Σελίδες

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

Φῶς καὶ τὰ μικρὰ παιδιά!


ευλογ. 1999 ιστΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο. Τί μᾶς λέει; Ὁμιλεῖ στὴν ἀρχὴ γιὰ φῶς. Σεῖς, λέει, οἱ μαθηταί μου εἶστε τὸ φῶς τοῦ κό­σμου (Ματθ. 5,14). Τί φῶς ἐννοεῖ; Ὑπάρχει φῶς ὑλικὸ – φυσικὸ καὶ φῶς πνευματικό – ὑπερφυσικό.
Τὸ ὑλικὸ φῶς εἶνε τὸ γνωστὸ φῶς. Ἀστείρευτη πηγή του εἶνε ὁ ἥλιος. Κι ἂν δὲν ὑπῆρ­χε τίπο­τε ἄλλο, ἔφτανε καὶ μόνο ὁ ἥλιος ν᾽ ἀ­ποδεί­ξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Θὰ εἶνε παρά­φρων ὅποιος πῇ ὅτι εἶνε δημιούργημα τύχης. Δισεκατομμύρια κιλοβὰτ σκορπάει σὲ κάθε γωνία τῆς γῆς, καὶ μάλιστα δωρεάν. Γι᾽ αὐτὸ κάθε ψυ­­χή, πρωὶ σὰν βγαί­νῃ ὁ ἥλιος, μ᾽ εὐγνωμοσύ­νη ἂς λέῃ· «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς…».

Ἀλλ᾽ ἐκτὸς τοῦ φυσικοῦ ἡλίου καὶ τοῦ φυσι­κοῦ φωτὸς ὑπάρχει τὸ ἄλλο φῶς, τὸ φῶς τὸ νοερό, ποὺ φωτίζει ὄχι πλέον τὰ σώματα ἀλ­λὰ τὰ πνεύματα. Ποιό εἶνε τὸ φῶς αὐτό;
Τὰ γράμματα, ἀκοῦμε συχνά, οἱ τέχνες, οἱ ἐ­πι­στῆ­μες. Κι ὅταν μιὰ ἐποχὴ παρουσιάζῃ σ᾽ αὐ­τὰ ἀ­κμή, τὴ λένε «ἐποχὴ τῶν φώτων». Ἔ­τσι λέγε­ται καὶ ἡ δική μας ἐποχή. Ποτέ ἄλλοτε δὲν ὑ­πῆρξαν τόσες ἐφευρέσεις, τόσα σχολεῖα καὶ πανεπιστήμια. Ἐποχὴ φωτός.
Ἀλλὰ τὸ φῶς αὐτό, ὅσο κι ἂν προκαλῇ θαυμασμό, ἀποδεικνύεται πενιχρό, φῶς πυγολαμπίδος, ὅταν καλῆται νὰ φω­τίσῃ – νὰ δώσῃ ἀ­παντήσεις στὰ μεγάλα προ­βλήματα ποὺ βασα­νίζουν κάθε ἄνθρωπο· Τί εἶνε Θεός; Τί εἶνε κόσμος; Τί εἶνε ἄν­θρωπος; Τί εἶνε σύμπαν; Τί εἶνε ψυχή; Τί εἶνε συνείδησις; Τί εἶνε ἠθικὸς νόμος; Τί ὑπάρχει πέραν τοῦ τάφου;… Σ᾽ αὐ­τὰ τί ἔχουν ν᾽ ἀπαν­τήσουν οἱ τέχνες, οἱ ἐ­πι­στῆ­μες, οἱ φιλοσοφίες; Ἂς μοῦ ἐπιτρα­πῇ νὰ πῶ τὴ λατινικὴ φράσι ποὺ εἶπε ἕνας μεγάλος ἐ­πιστήμων· «Ignoramus et ignorabimus», δη­λα­δὴ ἀγνοοῦμε καὶ θὰ ἀγνοοῦμε. Καὶ ἕνας ἄλ­λος μεγάλος ποιητὴς τῆς Γερμανίας, ὁ Γκαῖτε, στὸ τέλος τῆς ζωῆς του εἶπε· Ἰδού ἐγώ, μὲ τό­σα φῶτα, τυφλός· τυφλός, ὅπως καὶ πρῶτα.

* * *

Ποιό λοιπὸν εἶνε τὸ φῶς; Ἐὰν δώσω τὴν ἀ­πάντησι ἀμέσως, μερικοὶ θὰ μειδιάσουν. Ἀλλ᾽ ἐμεῖς δὲν μειδιοῦμε· μιλοῦμε σοβαρά. Στὸ ἐ­ρώτημα, ποιός εἶνε ὁ ἥλιος ποὺ φωτίζει τὸν κό­σμο, τὰ πάντα φωνάζουν· ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰ­ησοῦς Χριστός. Φῶς εἶνε ἡ διδασκαλία του· «…διότι φῶς τὰ προστάγμα­τά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9). Φῶς ἡ ἁγία του ζωή, ἡ ἀκηλίδωτη. «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» εἶπε (Ἰωάν. 8,46), καὶ τὸ ἐρώτημά του μένει ἀναπάντητο. Φῶς τὰ σεπτά του πάθη· «Τὰ πάθη τὰ σεπτὰ ἡ παροῦσα ἡμέρα, ὡς φῶτα σωστικά, ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ…» (κάθ.). Φῶς ἡ σταύρωσι, φῶς ἡ ἀνάστασι, φῶς ἡ ἀνάληψι, φῶς ὁλόκληρος ὁ βίος του. Καὶ ὅπως ὁ ἥλιος δὲν κρατεῖ τὸ φῶς γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ τὸ σκορπάει, κατὰ πα­­ρό­μοιο τρόπο καὶ ὁ Χριστὸς σκορπάει τὸ φῶς του σὲ ὅλες τὶς ψυχὲς καὶ προσκαλεῖ· «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός». Καὶ ὄχι μόνο αὐτό· ἀλλ᾽ ἔχει τὴ δύναμι ―ἐδῶ εἶνε τὸ μεγαλεῖο― καὶ τὸ πλέον σκοτεινὸ σῶμα νὰ τὸ κάνῃ φωτεινό. Ὅπως οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου ὅταν πέσουν σὲ καθρέφτη τὸν κάνουν νὰ γίνεται καὶ αὐτὸς ἥλιος, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ὅταν πέσῃ σὲ εὐγενεῖς ψυχές, τὶς κάνει νὰ ἀκτινοβολοῦν καὶ γίνονται κι αὐτὲς ἥλιοι στὸν κόσμο.
Δὲν εἶν᾽ αὐτὰ θεωρία, λογοτεχνία, οὐτοπία, λόγια ἀπ᾽ τὰ ὁποῖα μπούχτισε ὁ κόσμος. Ὄχι. Ἡ γλῶσσα μας εἶνε πτωχὴ γιὰ νὰ περιγράψῃ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶπε· «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. 8,12). Ὅτι αὐτὰ δὲν εἶνε λόγια, ἀπόδειξις τὸ ὅτι, ὄχι ἕ­νας ἢ δύο ἢ τρεῖς, ἀλλὰ πολλοὶ δέχθηκαν αὐτὸ τὸ φῶς καὶ ἔγιναν ἀστέρες πνευματικοί.
Σήμερα ―γιὰ μετρῆστε― στὸν οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας μας λάμπουν 630 ἀστέρες. Εἶνε οἱ πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ ὁ­ποῖοι τὸ 451 συνῆλθαν στὴ Χαλκηδόνα καὶ δι­εκήρυξαν, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἁπλῶς ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα πνεύματα, ἕνας φιλόσοφος ὅπως ὁ Σωκράτης καὶ ὁ Πλάτων, ἀλλὰ εἶνε πολὺ παραπάνω. Ἐὰν δὲν τὸ ὁμολογήσουμε, δὲν εἴμαστε Χριστιανοί· εἶνε τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, Θεάνθρωπος! Αὐτὸ διεκήρυξε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ διέλυσε τὰ σκότη τῆς πλάνης καὶ τῆς αἱρέσεως.
Φῶς οἱ 630 πατέρες. Ἀλλὰ φῶς καὶ ὁ κάθε ἅγιος ποὺ ἡ μνήμη του ἀνατέλλει καθημερι­νῶς στὸν ὁρίζοντα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως λ.χ. ὁ ἅ­γιος Κήρυκος καὶ τὴν ἁγία Ἰουλίττα ποὺ ἑορτάζουν στὶς 15 Ἰουλίου, ἡ ἁγία Μαρίνα ποὺ ἑορτάζει στὶς 17 Ἰουλίου, καὶ τόσοι ἄλλοι.

* * *

Δὲν εἶνε λοιπὸν οὐτοπία ὁ λόγος τοῦ σημε­ρι­νοῦ εὐαγγελίου «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κό­σμου». Καὶ δὲν ἰσχύει ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἕνα μικρὸ χρονικὸ διάστημα καὶ γιὰ ἕ­­να μικρὸ κύκλο μαθητῶν καὶ ἀποστόλων. Εἶ­νε λόγος – ἐντολὴ αἰωνίου κύρους. Ἰσχύει γιὰ κά­θε πιστό, μέχρι συν­τελείας τῶν αἰώνων.
Φῶς πρέπει νὰ εἶνε οἱ ἐπίσκοποι, καὶ ἀλλοίμονο ἂν δὲν εἶνε. Φῶς πρέπει νὰ εἶνε οἱ ἱερεῖς μας, καὶ ἀλλοίμονο ἂν δὲν εἶνε. Φῶς οἱ διδάσκαλοί μας· ἀλλοίμονο ἐὰν οἱ δάσκαλοι ἀντὶ νὰ εἶνε φῶς εἶνε σκοτάδι. Φῶς πρέπει νὰ εἶνε οἱ γονεῖς καὶ κηδεμόνες. Φῶς οἱ ἐγγράμματοι καὶ σπουδασμένοι. Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε ὅμως νὰ στρέψω τώρα τὸν λόγο εἰδικῶς πρὸς τὰ παιδιὰ καὶ νὰ τοὺς πῶ· Κ᾽ ἐσεῖς, ἀ­γαπητά μου παιδιά, πρέπει νὰ γίνετε φῶς.
―Μὰ ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἐπίσκοποι ἢ ἱερεῖς, δὲν ἔχουμε ἀξιώματα, δὲν εἴμαστε στρατιωτι­κοὶ ἢ δικαστικοὶ ἢ πολιτικοί· εἴμαστε παιδιά. Ἅμα γίνουμε κ᾽ ἐμεῖς μεγάλοι, τότε θὰ γίνου­με φῶς στὸν κόσμο. Τώρα ἀκόμη εἴμαστε μικροί… Ὄχι, παιδιά μου. Κι ἀπὸ τώρα μπορεῖτε.
⃝ Ξέρω ἕνα παιδί, ποὺ εἶχε πατέρα βλάστημο· ἀπ᾽ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ βλαστημοῦσε τὰ θεῖα. Αὐτὸν λοιπόν, ποὺ δὲ μπόρεσε νὰ τὸν δι­­ορθώσῃ οὔτε παπᾶς οὔτε ἱεροκήρυκας οὔτε ἐπίσκοπος, τὸ παιδὶ αὐτὸ κατώρθωσε νὰ τὸν κάνῃ νὰ κόψῃ τὴ βλαστήμια. ―Πατέρα, εἶπε, δὲν τρώω… Κήρυξε ἀπεργία πείνης, ἁγία ἀ­περγία. Νήστεψε, ἕως ὅτου ὁ πατέρας, βλέποντας ὅτι τὸ παιδὶ κινδυνεύει νὰ πεθάνῃ, ἀ­ναγκάστηκε μὲ κλάματα νὰ πῇ· ―Γιῶρ­γο, δὲ θὰ ξαναβλαστημήσω. Νά πῶς ὁ μικρὸς αὐτὸς ἔγινε φῶς μέσα στὸ σκοτάδι.
⃝ Ξέρω ἕνα νέο, ποὺ κατώρθωσε γιαγιά, παπποῦ, πατέρα, ὅλη τὴν οἰκογένειά του, ποὺ δὲν πατοῦσαν στὴν ἐκκλησία, νὰ τοὺς κάνῃ νὰ ἐκ­κλησιάζωνται καὶ νὰ ἐξομολογοῦνται. Αὐ­τὸς ὁ νέος ἔγινε φῶς στὸ σπίτι του.
⃝ Ἔγραψα στὴ «Σπίθα» «Κλεῖστε τὶς τηλεορά­σεις» καὶ πολλοὶ μοῦ εἶπαν· Μὴ γράφεις, καν­είς δὲν ἀκούει… Καὶ ὅμως· πόση χαρὰ αἰ­σθάνομαι ποὺ ἀπ᾽ ὅλα τὰ σημεῖα παίρνω γράμ­ματα, ἀκόμα καὶ μικρῶν παιδιῶν, ποὺ μοῦ λένε· ―Πάλεψα μὲ τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα δυὸ μέρες, ἐπὶ τέλους τοὺς ἔπεισα, καὶ προχθὲς τὸ βράδυ κλείσαμε τὴν τηλεόρασι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τέτοια παιδιὰ εἶνε φῶς.
⃝ Βγῆκε πρὸ ἐτῶν στὸ Παρίσι ἕνα μικρὸ βιβλίο μὲ τίτλο «Τὸ φῶς τοῦ βουνοῦ». Εἶνε διήγημα – ἀντιγραφὴ μιᾶς πραγματικότητος. Ἕ­νας μαθητὴς λυκείου μὲ 400 παιδιά, ὅπου οἱ πάντες μικροὶ καὶ μεγάλοι ἦταν ἄθεοι, κατώρ­θωσε μὲ τὴν ὑπέροχη διαγωγή του σιγὰ – σιγὰ νὰ λειώσῃ τὸ παγόβουνο τῆς ἀπιστίας, καὶ ὁ­λόκληρο τὸ λύκειο νὰ πιστέψῃ στὸ Χριστό.
῾Ρίξτε, ἀγαπητά μου παιδιά, ἕνα βλέμμα γύρω σας. Παρ᾽ ὅλα τὰ φῶτα τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν τεχνῶν, σκοτάδι βασιλεύει, σκοτάδι πνευ­ματικὸ καὶ ἠθικό, σκοτάδι πλάνης καὶ ἀνηθικό­τητος· ἀπιστία, ἀθεΐα, αἱρέ­σεις, διαφθορά. Με­σάνυχτα ἔχει ὁ κόσμος, κολυμπάει στὸ σκοτάδι, σὰν τὴ Μεγάλη Πα­ρασκευή. Τότε σταύρωσαν τὸ Χριστὸ οἱ Ἑβραῖοι· τώρα τὸν ξανασταυρώνουν οἱ λεγόμενοι Χριστιανοί. Σκοτάδι στὰ σπίτια, στὰ δικαστήρια, στοὺς στρατῶ­νες, στὰ σχολεῖα, στὰ πανεπιστήμια· κάποιος φιλόσοφος τῆς νεωτέρας πατρίδος ὠνόμασε τὸ πανεπιστήμιο παν-σκοτιστήριον.
Ν᾽ ἀπογοητευθοῦμε λοιπόν; Ὄχι. Δὲ θὰ νικήσουν τὰ παιδιὰ τοῦ σκότους, ποὺ σὰν τὶς νυ­­χτερίδες κινοῦται στὸ σκοτάδι. Θὰ νικήσῃ τὸ φῶς, ὁ Χριστὸς καὶ τὰ παιδιά του.
Μιὰ ξένη παροιμία λέει· «ἀν­τὶ νὰ κατηγο­ρῇς τὸ σκοτάδι, ἄναψε ἕνα κε­ρί». Καὶ τὸ ἕνα κερὶ θὰ γίνῃ δύο, τρία, πολλά. Δὲν κάνει ν᾽ ἀ­νάβουμε κεράκια μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μας καὶ νὰ εἴμεθα σκοτάδι. Ἄλλου εἴ­δους κεράκια ζητάει ὁ Χριστός. Καθένας ἀπὸ σᾶς, ποὺ αὔριο θὰ εἶστε ἄντρες, νὰ γίνῃ φῶς. Καὶ τὸ φῶς αὐτὸ νὰ διαλύσῃ τὸ σκοτάδι· νὰ φύγουν οἱ αἱρέσεις, ἡ ἀθεΐα, ἡ πλάνη, ἡ κακία, ἡ διαφθορά.
Ἐμεῖς εἴμεθα ἡ δύσις, σεῖς εἶστε ἡ ἀνατολὴ – τὸ πιστεύω ἀκραδάντως. Ἐσεῖς θὰ κάνετε τὴν Ἑλ­λάδα νὰ γίνῃ πάλι ὁ φάρος ποὺ θὰ φωτίζῃ σὲ ἀνατολὴ καὶ δύσι.
Παιδιά, μὴ λησμονεῖτε τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ μας· «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Φῶς καὶ τὰ μικρὰ παιδιά!

Κυρ. Πατ. Δ΄ Οἰκ. Συνόδου (Ματθ. 5,14-19)

«ΥΜΕΙΣ ΕΣΤΕ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»

(Ματθ. 5,14

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Γεωργίου Πρώτης – Φλωρίνης 17-7-1977)