Σελίδες

Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

ψυχικώς παράλυτοι. Κυριακή ΣΤ΄ Ματθαίου 9,1 - 8

Ο Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου, εἶνε Θεός! Τὸ φωνάζει ἡ ὑπέροχη δι­δασκαλία του, τὸ φωνάζει ἡ ἁγία ζωή του, τὸ φωνάζουν πρὸ παντὸς τὰ ἀμέτρητα θαύματά του, ποὺ ἔκανε κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συν­τελείας τῶν αἰώνων. Ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα αὐτὰ διηγεῖται τὸ σημερινὸ εὐ­αγ­γέλιο. Ἀ­κούσατε τί λέει; Σὲ μιὰ πόλι τῆς ἁγίας γῆς, στὴν Καπερναούμ, ζοῦσε ἕνας νέος. Ἦταν καλά. Μὲ γερὰ χέ­ρια καὶ πόδια, ἐργαζόταν, ἔτρεχε, ἔ­νιω­θε δυνατὸς καὶ χαρούμενος.
Ἀλλὰ ὁ νέος αὐτὸς ἔ­κανε κάποια ἁμαρτία ―δὲ μᾶς τὴ λέει τὸ εὐ­αγγέλιο―, κρυφὴ ἁμαρτία. Ὅπως καὶ ὅλοι μας ἔ­χουμε ἁμαρτίες κρυφές. Λίγες εἶνε φανερές· οἱ πιὸ πολλὲς ἁμαρτίες ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶνε κρυφές. Καὶ νομίζει βέβαια ὅτι δὲν τὶς ξέρει κανένας. Ὑπάρχει ὅμως ἕνα αὐτὶ ποὺ τ᾽ ἀ­κούει ὅλα, ὑπάρχει ἕνα μάτι ποὺ τὰ βλέπει ὅ­λα, καὶ ὑπάρχει ἕνα χέρι ποὺ τὰ γράφει ὅλα· εἶνε ὁ Θεός.

π. Aυγ. 07 ιστ.Ὁ Χριστός, ὡς Θεὸς ποὺ ἦταν, ἤξερε τὴν ἁ­μαρτία ποὺ εἶχε κάνει ὁ νέος αὐτὸς καὶ ἡ ὁ­ποία ὡς ἀποτέλεσμα ἔφερε τὴν ἀσθένεια. Γιατὶ πρέπει νὰ ξέρουμε, ὅτι ἡ ἁμαρτία προκαλεῖ τὴν ἀσθένεια. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἁ­μάρτανε, δὲν θὰ ὑπῆρχε ἀσθένεια καὶ ἀσθενεῖς οὔτε θάνατος· μιὰ ζωὴ παραδείσου θὰ ὑ­­πῆρχε κάτω ἐδῶ στὴ γῆ. Ἀλλ᾽ ἁμάρτησε, καὶ ἔτσι ἦρθε ἡ ἀσθένεια καὶ ὁ θάνατος.
Καὶ ὁ νέος αὐτὸς ἁμάρτησε, ὅπως εἴπαμε, καὶ γι᾽ αὐτὸ ἀσθένησε. Τί ἔπαθε. Μιὰ μέρα, ἐ­κεῖ ποὺ πῆγε νὰ κουνήσῃ τὸ χέρι του, ἔνιωσε δυσκολία. Πάει νὰ κουνήσῃ τὸ πόδι του, οὔτε αὐ­τὸ πειθαρχοῦσε. Καὶ σὲ λίγο ἔγινε παράλυ­τος. Τὸ κορμί του ἔμεινε ἀκίνητο στὸ κρεβάτι. Φαντάζεστε τὴν κατάστασί του;
Ὅλα ὅσα ἔχουν ζωὴ στὸν κόσμο, κινοῦνται. Τὸ σκουλήκι σαλεύει, τὸ μυρμήγκι τρέχει, ἡ μέ­λισσα βομβεῖ, τὰ πουλιὰ πετοῦν, τὰ ψάρια κολυμποῦν· κι αὐτὰ ἀκόμη τὰ ἄστρα ταξιδεύουν στὸ διάστημα μὲ ἰλιγγιώδεις ταχύτητες. Ὅλα κινοῦνται. Καὶ ἐνῷ ἡ ζωὴ εἶνε κίνησις, ἕ­νας μόνο, αὐτός, ἔμενε ἀκίνητος πάνω στὸ κρε­βάτι, μολύβι, πέτρα, νεκρὸς ἄταφος, χρόνια καὶ χρόνια. Γιατροὶ τὸν εἶδαν, φάρμακα πῆρε, ὅλα τὰ μέσα μεταχειρίστηκε, μὰ δὲν μπόρεσε νὰ γίνῃ καλά. Μεγάλη ἡ δυστυχία του.
Μιὰ μέρα ὅμως ἄκουσε, ὅτι παρουσιάστηκε ἕνας γιατρὸς μοναδικός· γιατρὸς ποὺ θερα­πεύει κάθε ἀσθένεια, καὶ τὴν πλέον ἀνίατη, καὶ μάλιστα χωρὶς χρήματα, δωρεάν. Καὶ τὸ ὄνομα τοῦ γιατροῦ; Δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄ­νο­μα πιὸ σεβαστὸ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ καὶ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ· ὄνομα ποὺ ἀνάβει φωτιὰ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου· ὄνομα πιὸ ἀγαπη­­τὸ κι ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς μάνας καὶ τοῦ πατέ­ρα μας καὶ ὅλων τῶν εὐεργετῶν μας· «ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλ. 2,9). Τὸ ὄνομα αὐ­τοῦ τοῦ ἰατροῦ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων εἶ­νε Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.
Μόλις ἄκουσε ὁ παράλυτος, ὅτι ὁ Χριστὸς θεραπεύει κάθε ἀσθένεια, εἶπε μέσα του· Αὐ­τὸς θὰ μὲ κάνῃ καλά!… Κι ἀμέσως ἄναψε μέσα του μεγάλη ἐπιθυμία νὰ πάῃ στὸ Χριστό. Ἀλλὰ πῶς νὰ πάῃ; Πόδια εἶχε καὶ πόδια δὲν εἶχε. Βρέθηκαν τέσσερις πιστοὶ ἄνθρωποι. Τὸν λυπήθηκαν, τὸν πῆραν στὰ χέρια ὅπως ἕ­να νεκρό, διέσχισαν τοὺς δρόμους, καὶ τέλος ἔφθασαν στὸ μέρος ποὺ ἦταν ὁ Χριστὸς καὶ τὸν ἔβαλαν μπροστά του.
Ὅλοι περίμεναν ὁ Χριστὸς ν᾽ ἁπλώσῃ πάνω του τὸ ἅγιό του χέρι καὶ νὰ τὸν κάνῃ καλά, ὅ­πως ἔκανε σὲ τόσους ἄλλους. Ἐκεῖνος ὅ­μως καθυ­στερεῖ. Κάνει προηγουμένως κάτι ἄλλο, πιὸ σπουδαῖο καὶ ἀναγκαῖο. Ὁ παράλυτος εἶ­χε ἁμαρ­τήσει· ἔπρεπε λοιπὸν ἡ ἁμαρτία νὰ συχωρε­θῇ. Γι᾽ αὐτὸ τοῦ λέει· «Θάρσει, τέκνον· ἀ­φέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,2). Σὰ νὰ τοῦ ἔλεγε· Κατήντησες παράλυτος, σ᾽ αὐτὴ τὴν ἀθλιότη­τα, διότι ἔκανες ἁμαρτίες· τώρα λοιπόν, ποὺ ἔρχεσαι σ᾽ ἐμένα μετανοημένος καὶ συναισθάνεσαι τὶς ἁμαρτίες σου, σοῦ τὶς συγχωρῶ.
Ἄκουσαν οἱ γραμματεῖς ὅτι τοῦ συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες καὶ σκέφτηκαν· Αὐτὸ εἶνε βλασφημία· ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ποὺ συγχωρεῖ ἁμαρτίες;… Καὶ πράγματι κανείς, οὔτε ἄγγελος οὔ­­τε ἀρχάγγελος, μπορεῖ νὰ συγχωρήσῃ ἁμαρτίες· μόνο ὁ Θεός. Σκανδαλίσθηκαν λοιπόν.
Τότε ὁ Χριστός, γιὰ νὰ τοὺς δείξῃ ὅτι πρά­γματι εἶνε Θεὸς ποὺ δίνει συγχώρησι στοὺς ἀνθρώπους, λέει στὸν κατάκοιτο· Σήκω ἐπάνω!… Καὶ μόλις ἄκουσε τὴ φωνὴ ὁ παράλυτος, τινάχτηκε ὅπως ἡ ἀκρίδα στὸ χωράφι· ση­κώθη­κε ἀμέσως ὄρθιος σὰν κυπαρίσσι. Καὶ ὄ­χι μόνο σηκώθηκε ὑγιής, ἀλλὰ καὶ κράτησε στὸν ὦ­μο τὸ κρεβάτι του καὶ πῆγε στὸ σπίτι του. Ποιός; αὐτὸς ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ κρατήσῃ οὔτε τὸ κουτάλι, ἀλλὰ τὸν τάϊζαν ἄλλοι. Ὅλος ὁ κόσμος ποὺ τὸν εἶδε ἔλεγαν· Δόξα σοι ὁ Θεός! Διότι τέτοια ἐξουσία μόνο ὁ Θεὸς ἔχει.

* * *

Αὐτὸ μὲ λίγα λόγια λέει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο· ὅτι ὁ Χριστὸς ἔκανε καλὰ ἕνα παράλυτο. Καὶ σήμερα ὑπάρχουν παράλυτοι. Στὴν Ἀ­θήνα στὸ Ἄσυλο τῶν Ἀνιάτων θὰ δῆτε παλλη­κάρια 20 – 25 ἐτῶν νὰ εἶνε ἀκίνητα στὸ κρε­βάτι καὶ δίπλα ἡ μάνα νὰ κλαίῃ. Ἔστυβαν ἄλλοτε τὴν πέτρα, ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία τοὺς παρέλυσε. Ὅταν γυρίζουν ὅλη νύχτα στὰ κέντρα μέχρι τὶς πρωινὲς ὧρες, ὅταν πίνουν καὶ καπνίζουν καὶ παίρνουν ναρκωτικὰ καὶ κάνουν ὄρ­για, τό­τε τὰ νεῦρα παραλύουν. Μποροῦσαν νὰ δημι­ουργήσουν οἰκογένειες, νὰ φέρουν στὸν κόσμο παιδιά, καὶ τώρα τοὺς ταΐζουν οἱ νοσοκόμες.
Ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπ᾽ αὐτοὺς ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι παράλυτοι. Εἶνε οἱ παράλυτοι στὴν ψυ­χή. Ἀ­να­φέρω 4 – 5 παραδείγματα καὶ τελειώνω.
⃝ Ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο πόδια. Για­τί μᾶς τὰ ἔδωσε; Μόλις τὴν Κυριακὴ τὸ πρωὶ βγῇ ὁ ἥλιος καὶ χτυπήσῃ ἡ καμπάνα, νὰ κάνουμε φτερὰ στὰ πόδια καὶ ὅλοι, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, νὰ τρέχουμε στὴν ἐκκλησία νὰ προσ­κυνοῦμε τὸ Θεὸ καὶ νὰ λέμε· «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων. ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐ­λὰς τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. 83,2-3). Γι᾽ αὐτὸ μᾶς ἔ­δωσε τὰ πόδια. Κ᾽ ἐμεῖς τί κάνουμε; Μετρῆ­στε πό­σοι ἐκ­κλησιάζονται. Δὲν εἶνε παραπάνω ἀ­πὸ 2 στοὺς 100. Οἱ ἄλλοι; Θὰ τοὺς δῆτε μὲ τὸ τσιγάρο νὰ κάθωνται στὸ καφενεῖο διπλοπόδι ἢ νὰ πηγαίνουν σὲ διάφορες δουλειὲς ἢ δι­ασκεδάσεις. Πόδια γιὰ τὸ διάβολο ἔχουν, πόδια γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχουν· εἶνε παράλυτοι.
⃝ Ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο τὰ χέρια, τὸ πιὸ θαυμαστὸ ἐργαλεῖο, γιὰ νὰ ἐρ­γαζώμεθα τὸ καλό, νὰ δημιουργοῦμε, νὰ ἁγιαζώμεθα μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ τὴν ἐλεημοσύνη. Καὶ πῶς τὰ χρησιμοποιοῦμε; Τὰ χέρια κάνουν τὸ κακό· χειρονομοῦν ἀπρεπῶς, χτυποῦν, κλέβουν, χαρτοπαίζουν, παλαμίζουν τὸ Εὐαγγέλιο σὲ δικαστήρια, πιάνουν μαχαίρι καὶ περίστρο­φο καὶ σκοτώνουν… Χέρια γιὰ τὸ διάβολο ἔχουμε, χέρια γιὰ τὸ Θεὸ ὄχι· εἴμαστε παράλυτοι.
⃝ Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε ἀκόμη τὰ μάτια νὰ βλέπουμε τὰ ὡραῖα ποὺ ἔπλασε, τὶς ἅγιες εἰ­κόνες, καὶ νὰ τὸν δοξάζουμε. Κ᾽ ἐμεῖς; Κάνου­με ἀγρυπνίες στὴν τηλεόρασι βλέποντας τὰ ἐ­­παίσχυντα καὶ δαιμονιώδη. Ἔχουμε μάτια γιὰ τὸ δι­άβολο· γιὰ τὸ Θεὸ εἴμαστε σὰν παράλυτοι.

⃝ Τὸ ἴδιο καὶ στὰ αὐτιά. Μᾶς τά ᾽δωσε ὁ Θεός, γιὰ ν᾽ ἀκοῦμε τὰ χρυσᾶ καὶ ἀνεκτίμητα λόγια τοῦ παπᾶ, τοῦ ψάλτη, τοῦ ἱεροκήρυκος. Καὶ ὅ­μως τὰ βουλώνουμε, νὰ μὴν ἀκούσουμε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ· εἴμαστε σὰν παράλυτοι.
⃝ Μᾶς ἔδωσε καὶ γλῶσσα, γιὰ νὰ λέμε τὸν κα­λὸ λόγο· γιὰ νὰ διδάσκῃ ἡ μάνα τὸ παιδί, ὁ δάσκα­λος τὸ μαθητή, νὰ παρηγοροῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλ­λο. Κι ὅμως σ᾽ αὐτὰ ἡ γλῶσσα παραλύει, ἐν­ῷ στὸ κακὸ γίνεται λαλίστατη καὶ συχνὰ πικρή, γλῶσσα φιδιοῦ ποὺ στάζει δηλητήριο. Δὲν εἶνε πολὺς καιρός, ποὺ ἦρθε στὴ μητρόπολι μιὰ κοπέλλα. ―Δὲν μπορῶ πιὰ νὰ ζήσω, λέει. ―Γιατί τὸ λές; ―Ἐνῷ ἀγωνίζομαι νὰ εἶ­μαι καθαρὴ καὶ νὰ ζῶ τίμια, κακὲς γλῶσσες στὸ χωριὸ εἶπαν ὅτι εἶμαι μιὰ διεφθαρμένη, καὶ τώρα θὰ μ᾽ ἀφήσῃ ὁ ἄντρας μου… Ὤ καταραμένες γλῶσσες, γλῶσσες διαβόλου, ποὺ συκοφαντοῦν τὸν συνάνθρωπο καὶ βλαστημοῦν τὸ Θεό! Γλῶσσες γιὰ τὸ διάβολο ἔχουμε, γλῶσσες γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχουμε.
Πολ­λοὶ λοιπὸν εἶνε σήμερα οἱ παράλυτοι. Τί νὰ κάνουμε; ν᾽ ἀπελπιστοῦμε; Ὄχι. Νὰ μετανοήσουμε. Ὅπως μετανόησε ὁ παράλυτος τοῦ εὐαγγελίου καὶ πῆγε στὸ Χριστὸ καὶ ἄ­κου­σε ἀπὸ τὰ χείλη του τὸν παρήγορο λόγο «Θάρ­σει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου», ἔ­τσι κ᾽ ἐμεῖς, ποὺ αἰσθανόμεθα ὅτι εἴμεθα ἁ­μαρτωλοί, καὶ ἁμαρτάνουμε μὲ τὰ πόδια, μὲ τὰ χέρια, μὲ τὰ μάτια, μὲ τὰ αὐτιά, μὲ τὴ γλῶσσα, μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξί μας, νὰ μετανοήσουμε.
Ἀπὸ ᾽δῶ κ᾽ ἐμπρὸς καὶ πόδια καὶ χέρια καὶ μάτια καὶ αὐτιὰ καὶ γλῶσσα, ὅλη ἡ σωματικὴ καὶ ψυχική μας ὕπαρξι καὶ ὅλη ἡ ζωή μας, νὰ εἶνε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ἐλεήσῃ καὶ θὰ κάνῃ τὸ θαῦμα του καὶ θὰ μᾶς ζωντανέψῃ διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάν­των τῶν ἁγίων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία π. Αυγουστίνου στον ιερό ναό του αγίου  Νικολάου; Κ. Ὑδρούσης – Φλωρίνης 22-7-1979)