Σελίδες

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Η Θεία αγάπη. Κυριακή προ της Υψώσεως (Ιωαν. 3,17 – 17)

   Τι είναι ο Θεός; ρώτησαν έναν φιλόσοφο της αρχαιότητος.
Αυτός ζήτησε κατ΄ επανάληψη προθεσμία, έως ότου αναγκάστηκε να δηλώσει αδυναμία.
Δεν μπορεί η διάνοια του ανθρώπου να συλλάβει πλήρως την έννοια της Θεότητος.
Το βιβλίο του Ιώβ σ΄ εκείνο που τολμά να ερευνήσει το θέμα λέει: 
«Ή ίχνος Κυρίου ευρήσεις ή εις τα έσχακα αφίκου, ά εποίησεν ο Παντωκράτωρ;» και «ιδού ο ισχυρός πολύς, και ου γνωσόμεθα», δηλαδή: αλήθεια θα βρεις την πατημασιά του Κυρίου ή έφτασες στα πέρατα της δημιουργίας του Παντοκράτωρος; και ιδού ο Ισχυρός είναι Μέγας,και δεν μπορούμε να έχουμε πλήρη γνώση Του.
Ο Θεός όπως λέει αλλού η Γραφή «οικεί φως ασπρόσιτον», «κατοικεί σε απλησίαστο φως».
Αν ο ήλιος μας θαμπώνει, πως θα ατενίσουμε τον Δημιουργό του; ¨Θεόν είδεν ουδείς των ανθρώπων ουδέ ειδείν δείναται», δηλ. κανένας άνθρωπος δεν είδε το Θεό, ούτε μπορεί να τον δει.
Αλλά αν η ουσία του θεού είναι ακατάληπτη, οι ιδιότητές του (δύναμη, σοφία, αγαθότητα…..) φανερώνονται στα δημιουργήματά του και προ παντός στον άνθρωπο.
Γι΄ αυτό το «γνωθι σαυτόν», γνώρισε τον εαυτό σου, είναι μέσο Θεογνωσίας.
Μελετώντας και σπουδάζοντας κανείς τον εαυτό του οδηγείται σε γνώση του Δημιουργού και τότε λέει, «Κύριε, εθαυμαστώθη η γνώσις σου εξ εμού», δηλ. σε θαύμασα Κύριε, μελετώντας τον εαυτό μου.

Επειδή όμως η διάνοια του ανθρώπου σκοτίστηκε από τα πάθη και αντί του Κτίσαντος λάτρευσε τα κτίσματα, είχε ανάγκη από το Θείο Φωτισμό για να γνωρίσει τον Δημιουργό.

Αυτή η γνώση είναι η αναγκαία και απαραίτητη. Διότι ο Θεός είναι το πλήρωμα, το ύψιστο Αγαθό, η έλλειψή του δημιουργεί κενό που δεν αναπληρώνεται.
Άνθρωπε, ο δρόμος προς την ευτυχία είναι ένας, να πιστέψεις και να γνωρίσεις και να συνδεθείς με το Θεό. «Αύτη εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και όν απέστειλας  Ιησούν Χριστόν».

Η ανθρωπότητα του Χριστού (μέσα σ΄ αυτή και η Ελλάδα), ζούσε σε άγνοια του αληθινού Θεού. Γι΄ αυτό ας είναι ευλογημένη η ημέρα που ο απόστολος Παύλος κάτω από την Ακρόπολη κήρυξε τον αληθινό Θεό στους προγόνους μας.
Αυτοί, συναισθανόμενοι την ανεπάρκεια της θρησκείας τους, είχαν στήσει βωμό με την επιγραφή «αγνώστω Θεω».

Ποιος λοιπόν είναι ο Θεός κατά την διδασκαλία του Χριστιανισμού;
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, που κατά την αλησμόνητη νύχτα του Μυστικού Δείπνου έπεσε στο στήθος του Ιησού και άκουσε τους χτύπους της καρδιάς του, απαντά με μια λέξη, μέσα στην οποία έκλεισε το μεγαλείο της Θεότητος.
Ο Θεός αγάπη εστίν. Λέγοντας αυτά ο Ευαγγελιστής θυμάται τον Διδάσκαλο, που μια νύχτα δέχτηκε την επίσκεψη του Ιουδαίου άρχοντος Νικοδήμου και του μίλησε για τα μυστήρια της Βασιλείας των Ουρανών, του έδειξε το πλάτος και το βάθος της Θείας Αγάπης.
Εσύ Νικόδημε, ως Φαρισαίος, περιόριζες την αγάπη του Θεού μόνο σε στενό κύκλο των οπαδών της αιρέσεώς σας.
Κανείς, έλεγες, εκτός από τους δικούς μας δεν μπορεί να σωθεί.
Πέρα από το κύκλο αυτό ο Θεός είναι μόνο φωτιά, αστραπές και βροντές.
Τώρα βλέπεις, ότι η αγάπη που διδάσκει ο Ιησούς δεν είναι σαν αυτή που δίδαξαν οι ραβίνοι σας.
Η αγάπη του Θεού είναι ωκεανός, διασπά τα φράγματα του εγωισμού, απλώνεται ως τα πέρατα της γης.
Δεν υπάρχει σημείο της υφηλίου που να μη φτάνει η ενέργειά της. Είναι η αγάπη που σταυρώθηκε για να σώσει τον κόσμο.
«Ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ΄έχη ζωήν αιώνιον» δηλ. τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε τον μονογενή Υιό Του να θυσιαστεί, για να βρει την αιώνιο ζωή και να μη χαθεί κανένας που πιστεύει σ΄ αυτόν.

Τι ρητό, τι ύψος! Τι ιδέες συνωστίζονται στις λέξεις του! Μόνο από τα χείλη του Θεανθρώπου μπορούσαν να βγουν τέτοια λόγια. 
«Ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ΄έχη ζωήν αιώνιον»
Αγαπά ο Θεός τον κόσμο. Επιθυμεί δηλαδή σταθερά να κάνει τον άνθρωπο μέτοχο της μακαριότητάς του.
Γι΄ αυτό μεταδίδει συνεχώς αγαθά. Αγάπη είναι οι ακτίνες του ήλιου, το φως της πανσελήνου, το σύννεφο και η βροχή, η αύρα που δροσίζει, το άρωμα των λουλουδιών, το κελάηδημα των πουλιών, τα ρεύματα των ποταμών, οι καρποί των δένδρων, τα κοπάδια που βόσκουν, ο ορυκτός πλούτος στα σπλάχνα της γης, οι θησαυροί στα βάθη της θάλασσας.
Εκείνος επιπλέον δώρισε στον άνθρωπο το νου, με τη δύναμη του οποίου κυριαρχεί πάνω στη φύση και αναδεικνύεται μικρόθεος επί της γης, σύμφωνα με τη Θεία εντολή, «πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής».

Για όλα αυτά ο άνθρωπος έπρεπε να είναι προσκολλημένος στην αγάπη του Θεού, όπως το βρέφος στο μαστό της μητέρας του.
Αλλά αυτός λησμονεί τιε ευεργεσίες, απομακρύνεται, αποστατεί, φεύγει από την ηθική τροχιά που του χάραξε ο Δημιουργός, συμμαχεί με το πονηρό πνεύμα, υψώνει τη σημαία της ανταρσίας.
Η αποστασία του στοίχισε φρικτά, άγνοια της αληθείας, σκοτάδι ειδωλολατρίας, θεοποίησης κακούργων ενστίκτων, δουλεία, εξευτελισμός της γυναίκας, λατρεία της σάρκας μέχρι σημείου ώστε η ασέλγεια να λατρεύεται σε ναούς, άσπονδο μίσος, απανθρωπιά, θηριομαχίες, και πόλεμοι καταστρεπτικοί, αυτός σε λίγες γραμμές ήταν ο κόσμος όπως τον κατήντησε η αποστασία. 
Και ο κόσμος αυτός θα είχε εξαλειφθεί από το πρόσωπο της γης, αν δεν μεσολαβούσε υπέρ αυτού η αγάπη του Θεού.

Πως; Εδώ μέγα μυστήριο! Κύριε, βοήθησέ με πώς να εκφρασθώ. Ας τολμήσω να φέρω μία εικόνα. Στους ουρανούς συνεδριάζει η Αγία Τριάς. Θέμα, ο άνθρωπος, και άλλοτε συνεδρίαζε επ΄ αυτού η Θεότης. 
«Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ΄ εικόνα ημετέραν και καθ΄ ομοίωσιν», ακούστηκε τότε η φωνή του Πατρός που καλούσε τρόπον τινά σε σύσκεψη τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, όταν επρόκειτο να δημιουργηθεί το έξοχο δημιούργημα, ο άνθρωπος.
Για τα άλλα δημιουργήματα η Γραφή λέει απλώς «Είπε, και εγεννήθησαν».
Γι΄ αυτό γράφει «Ποιήσωμεν», δείχνοντας έτσι την εξαιρετική μέριμνα της Αγίας Τριάδος. 
Αλλά ο άνθρωπος δεν πρόσεξε, έπεσε, αμάρτησε, και είναι υπόδικος.
Τι θα κάνουμε τώρα για αυτόν; Έρχεται η Θεία Δικαιοσύνη, δείχνει τους γραπτούς και άγραφους νόμους και φωνάζει: Θάνατος στον ένοχο!. «Τα γαρ οψώνια της αμαρτίας θάνατος».
Αμέσως όμως σηκώνεται η Θεία Αγάπη και ζητάει έλεος για τον ένοχο.
«Ου βούλομαι τον θάνατον του ασεβούς ως τον αποστρέψαι τον ασεβή από της οδού αυτού και ζην αυτόν».
Ναι, έλεος! Αλλά τι θα γίνει με τη δικαιοσύνη; Πως θα γεφυρωθεί η διαφορά της με την αγάπη;
Η Θεία Σοφία απαντά. Και το κακό θα τιμωρηθεί, και ο ένοχος θα συγχωρηθεί, και ο αποστάτης θα επιστρέψει, αλλά ζητώ κάποιον που να ικανοποιήσει τις αξιώσεις της δικαιοσύνης και να επωμισθεί τις παραβάσεις.
Τέτοιο πρόσωπο η γη δεν μπορεί να δώσει. Μήπως μπορεί ο ουρανός, οι Άγγελοι – οι Αρχάγγελοι; Ούτε αυτοί. Και τότε ακούγεται φωνή «ιδού έρχομαι, ω Θεέ, για να κάνω το θέλημά σου»
Ποιος ομιλεί;
Είναι ο Λόγος του Θεού, το ένα από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.
Αναλαμβάνει να κατέβει στη γη, να φορέσει σάρκα ανθρωπίνη, να διψάσει και να πεινάσει, να παθει και να σταυρωθεί, για να συμφιλιώσει ουρανό και γη, τον άνθρωπο με το Θεό.
«Και ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημιν» Η αγάπητης Θείας Ενανθρωπήσεως όσο ποτέ άλλοτε.

Αγαπητοί μου!
Ο άνθρωπος διψάει αγάπη, υποφέρει όταν δεν την έχει. Γι΄ αυτό δίδετε και λαμβάνετε αγάπη, και και με τους εχθρούς ακόμη.
Και αν βρεθείς μέσα σε εχθρικό περιβάλλον και σε εγκαταλείψουν όλοι, μην απελπιστείς. Δεν είσαι μόνος. Υπάρχει κάποιος που σε αγαπά και είναι ο Κύριος….
Πόσες φορές σε ευεργέτησε! Να θυμάσαι τον Γολγοθά, όπου στήθηκε το αιώνιο μνημείο της Αγάπης με την επιγραφή «Χριστός έπαθεν υπέρ ημών».
Ψάλλε την αγάπη του «Τι ανταποδώσω τω Κυρίω περί πάντων, ων ανταπέδωκέ μοι;»
Αυτή υμνεί και ο Σολομών, γιατί είναι «κραταιά ως θάνατος».
Μακαρία όποια ψυχή αισθάνεται Θείο έρωτα προς Εκείνον που «πρώτος ηγάπησεν ημας». Ενώ κάποια άλλη ψυχή θρηνεί «Θεέ μου, αργά σε αγάπησα! ……κλαίω για το χρόνο που δεν σε αγαπούσα».

Είθε αδελφοί μου, να ανάψει και στη δικήμας καρδιά ο σπινθήρας της Θείας Αγάπης.

(+) Επίσκοπος Αυγουστίνος
Κυριακή προ της Υψώσεως (Ιωαν. 3,17 – 17)
«Ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ΄έχη ζωήν αιώνιον»
Γραπτή ομιλία, η οποία μεταδόθηκε από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Λαρίσης το 1949