώρισε σ’ αυτή τη ζωή, πιστεύουμε πως ο δικαιοκρίτης Θεός θα της χαρίσει πλούσια στην άλλη, την αληθινή ζωή.
Η κηδεία της ήταν πάνδημη. Συγγενείς και γνωστοί έφτασαν απ’ όλο τον κόσμο, για να συνοδέψουν το σκήνωμα της στην τελευταία του κατοικία. Όλοι ήταν γεμάτοι θλίψη, μα και μια θεία παρηγοριά κυριαρχούσε μέσα τους. Ήταν το φαινόμενο της χαρμολύπης, που μια ζωή βίωνε η ίδια και τώρα την μετέδιδε και στους δικούς της ανθρώπους, που πήγαν να την χαιρετήσουν. Κι αξίζει να σημειωθεί πως ο Θεός έδειξε τη χάρη Του στην πιστή δούλη Του. Μετά από δύο μέρες, που έγινε η κηδεία της το σώμα της δεν παρουσίαζε κανένα σημείο φθοράς, δεν είχε χάσει καθόλου την ευκαμψία του. Το χέρι της, που το ασπάζονταν όλοι, ήταν τελείως μαλακό, σαν ζωντανό, ούτε καν την κρυάδα του θανάτου δεν είχε.
Οι ευχές κι οι πρεσβείες της ελπίζουμε πως θα σκεπάζουν και θα προστατεύουν το αγαπημένο της μοναστήρι και τους λοιπούς γνωστούς της. Ας είναι αιωνία η μνήμη της!