Σελίδες

Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

Κοίμησις Θεοτόκου (Λκ. 10,38-42· 11,27-28). Νοικοκυρά και Ιεραπόστολος


«Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,41-42)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ἑορτάζεται ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου καὶ διαβάζεται τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε. Σ᾽ αὐτὸ ὁ εὐαγγελιστὴς Λου­κᾶς περιγράφει μὲ ζωηρὰ χρώματα ἕνα ἐπεισόδιο τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο μᾶς δίνει τὴν εἰκόνα δύο ἀξιολόγων γυναικῶν. Εἶνε οἱ ἀδελφὲς τοῦ Λαζάρου Μάρθα καὶ Μαρία. Καὶ οἱ δύο ἀγαποῦσαν τὸ Χριστό. Ἀλ­λὰ λόγῳ χαρακτῆρος ἐξ­εδήλωσαν τὴν ἀγάπη τους κατ᾽ ἄλλο τρόπο ἡ μία καὶ κατ᾽ ἄλλον ἡ ἄλλη. Καὶ οἱ δύο εἶνε ἄξι­ες μιμήσεως. Μακά­ρι νὰ εἴχαμε καὶ στὴν ἐποχή μας γυναῖκες ποὺ νὰ μοιάζουν, ἂν ὄχι στὴν Παναγία ποὺ εἶνε ἄ­φθαστη κι ἀν­επανάληπτη, τοὐλάχιστον σ᾽ αὐτές.

Ἀλλ᾽ ἂς δοῦμε μὲ συντομία τὴν περικοπή.
* * *
Σὲ μικρὴ ἀπόστασι ἔξω ἀπ᾽ τὰ Ἰεροσόλυμα ἦταν ἕνα χωριό, ἡ Βηθανία. Συχνὰ πήγαινε ἐ­κεῖ ὁ Χριστός, διότι ὑπῆρχε ἡ οἰκογένεια αὐ­τὴ μὲ τὴν ὁποία συνδεόταν. Ἔρχεται λοιπὸν καὶ τώρα στὸ σπίτι τους. Ἡ Μάρθα μόλις τὸν εἶ­δε ἔτρεξε νὰ τὸν ὑποδεχθῇ κι ἀμέσως ἀνασκουμπώθηκε νὰ τὸν περιποιηθῇ. Πῆγε στὸ μαγειρεῖο, ἄναψε φωτιὰ καὶ ἄρχισε νὰ μαγειρεύῃ. Γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσῃ, ἑτοίμαζε φαγητὸ ἐκλεκτὸ βάζοντας ὅλη τὴν τέχνη της.

Τί λέτε σεῖς, ἔκανε ἄσχημα; Ποιός θὰ τὴν κα­τηγορήσῃ; Καλὰ ἔκανε. Πρῶτα – πρῶ­τα, για­τὶ ὁ Χριστὸς εἶ­χε ἀ­­νάγκη τροφῆς. «Ἀν­ενδεὲς τὸ θεῖ­ον», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἡ θεότης δὲν ἔ­χει ἀνάγκες. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν ἦταν μόνο Θεός· ἦταν καὶ ἄνθρωπος, εἶχε σῶμα καὶ πεινοῦσε. Ὁ ἴ­διος ἄλλωστε στὴν περι­κοπὴ τῆς δευτέρας παρουσίας δίδαξε τὴ φιλο­ξενία. «Ξένος ἤ­μην, καὶ συνηγάγε­τέ με», δὲν εἶχα ποῦ νὰ μείνω, εἶπε, καὶ μὲ φιλοξενήσατε (Ματθ. 25,35).

Συνεπῶς δὲν μποροῦμε νὰ κατακρίνουμε τὴ Μάρθα γιατὶ ἑτοίμαζε φαγητό. Κάπου ἀλλοῦ εἶνε τὸ σφάλμα της. Ἐνῷ δηλα­δὴ ἐκείνη κάνει αὐτὸ ποὺ νομίζει καλό, ἀπαιτεῖ νὰ κάνῃ τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἀδελφή της. Ἀλλὰ ἡ Μαρία, μόλις πῆ­γε ὁ Χριστός, πῆρε ἕνα σκαμνί, κάθη­σε κον­τὰ στὰ πόδια του καὶ ἄκουγε τὴ διδα­χή του. Καὶ ἦ­ταν τόσο εὐχαριστημένη! Σὰν μέ­λισσα στὸ ἄν­θος, σὰν πρόβατο στὸ χορτά­ρι, σὰν βρέφος στὸ μαστὸ τῆς μάνας, ἔτσι ῥουφοῦσε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἦταν στὴ γῆ, βρισκόταν σ᾽ ἄλλο κόσμο.

Αὐτὸ τὸ αἰσθάνονται μόνο ὅσοι πιστεύουν. Λέει ὁ φιλόσοφος Πλάτων· ἂν πάρῃς μιὰ κιθά­ρα καὶ πᾷς στὸ στάβλο ποὺ εἶνε τὰ γαϊδούρια καὶ τοὺς παίξῃς μουσική, δὲν πρόκειται νὰ κατα­λάβουν. Ἔτσι μοιάζουν καὶ ὡρισμένοι ἄνθρω­ποι. Γι᾽ αὐ­τὸ ὁ Κύριος μίλησε γιὰ ᾽κείνους πού, ἐνῷ ἔχουν αὐτιά, δὲν ἀκοῦνε (βλ. Μᾶρκ. 8,18).

Ἐνῷ λοιπὸν ἡ Μαρία ἦταν ἀφωσιωμένη στὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἔρχεται ἡ Μάρθα καὶ λέει· Κύριε, δὲ μὲ σκέπτεσαι ποὺ ἡ ἀδελφή μου μ᾽ ἄφησε μόνη νὰ ἑτοιμάζω; πές της λοι­πὸν νὰ ᾽ρθῇ νὰ μὲ βοηθήσῃ. Καὶ τότε ὁ Χριστὸς ἀ­πήντησε μὲ τὰ περίφημα ἐκεῖνα λόγια, ποὺ ἑρ­μηνεύονται διαφορετικὰ καὶ παρεξηγοῦνται· «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,41-42).

Τί θέλει νὰ πῇ ὁ Χριστὸς μὲ τὰ λόγια αὐτά; Κατηγορεῖ τὴ Μάρθα; Ὄχι. Ἁπλῶς τῆς κάνει μία ἐλαφρὰ παρατήρησι. Ἐκτιμῶ, λέει, τὴν ἀ­γάπη καὶ τὴ φιλοξενία σου, ἀλλά γιατί κουρά­ζεσαι τόσο; Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ἀ­ρέ­σκομαι σ᾽ αὐτά. Μοῦ φτάνει ἕνα ἁπλὸ φαγητό, ὥστε νὰ σοῦ μείνῃ καιρὸς νὰ ἔρθῃς κ᾽ ἐ­σὺ ἐ­δῶ ν᾽ ἀκούσῃς. Ἡ Μαρία ὅμως διάλεξε τὴν καλὴ μερίδα, ν᾽ ἀκούῃ δηλαδὴ τὰ λόγια μου, ποὺ εἶνε τροφὴ πνευματικὴ καὶ θεία.

Ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ φαίνονται τὰ θετικὰ στοιχεῖα τῶν δύο ἀδελφῶν, καὶ σ᾽ αὐτὰ θέλω νὰ στρέψουμε τώρα τὴν προσοχή.
* * *
Ἡ Μάρθα εἶνε σύμβολο τῆς νοικοκυρᾶς. Σήμερα ἡ νοικοκυρά, ποὺ φροντίζει τὴν οἰ­κογέ­νεια καὶ τὸ σπίτι, μαγειρεύει κ.λπ., ἔχει γί­νει πρᾶγμα σπάνιο. Παλαιότερα οἱ γυναῖκες ἰ­δίως τοῦ χωριοῦ κοπίαζαν πάρα πολὺ ―καὶ πέ­θαιναν νωρίς―, ἐνῷ οἱ ἄν­τρες κάθονταν στὰ καφενεῖα. Τώρα οἱ γυναῖκες, ἰδίως τῶν πόλεων, κατήργησαν τὸ νοικοκυριό. Πολλὲς δουλειὲς δὲν τὶς ξέρουν· δὲν πλένουν, δὲ μαγειρεύουν. Βάφονται, περιποιοῦνται ἐπὶ ὧρες τὸν ἑαυτό τους. Κι ἂν τοὺς ἔρθῃ ξένος, δὲν τοῦ κάνουν τραπέζι στὸ σπίτι· τὸν πηγαίνουν σὲ ἑστιατόρια. Ἄλλαξε ἡ νοοτροπία, ἔγινε ἀ­μερικάνικη, μὲ μύρια κακὰ ἐπακόλουθα.

Εὐτυχὴς ὁ ἄντρας ποὺ ἔχει γυναῖκα νοικοκυρά. Μοῦ ᾽λεγε ἕνας καθηγητὴς πανεπιστημίου· Δόξα τῷ Θεῷ δὲν ἔκανα τὸ σφάλμα νὰ πάρω γυναῖκα ὑπάλληλο· πῆγα στὸ χωριό μου, ἔψαξα καὶ βρῆκα νοικοκυρά… Τώρα δυστυ­χῶς καὶ στὰ συνοικέσια στόχος εἶνε τὸ «παραδάκι»! Ζητοῦν γυναῖκα ἐργαζομένη, νὰ ἔχῃ θέσι καὶ νὰ εἰσπράττῃ μισθό. Δὲ βλέπουν τὶς συνέπειες. Πολλὲς φορὲς ζεύγη ὑπαλλήλων διαλύονται. Κι ὅταν δὲν διαλύ­ωνται, οἱ σύζυγοι ξεφεύγουν ἀπὸ τὸ ῥόλο τους. Διότι ἡ νοικοκυρὰ εἶνε στὸ σπίτι βασίλισσα, ποὺ κρατάει τὴν οἰκογένεια. Κι ὅταν αὐτὴ δὲν μένῃ στὸ σπίτι, συχνὰ ὑποχρεώνεται ὁ ἄντρας νὰ κάνῃ γυναικεῖες δουλειές. Ἔχω παράδει­γμα ὑπάλληλο, τμηματάρχη ὑπουργείου, ποὺ ἡ γυναίκα του τὸν ὑποχρεώνει νὰ πλένῃ τὰ πιάτα. Δὲν εἶ­νε ἀσφαλῶς κακὸ αὐτό, εἶνε ὅμως ἐναλλα­γὴ τῶν θέσεων. Ἀλλὰ τὸ πιὸ σοβαρὸ εἶνε, ὅτι τὰ παιδιὰ μένουν ἐγκατελειμμένα καὶ ἀνεπιτήρητα, καὶ γίνονται κακομαθημένα. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Γραφὴ λέει, ὅτι ὅποιος βρῆκε γυναῖκα νοικο­κυρά, βρῆκε θησαυρό (βλ. Παροιμ. 31,10)

Ἡ Χριστιανὴ γυναίκα, μὲ πρότυπο τὴ Μάρθα, πρέπει νά ᾽νε νοικοκυρά. Ἂς προσέξῃ ὅμως ἕνα ἄλλο πρᾶγμα· νὰ μὴν τὴν ἀπορροφήσῃ τελείως τὸ νοικοκυριό. Γιατὶ αὐτὸ πάλι εἶνε ἄλλο κακό. Οὔτε τὸ ἕνα, οὔτε τὸ ἄλλο. Σὲ κάποιο χωριὸ στενοχωρήθηκα ὅταν βγήκαμε ἀ­πὸ τὴ λειτουργία. Μέσα στὴν ἐκκλησία ἦταν μόνο ἄντρες καὶ κάτι παιδιά· γυναίκα καμμιά. Τὶς εἶχαν ἀγγαρέψει οἱ ἄντρες καὶ ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ἔψηναν, γιὰ νὰ ἐπακολουθήσῃ φαγοπότι.

Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια, ποὺ οἱ Χρι­στιανοὶ φρόντιζαν καὶ γιὰ τὶς γυναῖκες τους, μιλοῦσαν ὅπως ὁ Χριστός· «Μάρθα, κάνε φαγητὰ ἁπλᾶ». Βρῆκα διαβάζοντας, ὅτι στὴ Μακεδονία Κυριακὴ καὶ γιορτὴ δὲν μαγείρευε ἡ γυναίκα· ἑτοίμαζε τὸ φαγητὸ ἀπὸ τὸ Σάββατο, γιὰ νὰ μπορῇ νὰ λειτουργηθῇ καὶ αὐτή. Τώρα ἡ καημένη ἡ γυναίκα οὔτε Κυριακὲς οὔτε ἑ­ορ­τὲς μπορεῖ νὰ χαρῇ. Ἡ ἑορτὴ καὶ ἡ ἀργία εἶνε καὶ γιὰ τὴ γυναῖκα. «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ πε­ρὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία».

Ἡ ἄλλη, τώρα, ἀδελφή, ἡ Μαρία. Εἶνε ἡ πιστὴ καὶ πνευματι­κὴ γυναίκα, τῆς ὁποίας τὴν στάσι ἐπαινεῖ ὁ Κύριος. «Μαρία δὲ τὴν ἀ­γα­θὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾽ αὐτῆς». Εἶνε σύμβολο τῆς ἱεραποστόλου. Γυναῖκες σὰν αὐτὴν εἶνε ἀκόμη περισσό­τερο δυσεύρετες. Ἂν εἶνε σπάνιο σήμερα νὰ βρεθῇ νοικοκυρά, πολὺ πιὸ σπάνιο εἶνε νὰ βρεθῇ γυναίκα ἱεραπόστολος, ἀφιερωμένη στὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης. Ὅλη τὴν πόλι νὰ κοσκινίσῃς, δὲ βρίσκεις τέτοια πρόσωπα, πρόσωπα ἀφωσιωμένα ὄχι πλέον στὸ παιδὶ στὸν ἄντρα καὶ στὸ σπίτι, ἀλλὰ στὸ Θεὸ καὶ τὴ διακονία τοῦ πλησίον. Ὑπηρετοῦν σὲ νοσοκομεῖα καὶ ἄλλα φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα χωρὶς μισθό! Καὶ τὸ λυπηρὸ εἶνε ὅτι, ἀντὶ μισθοῦ καὶ ἀναγνωρίσεως, εἰσπράττουν πολλὲς φορὲς ἀπὸ ὡρισμένους τὴν περιφρόνησι καὶ τὸν χλευαστικὸ χαρακτηρισμὸ «γεροντοκόρες». Ὄχι, κύριοι! Εἶνε ἡρωικὰ καὶ ἱερὰ πρόσωπα αὐτά, ἰδεολόγοι· εἶνε Μαρίες τῆς ἐποχῆς μας. Στὸ ἐκκλησιαστικὸ γηροκομεῖο Φλωρίνης ὑπάρχουν γέρον­­τες ποὺ οἱ δικοί τους τοὺς ἄφησαν καὶ τοὺς ὑπηρετοῦν ἱεραποστολικὲς γυναῖκες.

Οἱ ἀφιερωμένες γυναῖκες δὲν θεωροῦν τὴ ζωή τους ἄκαρπη οὔτε τὰ χρόνια τους χαμένα. Δὲν εἶνε χαμένος ὁ χρόνος ποὺ ἀφιερώνει ὁ ἄνθρωπος στὸ Θεό· ὁ χρόνος τῆς προσευχῆς, τοῦ ἐκκλησιασμοῦ, τῆς μελέτης τῆς Γραφῆς, τῆς συμμετοχῆς στὰ μυστήρια, τῆς ἐξομολογήσεως, τῆς ἐπισκέψεως ἀσθενῶν, τῆς ὑ­πηρεσίας ἐν γένει σὲ ἔργα ἀγάπης. Γι᾽ αὐτὸ οἱ σπάνιες αὐτὲς γυναῖκες ἔχουν μεγάλη ἀξία.
* * *
Ὁ κόσμος, ἀγαπητοί μου, δὲν ἔχει ἀ­νάγ­κη ἀπὸ μοντέρνες γυναῖκες· ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ Μάρθες καὶ Μαρίες, ἀπὸ νοικοκυρὲς καὶ ἱεραποστόλους, ποὺ θὰ ἀνορθώσουν τὴν οἰκογένεια καὶ θὰ ξαναφέρουν στὴν κοινωνία τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀνθρωπιά.

Ὦ πατρίδα μας, πότε θ᾽ ἀποκτήσῃς τέτοιες γυναῖκες; Μπῆκε δυστυχῶς τὸ πνεῦμα τῆς μόδας, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τοῦ ἐκφυλισμοῦ καὶ τῆς διαφθορᾶς κι ἀπὸ τὸ ἄλλο τοῦ ὑλισμοῦ καὶ τῆς ἀθεΐας, καὶ ἀλλοίωσε τὸν χαρακτῆρα τῶν Ἑλληνίδων, τὶς ἔκανε ἀγνώριστες.

Εἴθε ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, νὰ φωτίσῃ τὶς Ἑλληνίδες νὰ ξαναγίνουν νοικοκυρὲς καὶ ἱεραπόστολοι, πρὸς δόξαν καὶ τιμὴν τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Κλαδορράχης – Φλωρίνης 15-8-1976)