Σελίδες

Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

H θάλασσα και «αλιείς ανθρώπων»

ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο; Ἐ­ρωτῶ, γιατὶ πολλοὶ ἔχουν αὐτιά, μὰ τὸ Εὐ­αγγέλιο ὄχι μόνο δὲν θέλουν νὰ τὸ ἀκούσουν ἀλλὰ καὶ τὸ κοροϊδεύουν. Τὸ Εὐαγγέλιο πάλιωσε, λένε· σήμερα δὲν ἰσχύει…

Αὐτὰ λένε οἱ λεγόμενοι κουλτουριάρηδες. Ἔμαθαν μερικὰ γράμματα, πῆ­ραν ἕνα χαρτί, καὶ φαντάζονται ὅτι ἔλυσαν ὅ­λα τὰ προβλήμα­τα καὶ δὲν ἔχουν πλέον ἀνάγ­κη τὸ Θεό. Καὶ στὶς μέρες μας αὐτοὶ πλήθυναν. Τὸ Εὐαγγέλιο ἦταν γιὰ «τῷ καιρῷ ἐκεί­νῳ», λένε εἰρωνικά. Τί ἔχουμε νὰ τοὺς ἀπαντήσουμε;

Κάποτε ποὺ ἤμουν στὴ Θεσσαλονίκη, περπατώντας στὸ δρόμο εἶδα ξαφνικὰ κάποιον νὰ τρέχῃ, νὰ σκαρφαλώνῃ σὰν τὸ γάτο σ᾽ ἕνα τηλεγραφόξυλο, κι ἀπὸ ᾽κεῖ νὰ φτύνῃ συνε­χῶς. ―Τί κάνεις ἐκεῖ; τοῦ φώναζαν. ―Θὰ σβή­σω τὸν ἥλιο! ἔλεγε. Δὲν ἦταν στὰ λογικά του. Ἐ­ὰν λοιπὸν εἶνε τρελλὸς ὅ­ποιος νομίζει ὅτι μὲ τὸ σάλιο του θὰ σβήσῃ αὐτὸ τὸν ἥλιο ―ποὺ κάποτε βέβαια θὰ σβή­σῃ ἀπὸ μόνος του ὅ­πως τὸ καντήλι―, ἀσυγκρίτως περισσότερο τρελλοὶ εἶ­νε αὐτοὶ ποὺ νομίζουν πὼς μὲ τὰ λόγια τους θὰ μπορέσουν νὰ σβήσουν τὸ Εὐ­αγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶνε ὁ ἄδυτος ἥλιος.
images-1
Γιὰ τὸν Κύ­ριο ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν λέμε «νῦν καὶ ἀ­εὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶ­νας τῶν αἰώνων· ἀμήν». Καὶ πράγματι· πέρασαν τόσοι αἰῶνες, ἀλλὰ τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς ἰσχύουν, ἔ­χουν δύναμι, ἀφοροῦν καὶ ἐμᾶς, ἔχουν ἐφαρμο­γὴ γιὰ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους.

* * *

Στὴν Παλαιστίνη, στοὺς Ἁγίους Τόπους, ὑ­πάρχει μιὰ λίμνη, ποὺ λέγεται λίμνη τῆς Γαλιλαίας ἢ τῆς Τιβεριάδος ἤ, ἐπει­δὴ εἶνε μεγάλη, τὴ λένε καὶ θάλασσα. Ψηλὰ ἀ­π᾽ τὸ ἀερο­πλά­νο νομίζεις ὅτι ἔχει σχῆμα ἅρ­πας – κιθάρας· ὅσοι ἔχουν πάει στοὺς Ἁγίους Τόπους τὴν ἔ­χουν δεῖ. 
Τὰ νερά της εἶνε πεντακά­θα­ρα· προέρχονται ἀπὸ πηγὲς σὲ ψη­λὰ βουνὰ χιονισμέ­να. Ἀπὸ ᾽κεῖ κατεβαίνουν ῥυ­άκια καὶ πο­ταμάκια καὶ φθάνουν σ᾽ αὐτήν. Ἐ­κεῖ ἔρχεται καὶ ὁ Ἰορδάνης ποταμός. Τὰ νερά του πέφτουν στὴ λίμνη, κι ὅσα περισσεύουν φεύγουν ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος της καὶ συνεχίζουν. Εὐλογημένος ποταμός, εὐλογημένη λίμνη.
Εἶνε ὡραῖες οἱ λίμνες. Γιά φανταστῆτε, ἡ γῆ νὰ ἦταν ὅλη ξηρά, χωρὶς καθόλου νερό, ὅ­πως εἶνε τὸ φεγγάρι. Φανταστῆτε αὐτὴ τὴν ξεραΰλα, σὰν τὴ Σαχάρα. 
῾Ρυάκια, ποταμάκια, λίμνες, θάλασσες, δίνουν ὀμορφιὰ καὶ χάρι στὸν πλανήτη μας, τὸν μοναδικὸ στὸ σύμπαν. Θὰ ἔλθῃ ὅμως μιὰ μέρα ―τὸ λέει ἡ Ἀποκάλυψις―, ποὺ τί θὰ γίνῃ· τὰ καθαρὰ νερά, μέσα στὰ ὁποῖα ζοῦν ψάρια ποὺ ἔπλασε ὁ Θεὸς χάριν τοῦ ἀνθρώπου, θὰ πικραθοῦν, καὶ ἀπὸ τὰ πικρὰ νερὰ θὰ πεθάνουν πολλοὶ ἄνθρωποι (βλ. Ἀπ. 8,11). Κι αὐτὸ τὸ βλέπουμε ἤδη.

Ἡ μητρόπολις Φλωρίνης ἔχει ἀρκετὲς λίμνες. Ἐγὼ τὴν ὀνομάζω μητρόπολι τῶν 5 λιμνῶν. Μία ἀπὸ αὐτὲς εἶνε ἡ Βεγορίτις ἢ λίμνη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Πῆγα λοι­πὸν ἐκεῖ καὶ εἶδα τοὺς ψαρᾶδες λυπημένους. ―Δὲν ὑπάρ­χουν ψάρια, μοῦ εἶπαν. ―Γιατί; ―Γιατὶ πικρά­θηκαν τὰ νερά.… Πῶς πικράθηκαν; ―Ἀπὸ τὰ λύματα τῶν ἐργοστασίων ποὺ χύνονται ἐδῶ. Πᾶνε τὰ ψάρια! Μοῦ ᾽λεγε γέρος ψαρᾶς στὴ Βεγορίτιδα, ὅτι ὁ παπποῦς του ἔπιασε παλαιότερα ἐκεῖ ἕνα ψάρι ποὺ λέγεται γουλιανός. Ἦταν 40 κιλά, καὶ ἔτρωγαν μιὰ βδομάδα στὸ σπίτι ἀπ᾽ αὐτό! Τώρα…

Κι ὄχι μόνο στὶς μικρὲς λίμνες. Μιὰ μεγάλη λίμνη εἶνε καὶ ἡ Μεσόγειος θάλασσα, λίμνη μεγάλων κρατῶν· Ἱσπανία, Γαλλία, Ἰταλία, Ἑλ­λάδα, Τουρκία, Κύπρος, Αἴγυπτος, Λιβύη, Μαρόκο, ὅλα μέσα σ᾽ αὐτὴν βλέπουν. Στὴ μεγάλη αὐτὴ λεκάνη πέφτουν οἱ ἀκαθαρσίες ὑ­πονόμων 70 περίπου μεγάλων πόλεων. Καὶ ἤ­δη οἱ ἐπιστήμονες κρούουν τὸν κώδωνα γιὰ τὴ μόλυνσι· σὲ λίγο δὲν θὰ ὑπάρχῃ ψαράκι.

Ἀλλὰ τί ἔπαθα καὶ μιλῶ γιὰ λίμνες καὶ θάλασσες; Τὸ εὐαγγέλιο μοῦ ἔδωσε τὴν ἀφορμή. Ἀκούσαμε σήμερα νὰ λέῃ, ὅτι ὁ Χριστὸς περπα­τοῦσε «πα­ρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας» (Ματθ. 4,18). Ἐ­κεῖ πῆγε ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖ­ος ἀγαπᾷ τὰ ὡ­ραῖα, τὰ δημιουργήματα ποὺ ὁ ἴδιος ἔ­φτειαξε. Περπατοῦσε κοντὰ στὴ χαριτωμένη λίμνη. Για­τί πῆγε ἐκεῖ; μήπως γιὰ ν᾽ ἀναπνεύ­σῃ καθαρὸ ἀ­έρα; Πῆγε γιὰ κάποιον ἄλλο ἀνώτερο σκοπό. Πῆγε, γιὰ νὰ ἐκλέξῃ τοὺς μαθητάς του, τὸ ἐ­πι­τελεῖο του μὲ τὸ ὁποῖο θὰ ἀνακαίνιζε τὸν κόσμο. Δὲν πῆγε οὔτε στὴ ῾Ρώμη, οὔτε στὴν Ἀ­θή­να, οὔτε σὲ ἄλλο ἀπὸ τὰ ἀστι­κὰ κέντρα· πῆγε στὴ θάλασσα, κοντὰ στοὺς ψαρᾶδες.

Εἶδε ἐκεῖ δυὸ βάρκες. Στὴ μία δυὸ ἀδέρφια, ὁ Πέτρος κι ὁ Ἀνδρέας, ἔρριχναν τὸ δίχτυ γιὰ ψάρεμα. Στὴν ἄλλη ἄλλα δυὸ ἀδέρφια, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος μαζὶ μὲ τὸν πατέρα τους τὸ Ζεβεδαῖο διώρθωναν καὶ τακτοποιοῦ­σαν τὰ δί­χτυα τους. Καὶ τοὺς κάλεσε. Ἀφῆστε, λέει, αὐτὰ τὰ δίχτυα, ἀκολουθῆστε με, κ᾽ ἐγὼ θὰ σᾶς δώσω χάρι· θὰ σᾶς κάνω «ἁλιεῖς ἀνθρώπων», θὰ ψα­ρεύετε ψυχές. Κι αὐτοί; «Εὐθέως» τὸν ἀκολού­θησαν (ἔ.ἀ. 4,19-22). Αὐτὴ ἡ λέξι, «εὐθέως», ζυγίζει πολύ. Τί θὰ πῇ «εὐθέως»; «Ἀμέσως», χωρὶς δι­σταγμό. Δὲν εἶπαν Αὔριο, μεθαύριο, ὕστερα ἀπὸ ἕνα μῆνα, ὕστερα ἀπὸ ἕνα χρόνο. Ἀ­μέσως ἔδωσαν τὸ «παρών», ὅπως ὁ στρατιώτης στὸν ἀξιωματικό. Ἄφησαν βάρκες, δίχτυα, συγγενεῖς, καὶ ἦρθαν κοντὰ στὸ Χριστό.

* * *

Ἄν, ἀγαπητοί μου, ἐρχόταν σήμερα ὁ Χριστὸς καὶ ἔλεγε «Ἐλᾶτε μαζί μου, ἀφῆστε τα ὅλα κι ἀκολουθῆστε με», ποιός θὰ τὸν ἀκολουθοῦσε; Κάποιος θὰ ἔλεγε· Τί λὲς τώρα, τρελλὸς εἶμαι νὰ τ᾽ ἀφήσω ὅλα;… Ἄλλος θά ᾽λεγε· Πόσα θὰ μοῦ δίνῃς;… Θέλουν χρήματα. Ἂν ὁ Χριστὸς ἔταζε κέρδη, πολλοὶ θὰ δέχονταν· τώρα, οὔτε ἕνας.

Ἀπὸ ἄλλα ἔθνη (Ἰτάλια, Γαλλία, Γερμανία κ.λπ.), ξεκινοῦν ἱεραπόστολοι γιὰ τὴν Ἀφρικὴ καὶ τὴν Ἀσία, καὶ ἐργάζονται συχνὰ μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους. Ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα; Τρία ἑκατομμύρια ἔχουν φύγει στὸ ἐξωτερικό· ὄχι ὅ­μως γιὰ ἱεραποστολή, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐργασθοῦν καὶ νὰ βγάλουν χρήματα. Κάποτε ἔφευγαν κι ἀπ᾽ ἐδῶ καὶ πήγαιναν ἀλλοῦ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο. Ἂν λ.χ. στὴ ᾽Ρωσία, στὴ Βουλγαρία, στὴ Σερβία εἶνε σήμερα ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ὑπέροχοι νέοι ἔ­φυγαν ἀπ᾽ τὴν Κωνσταντινούπολι καὶ τὴ Θεσ­σαλονίκη καὶ πῆγαν ἐκεῖ καὶ τοὺς ἔκαναν χριστιανούς. Τώρα σπανίως παρουσιάζεται κάποιος ἱεραπόστολος. Τέτοιος ἦταν ὁ ἀείμνηστος Ἰωάννης Ἀσλανίδης, ἕνα χαριτωμένο θαυμάσιο παιδί, ἔξυπνος, τετραπέρατος, πολυτάλαντος. 
Αὐτὸς μὲ βοήθησε καὶ ὕψωσα στὸ ὕψωμα 1020 τῆς Φλωρίνης τὸ μεγάλο σταυρὸ ὕψους 30 μέτρων, ἕνα ἔργο ποὺ ἄλλος δὲν τὸ ἀνελάμβανε. Τοῦ ἔλεγαν τότε ὡρισμένοι· Πόσα λεφτὰ σοῦ δίνει ὁ δεσπότης; Κι ὅταν ἔμαθαν ὅτι δὲν πληρώνεται, τοῦ ἔλεγαν· Ἀνόητος εἶσαι; ἀφοῦ δὲν παίρνεις λεφτά, τί κάθεσαι κοντὰ στὸ δεσπότη;… Τοὺς σιχάθηκε γιὰ τὴ νοοτροπία τους καὶ ἔφυγε. Πῆγε κάτω στὴν Ἀφρική, ἔγινε ἱεραπόστολος μὲ τὸ ὄνομα Κοσμᾶς (πῆρε τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ), καὶ ἔφερε πολλοὺς στὸ Χριστό.

Σπανίζουν στὴν ἐποχή μας τέτοιοι ἄνθρωποι. Καλεῖ ἡ Ἐκκλησία στὴν ἱεραποστολή, καὶ οἱ «χριστιανοὶ τοῦ γλυκοῦ νεροῦ» λένε· Ἐγὼ δὲ γίνομαι ἱεραπόστολος, εἶνε δύσκολο πρᾶ­γμα. Καλεῖ στὴν ἱερωσύνη, ἀλλὰ οἱ γονεῖς δὲν δίνουν οὔ­τε ἕνα παιδί τους νὰ ὑπηρετήσῃ τὴν Ἐκκλησία ὡς κληρικός. Ἕνα καλὸ παιδὶ εἶπε στὸν πατέρα του ὅτι θέλει νὰ γίνῃ πα­πᾶς, κι αὐτὸς πῆγε νὰ τὸ σκοτώσῃ!

Λοιπόν, ἱεραπόστολος δὲ γίνεσαι, παπᾶς δὲ γίνεσαι. Ἔ, τότε σοῦ ζητῶ κάτι ἄλλο, τὸ πιὸ εὔκολο. Δὲ σοῦ λέω νὰ σηκώσῃς ἕνα βουνό· σοῦ δίνω νὰ σηκώσῃς ἕνα χαλικάκι. Ποιό εἶνε τὸ χαλικάκι; Ὁ ἐκκλησιασμός. 

Ἀκοῦς τὴν καμπάνα ποὺ χτυπάει; Σὲ καλεῖ ὁ Χριστός. Πήγαινε νὰ ἐκκλησιασθῇς. Πήγαινε νὰ προσ­κυ­νή­σῃς καὶ νὰ λατρεύσῃς τὸ Θεό, νὰ τοῦ πῇς ἕνα εὐχαριστῶ. Τὸ εἶπα κι ἄλλοτε· 168 ὧρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα, 1 ὥρα μᾶς ζητάει ὁ Θεός, τόσο βαστάει ἡ θεία Λειτουργία ἀπὸ τὸ «Εὐ­λογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός…» μέχρι τὸ «Δι᾽ εὐχῶν…». Μπὲς στὴν ἐκκλησία, θυμήσου ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος, πὲς ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ἕνα «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτω­λῷ», ἕνα «Μνήσθητί μου, Κύριε».

Διαφορετικά; Τὸ ἕνα δὲν κάνουμε, τὸ ἄλλο δὲν κάνουμε, στὸ τέλος θὰ μᾶς τιμωρήσῃ ὁ Θεὸς. Καὶ ἔρχονται πονηρὲς ἡμέρες….

* * *

Βλέπετε, ἀγαπητοί μου, τί ἀφορμὲς καὶ τί θέ­ματα δίνει τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ κάποιοι νομίζουν ὅτι πάλιωσε; Καὶ δὲν προχωρήσαμε στὴν ἑρ­μηνεία· μόλις ἀγγίξαμε τὸ στίχο ποὺ λέει ὅτι ὁ Ἰησοῦς περπατοῦσε «παρὰ τὴν θάλασσαν».

Εἴθε τὰ πτωχὰ αὐτὰ λόγια νὰ τὰ ἐφαρμό­ζουμε καὶ νὰ ζοῦμε κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων, νὰ ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Γερμανοῦ Πρεσπῶν 21-6-1987)

Κυριακὴ Β΄ Ματθαίου (Ματθ. 4,18-23)

«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας…» (Ματθ. 4,18)