Σελίδες

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Άγιος Ευστάθιος, Προστάτης των Κυνηγών (+20 Σεπτεμβρίου)

Αυτή τη φορά δεν θα γράψουμε για κάποιο κυνήγι λαγού, ούτε για κάποιον ιχνηλάτη. Θα γράψουμε για κάτι που αφορά όλους τους κυνηγούς και συγκεκριμένα για τον προστάτη τους Άγιο Ευστάθιο.

Ο Άγιος Ευστάθιος ο Πλακίδας, υπήρξε μέγας στρατηλάτης στη Ρώμη το 98 μ.Χ. και πέθανε μαρτυρικά το 126 μ.Χ. Η μνήμη του «γιορτάζεται» στις 20 Σεπτεμβρίου.
Ο Άγιος υπήρξε άξιος και λαμπρός κυνηγός. Σε καιρό ειρήνης για να μην μένει ο στρατός άεργος και συνηθίζει στην ανανδρία, εκγύμναζε τους στρατιώτες στο κυνήγι διαφόρων ζώων κατά το οποίο λάμβανε και ο ίδιος μέρος.

Ο Άγιος Ευστάθιος ήταν στρατηλάτης στη Ρώμη όταν ήταν αυτοκράτορας ο Τραϊανός. Ήταν ονομαστός για τις μεγάλες νίκες στους πολέμους και για τα ανδραγαθήματά του. Ήταν αρκετά πλούσιος και από ευγενή οικογένεια, αλλά εκτός των στρατιωτικών του προτερημάτων είχε και άλλες αρετές. Ήταν εγκρατής στις επιθυμίες της σάρκας, σώφρων, φιλοδίκαιος και είχε ωραίο λόγο. Είχε δύο αγόρια τα οποία έμοιαζαν καθ’ όλα μ’ αυτόν και στα σωματικά και στα πνευμα-τικά χαρίσματα. Η σύζυγός του ονομαζόταν Τατιανή.


Μία ημέρα που ο Άγιος είχε κατέβει στο δάσος για κυνήγι είδε από μακριά ένα μεγαλόσωμο ελάφι. Ο Άγιος όρμησε έφιππος για να το φθάσει αλλά δεν μπόρεσε να το πλησιάσει κι έτσι λοιπόν εξακολούθησε να το κυνηγά ώσπου το άλογό του έφθασε σ’ ένα μεγάλο χάσμα της γης. Το ελάφι πήδηξε το χάσμα και έκατσε αντίκρυ και τον κοίταζε. Το άλογο του Αγίου ήταν αδύνατο να το περάσει. Ξαφνικά ο Άγιος είδε ανάμεσα στα κέρατα του ελαφιού ένα σταυρό λαμπρότερο κι από τον ήλιο, ο οποίος είχε πάνω του τον Ιησού Χριστό σταυρωμένο και άκου-σε μία φωνή να λέει:
«Γιατί Πλακίδα με διώκεις; Εγώ είμαι ο Χριστός. Την ελεημοσύνη και την καλοσύνη που δείχνεις στους φτωχούς τα βλέπω πάντοτε, γι αυτό ήρθα να σε συναντήσω. Δεν είναι λοιπόν δί-καιο άνθρωπος σαν εσένα να μην γνωρίζει την αλήθεια και να λατρεύει τα κωφά και αναίσθητα είδωλα. Εγώ για να σώσω το ανθρώπινο γένος έλαβα μορφή ανθρώπου και ήλθα σ’ αυτό τον κόσμο».
Τότε ο Άγιος είπε: «Πιστεύω Κύριε ότι εσύ είσαι ο κτίστης και δημιουργός του κόσμου και ότι εσύ είσαι ο μοναδικός Θεός».

Τότε ο Κύριος είπε: «Εάν πιστεύεις σ’ εμένα, πήγαινε να βρεις τον Αρχιερέα της πατρίδος σου και ζήτησε να σε βαπτίσει Χριστιανό».
Αφού ακούστηκαν και τα τελευταία λόγια, το ελάφι εξαφανίστηκε.

Ο Άγιος την επόμενη κιόλας ημέρα πήγε και βαπτίστηκε Χριστιανός, μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του.
Το πρωί της επομένης ο Άγιος Ευστάθιος πήγε στο ίδιο μέρος με τους στρατιώτες του και αφού τους διέταξε να πάνε για κυνήγι, εκείνος πήγε στο σημείο που είχε δει το ελάφι και άκουσε πάλι τη φωνή του Κυρίου να του λέει ότι πρέπει να φυλάει την πίστη του και να μην την αρνηθεί ποτέ. Λίγες μέρες μετά το όραμα πέθαναν οι υπηρέτες που είχε στο σπίτι του από λοιμώδη ασθένεια. Αργότερα έπεσε αρρώστια στα άλογα και στ΄ άλλα ζώα. Τότε κατάλαβε ότι όλα αυτά είναι δοκιμασίες από το Θεό.

Μια μέρα για ν’ απαλύνει τη λύπη του πήγε στην εξοχή. Τότε κλέφτες πήγαν στο σπίτι του κι έκλεψαν όλα του τα υπάρχοντα με αποτέλεσμα από πολύ ευκατάστατος που ήταν να γίνει πάμφτωχός. Μετά από λίγο καιρό αναχώρησε με τη γυναίκα και τα παιδιά του για τα Ιεροσόλυμα.
Καθώς λοιπόν ταξίδευαν έφθασαν σε ένα παραλιακό μέρος και μπήκαν σ’ ένα πλοίο για να περάσουν απέναντι. Ενώ το πλοίο πλησίαζε στην ξηρά, ο πλοίαρχος του καραβιού που του άρεσε πολύ η γυναίκα του Αγίου, η οποία ήταν πολύ όμορφη, του ζήτησε ναύλο πολύ μεγαλύτερο απ’ το κανονικό. Ο Άγιος δεν είχε να του δώσει και σ’ αντάλλαγμα ο πλοίαρχος ζήτησε να κρατήσει τη γυναίκα του αντί του ναύλου.
Ο Άγιος δεν δέχτηκε και ο πλοίαρχος διέταξε τους ναύτες του να τον συλλάβουν και να ρίξουν αυτόν και τα παιδιά του στη θάλασσα. Τότε κολυμπώντας βγήκαν στην ξηρά. Περπατώντας, έφθασαν σ’ ένα ποταμό. Ο ποταμός είχε πολύ νερό κι επειδή δεν ήταν δυνατό να τον περάσουν, άφησε το ένα του παιδί στη μία όχθη και πήρε το άλλο στον ώμο για να το περάσει στην άλλη όχθη. Κι ενώ γύριζε να πάρει το άλλο του παιδί για να το περάσει απέναντι, βλέπει ότι το πρώτο του το πήρε ένα λιοντάρι. Ξαναγυρίζοντας για να δει το δεύτερο, βλέπει να το παίρνει ένας λύκος. Αφού έκλαψε πολύ, σηκώθηκε και περπατώντας έφθασε στην πόλη όπου έμεινε κι εργάστηκε με ημερομίσθιο. Τον επόμενο χρό-νο τον διόρισαν αμπελοφύλακα και στη θέση αυτή παρέμεινε για δεκαπέντε χρόνια.

Ο Πανάγαθος όμως Θεός, δεν άφησε τα παιδιά του να χαθούν. Στη μία όχθη υπήρχαν ποιμέ-νες κι αφού είδαν το λιοντάρι, έτρεξαν και με τη βοήθεια του Θεού κατόρθωσαν να σώσουν το ένα παιδί. Από την άλλη όχθη βρίσκονταν γεωργοί. Όταν είδαν κι αυτοί τον λύκο έτρεξαν πίσω του και με φωνές κατόρθωσαν να τον κάνουν να αφήσει το άλλο παιδί. Οι ποιμένες κι οι γεωργοί φρόντισαν να αναθρέψουν τα παιδιά κι επειδή δεν ήξεραν ότι είναι αδέρφια τα μεγάλωσαν χωριστά.

Η σύζυγος του Αγίου, που μετά τη βάπτισή της είχε ονομαστεί Θεοπίστη, φυλάχτηκε αβλαβής γιατί αμέσως ο πλοίαρχος ασθένησε και μετά από λίγες μέρες πέθανε. Μετά το θάνατό του αφέθηκε ελεύθερη.

Η πόλη στην οποία βρέθηκε η Θεοπίστη επαναστάτησε και κυρίευσε πολλές πόλεις και φρούρια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο Αυτοκράτορας της Ρώμης Τραϊανός μη ξέροντας τι να κάνει θυμήθηκε τον Άγιο Ευστάθιο, αλλά δεν ήξερε που να τον βρει. Τότε έστειλε δύο ανθρώ-πους σε κάθε πόλη για να τον βρουν. Δύο φίλοι του Αγίου, ο Αντίοχος και ο Ακάκιος, περιφερόμενοι από τόπο σε τόπο έφθασαν και στη Βηρυτό, όπου βρισκόταν ο Άγιος. Εκείνος, αφού τους είδε με τη στολή τους τους αναγνώρισε, παρακάλεσε όμως το Θεό εκείνοι να μην τον θυ-μηθούν. Αφού του είπαν τι ζητούν και χωρίς να τον αναγνωρίσουν, τους ζήτησε να καθίσουν και να ξεκουραστούν.
Κατά τη διάρκεια του φαγητού όμως αναγνώρισαν τον Άγιο από μια σπαθαριά που είχε στο λαιμό του, την οποία είχε αποκτήσει σε μία μάχη. Τότε οι δύο του φίλοι έπεσαν στην αγκαλιά του με δάκρια. Ο Άγιος τους είπε τι είχε συμβεί στη γυναίκα και στα παι-διά του. Οι φίλοι του τον έντυσαν με τη στρατιωτική του στολή και αναχώρησαν για τη Ρώμη. Μετά από πορεία 15 ημερών έφθασαν στον προορισμό τους όπου τους περίμενε ο Τραϊανός και τους υποδέχτηκε με μεγάλες τιμές. Τότε του ζήτησε να γίνει πάλι στρατηλάτης.

Ο Άγιος, αφού μέτρησε το στρατό, τον βρήκε μικρό και ζήτησε να στρατολογηθούν κι άλλοι άντρες. Η διαταγή αυτή έφθασε και στην πόλη που βρίσκονταν τα παιδιά του και στρατολογήθηκαν κι εκείνα. Αφού μαζεύτηκαν όλοι οι νεοσύλλεκτοι ο Άγιος τους είδε και χωρίς να γνωρίσει, τα παιδιά του διέταξε να τον υπηρετήσουν στην οικεία του, γιατί τα ξεχώρισε για την ο-μορφιά και τη σύνεσή τους .

Η εκστρατεία που ακολούθησε πήγε πολύ καλά και ο Ευστάθιος νίκησε τους αποστάτες και πήρε πίσω τα φρούρια και τις πόλεις. Έπειτα έφτασε και στην πόλη όπου ζούσε η Θεοπίστη. Φτάνοντας στο σπίτι της κατασκήνωσε στην αυλή της. Μία μέρα που τα παιδιά του Αγίου πή-γαν στο σπίτι της Θεοπίστης, χωρίς να ξέρουν ότι είναι αδέλφια και ότι εκείνη είναι η μητέρα τους, την είδαν να μαγειρεύει.
Αφού περίμεναν να γίνουν τα φαγητά άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους και να ρωτά ο ένας τον άλλο από που κατάγεται. Αφού είπαν και οι δύο τις ιστορίες τους, κατάλαβαν ότι είναι αδέλφια κι αγκαλιάστηκαν με δάκρυα χαράς.
Η Θεοπίστη άκουσε όλη τη συνομιλία και κατάλαβε ότι αυτά ήταν τα παιδιά της.
Θέλησε ναφανερωθεί αλλά πριν προλάβει να το κάνει τα παιδιά της πήραν τα φαγητά κι έφυ-γαν βιαστικά για να ετοιμάσουν τα τραπέζια του Αρχιστράτηγου. Την άλλη μέρα πήγε η Θεοπίστη στη σκηνή του Αρχιστράτηγου για να βρει τα παιδιά της, αλλά έλειπαν στην υπηρεσία τους. Βρήκε όμως τον Άγιο στη σκιά ενός δέντρου. Αμέσως αισθάνθηκε ότι αυτός ήταν ο άντρας της.
Αφού του εξήγησε τι είχε συμβεί ο Άγιος από τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και από τις ακριβείς περιγραφές της βεβαιώθηκε ότι αυτή είναι η γυναίκα του. Αφού αγκαλιάστηκαν, η Θεοπίστη τον ρώτησε που βρίσκονται τα παιδιά τους. Τότε εκείνος της είπε ότι τα έφαγαν τα θηρία. Η Θεοπίστη όμως του ε-ξήγησε ότι τα παιδιά τους ζουν και του ζήτησε να φωνάξει τους δύο στρατιώτες για να βεβαιωθούν. Ο Άγιος τους κάλεσε και τους ρώτησε από πού κατάγονται. Από τις α-παντήσεις τους βεβαιώθηκαν γι άλλη μία φορά ότι ήταν παιδιά τους. Όλοι χάρηκαν πάρα πολύ, ακόμη και το στράτευμα. Το γεγονός γιορτάστηκε με λαμπρότητα. Όταν τελείωσαν οι γιορτές, ο Άγιος Ευστάθιος επέστρεψε στην Ρώμη. Τον καιρό όμως της επιστροφής του πέθανε ο Τραϊανός και τον διαδέχτηκε ο ανιψιός του Αδριανός, ο ο-ποίος ήταν ειδωλολάτρης και μεγάλος διώκτης των Χριστιανών. Υπήρξε όμως μία σύ-γκρουση ανάμεσα στον Άγιο και στον Αδριανό όταν ο δεύτερος πηγαίνοντας στο ναό του Απόλλωνα ως ειδωλολάτρης για να προσφέρει θυσία πίεσε τον Άγιο να κάνει το ί-διο. Εκείνος όμως του εξήγησε ότι δοξάζει και πιστεύει το Χριστό.
Τότε ο Αδριανός διέταξε τον Άγιο να βγάλει τα στρατιωτικά του ρούχα. Επίσης διέταξε τους στρατιώτες να πάνε όλη την οικογένεια στην πεδιάδα και να εξαπολύσουν εναντίον τους ένα πει-νασμένο λιοντάρι. Το λιοντάρι αφού τους πλησίασε τρέχοντας, έσκυψε το κεφάλι του σαν να τους προσκυνούσε κι έφυγε προς τα πίσω.
Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε να φτιάξουν ένα χάλκινο βασανιστήριο, να το πυρώσουν καλά και να κλείσουν μέσα σ’ αυτό όλη του την οικογένεια του Αγίου. Καθώς όμως ετοιμάζονταν να τους βάλουν μέσα, οι ίδιοι ζήτησαν να προσευχηθούν. Τότε άκουσαν τον Κύριο να λέει ότι αφού πέρασαν μεγάλους πειρασμούς με μεγάλη υπομονή και γενναιότητα θα απολαύσουν στην ουράνια πατρίδα την αιώνια χαρά. Τότε ο Άγιος παραδόθηκε στους στρατιώτες με μεγάλη προθυμία, κλείστηκαν μέσα στο χάλκινο θάλαμο και παρέδωσαν την ψυχή τους στον Κύριο το 126 μ.Χ.

Μετά από κάποιες ημέρες ο Αδριανός πρόσταξε ν’ ανοίξουν το χάλκινο κατασκεύασμα. Αφού το άνοιξαν, είδαν ότι ούτε μία τρίχα από το κεφάλι τους δεν είχε καεί. Στην αρχή νόμισαν ότι ήταν ακόμη ζωντανοί και διέταξε να τους βγάλουν έξω. Ο κόσμος μόλις είδε τα σώματά τους σώα κι αβλαβή, άρχισε να φωνάζει με μία φωνή «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών. Αυτός μόνο είναι ο Θεός ο αληθινός και κανείς άλλος».

Ο δε Αδριανός φοβήθηκε κι έφυγε. Τότε μερικοί Χριστιανοί πήραν τα νεκρά σώματα κρυφά και τα έθαψαν σε τόπο κατάλληλο. Οι χριστιανοί έφτιαξαν ένα ναό και γιορτάζουν μέχρι σήμερα την μνήμη τους στις 20 Σεπτεμβρίου.

Ο Έλληνες κυνηγοί γιορτάζουν κι αυτοί κάθε χρόνο σε διάφορα εκκλησάκια τη μνήμη του Αγίου προστάτη τους και νομίζω ότι εκείνη την ημέρα πρέπει να γίνεται μια μεγάλη πανελλήνια γιορτή υπό την αιγίδα της Συνομοσπονδίας σε μία εκκλησία, η οποία φέρει το όνομά του

Του Στάθη Καβαθούλη