Σελίδες

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Γιατί κλαίει ο Χριστός;

Fantasia.....
«Καὶ ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾽ αὐτῇ» (Λουκ. 19,41)
Ο ἀπόστολος, τὸ εὐαγγέλιο, ὅλα τὰ τροπάρια, ἀγαπητοί μου, μᾶς φωνάζουν σήμερα· Ἔρχεται! Ποιός ἔρχεται; Ἐὰν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅ­γιο μᾶς φώτιζε νὰ νιώσουμε ποιός ἔρχεται, τότε στὰ μυστικὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς μας θ᾽ ἀ­κούγαμε τὸ σάλπισμα τῶν ἀγ­γέλων ποὺ λέει σὲ ὅλους·

Ἐξέλθετε πρὸς προ­ϋπάντησιν τοῦ Χριστοῦ! Μικροὶ καὶ μεγάλοι, γυναῖκες καὶ ἄν­τρες, φτωχοὶ καὶ πλούσιοι, ἐξ­έλθετε ἅπαντες γιὰ νὰ λάβετε μέρος στὴν ὑ­ποδοχή του.

Ἡ ὑποδοχὴ αὐτὴ ἔγινε σήμερα στὴν πόλι τῶν Ἰεροσολύμων, τὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσρα­ήλ. Ποιά γλῶσσα μπορεῖ νὰ τὴν περιγράψῃ!

* * *

5Πολλὲς ὑποδοχές, ἀγαπητοί μου, ἔχουν γίνει καὶ γίνονται. Καὶ ἡ πρωτεύουσα τῆς Ἑλ­λάδος λ.χ., ἡ Ἀθήνα, τὸ 1913 ἔζησε μιὰ τέτοια ἡ­μέρα. Ἦταν Ἰούλιος. Τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος γύριζαν νικηταί. Ὕστερα ἀπὸ ἀγῶνες ὀκτὼ μη­νῶν, ὁ Ἑλληνικὸς στρατὸς ἐπέστρεφε δαφνο­στεφὴς μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν ἔνδοξο βασιλέα ἀπὸ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους.
Οἱ καμπάνες χτυποῦσαν, οἱ σάλπιγγες ἠχοῦσαν, οἱ σημαῖες ἀνέμιζαν, ὅλα τὰ μάτια δάκρυζαν. Τέτοιος ἦταν ὁ ἐνθουσιασμός, ὥστε ἔπεφταν καὶ φιλοῦσαν τὰ πόδια τοῦ ἀλόγου τοῦ βασιλέως!

Μὰ γιατί τὰ λὲς αὐτά; θὰ πῆτε. Τὰ λέω ὡς πα­ράδει­γμα. Ἡ ὑποδοχὴ ἐκείνη εἶνε μιὰ σκιά, ποὺ μπορεῖ κάπως νὰ ζων­τανέψῃ μπροστά μας τὴ σημερινὴ ὑποδο­χή, τὴν ὑποδοχὴ ποὺ ἑτοίμα­σε ὄχι πλέον ὁ λαὸς τῶν Ἀθηνῶν σ᾽ ἕναν ἐπίγειο βασιλιᾶ ἀλλὰ ὁ λαὸς τῶν Ἰεροσολύμων στὸν βασιλέα Χριστὸ ὡς τὸν μεγαλύτερο νικητή.

Πολλοὺς νικητὰς ἀναφέρει ἡ ἱστορία. Οἱ ἄλ­λοι νικηταὶ πρέπει νὰ γράφωνται μὲ νῦ μικρό· αὐτὸς γράφεται μὲ νῦ κεφαλαῖο, Νικητής. Διότι οἱ ἄλλοι νίκησαν ἀνθρώπους. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς, ποὺ σήμερα ὑποδέχονται τὰ Ἰεροσόλυ­μα μὲ ἔξαλλο ἐνθουσιασμό, εἶνε ὁ μονα­δικὸς νικητής. Νίκησε ἐκεῖνον ποὺ κανένας ἄλλος δὲν μπόρεσε νὰ νικήσῃ· νίκησε τὸ μεγαλύτερο ἐχθρὸ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὸ θάνατο. Σὰν χθὲς πῆγε στὰ μνήματα καὶ εἶπε «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰω. 11,44), καὶ ὁ Λάζαρος αὐ­τοστι­γμεὶ ἀναστή­θηκε ἐκ νεκρῶν. Αὐτὸ ἦταν τὸ με­γαλύτερο θαῦμα ποὺ ἔ­κανε ἡ δύναμίς του.

Ἡ εἴδη­σι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λα­ζάρου, διαδόθηκε ἀ­στραπι­αίως καὶ ἐξέπλη­ξε ὅλους, μικροὺς καὶ μεγάλους. Γι᾽ αὐτὸ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἔγινε κάτι πρω­τοφανές. Ὑπολογίζουν οἱ ἱ­στορικοί, ὅτι πάνω ἀ­πὸ ἕνα ἑκατομμύριο ἄν­θρωποι ἦταν συγκεν­τρω­­μένοι ἐκεῖνες τὶς μέρες στὴν ἁγία πόλι γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὸ πάσχα. Μόλις λοιπὸν ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, ὁ θριαμβευτὴς καὶ νικη­τὴς τοῦ θανάτου, βγῆκαν ὅλοι ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν. Τέτοια ἦταν ἡ χαρά τους, ὥστε ἔβγαζαν τὰ ῥοῦχα τους καὶ τὰ ἔ­στρωναν κάτω νὰ γίνουν τάπητας νὰ πατήσουν τὰ ἅγιά του πόδια, ἀνέβαιναν στὰ δέντρα καὶ ἔκοβαν κλαδιὰ καὶ βάια. Κι ὅταν πλέον τὸν ἀν­τίκρυσαν πάνω στὸ γαϊδουράκι, σεί­οντας τὰ βάια ξέσπα­σαν σὲ οὐρανομήκεις ζητωκραυγὲς «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (ἔ.ἀ. 12,13).

Ἔτσι αἰσθάνονταν οἱ ἄνθρωποι, ὁ λαὸς τῶν Ἰεροσολύμων, ὑποδεχόμενοι τὸν Νικητή. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς πῶς ἆ­ρα­γε αἰσθανόταν μπροστὰ σ᾽ αὐτὸ τὸ παραλή­ρημα; Θὰ νόμιζε κανεὶς ὅτι αὐ­τὴ ἦταν ἡ ὡραιότερη ἡμέρα τῆς ζωῆς του. Καὶ ὅμως ἐκεῖνος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν λαό, εἶνε λυπημένος, καὶ κλαίει. Γιατί;

Κλαίει, διότι ὡς Θεὸς βλέπει τὰ πρά­γματα βαθύτερα. Ἐμεῖς βλέπουμε τὴν ἐπι­φάνεια, ἐ­κεῖνος βλέπει στὸ βάθος. Ἡ θάλασσα στὴν ἐπιφάνεια εἶνε γαλανὴ καὶ ὡραία, στὸ βυθὸ ὅμως κρύβονται κήτη καὶ τέρατα. Καὶ ὁ Χριστὸς μέσα σ᾽ αὐτὴ τὴν ἀνθρωποθάλασσα βλέπει ὅτι ὑ­πάρχουν σκορπιοὶ καὶ φίδια φαρμακερά. Ἦταν οἱ ἄρχοντες, πολιτικοὶ καὶ θρησκευτικοί, ποὺ ἦταν διεφθαρμένοι ψυχικῶς ἀπὸ τὰ πάθη· τὴν ἰδιοτέλεια καὶ τὸ συμφέρον, τὸ φθόνο ἐ­ναντίον κάθε καλοῦ καὶ ὡραίου, τὴ φιλαργυρία καὶ τὴν πλεονεξία, καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ ἕ­να ἐ­λάττωμα ποὺ τὰ μάτια τοῦ Χριστοῦ δὲν τὸ ὑ­πέφεραν, τὴν ὑποκρισία. Τὰ πιὸ αὐστηρὰ λόγια του ὁ Χριστὸς δὲν τὰ εἶπε γιὰ ἄλλους ἁ­μαρτωλούς· τὰ εἶπε γιὰ τοὺς ὑποκριτάς, κα­τὰ τῶν ὁ­ποίων ἔρριξε τοὺς καυστικούς του μύ­δρους. Οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι εἶχαν διαφθαρῆ ἀπὸ τὴν ὑποκρισία· ἄλλο ἦταν καὶ ἄλλο ἔδειχναν· ἦταν δαίμονες καὶ παρουσιάζονταν ὡς ἄγγελοι. Αὐτὸ δὲν τὸ ἀνέχθηκε ὁ Χριστός.

Κλαίει λοιπὸν ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς ἄρχον­τες, κλαίει καὶ γιὰ τὸ λαό. Καθὼς κατεβαίνει ἀπὸ ὕψωμα κι ἀντικρύζει ὅλη τὴν πόλι τῶν Ἰεροσο­λύμων μὲ τὸν κόσμο ἐκεῖνο, κλαίει γιὰ τὸ πλῆ­θος αὐτό. Γιατί; Διότι ὁ λαὸς ἦταν σὰν πρόβα­τα χωρὶς ποιμένα. Κλαίει ἀκόμα γιὰ τὸ λαὸ αὐτό, διότι δὲν εἶνε σταθερός. Εἶνε ἐπιπόλαι­ος καὶ εὐμετάβλητος. Γρήγορα θὰ ἀλλάξῃ. Σή­μερα εἶνε κοντά του καὶ ζητωκραυγάζει «Ὡ­σαννά»· ἀλλὰ αὔριο Μεγάλη Δευτέρα τὸ «Ὡ­σαννὰ» θὰ χαμηλώσῃ, τὴ Μεγάλη Τρίτη θὰ χα­μηλώσῃ περισσότερο, τὴ Μεγάλη Τετάρτη ἀ­κόμη περισσότερο, τὴ Μεγάλη Πέμπτη ἀκόμη περισσότερο, καὶ τὸ πρωὶ τῆς Μεγάλης Παρα­σκευῆς θὰ σβήσῃ τελείως, καὶ ἀντὶ τοῦ «Ὡσαν­νὰ» θ᾽ ἀκούγεται τὸ «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (ἔ.ἀ. 19,15). Γι᾽ αὐτὸ σήμερα ὁ ὑμνογράφος σχολιάζει τὸν ἀγνώμονα λαὸ σὲ ἕναν ὕμνο καὶ λέει· «Μετὰ κλάδων ὑμνήσαντες πρότερον, μετὰ ξύλων συνέλαβον ὕστερον, οἱ ἀγνώμονες Χριστόν, Ἰουδαῖοι τὸν Θεόν…»· οἱ Ἰουδαῖ­οι, ποὺ προηγουμένως ὕμνησαν τὸν Θεάνθρω­πο Χριστὸ μὲ κλαδιὰ στὰ χέρια, ὕστερα τὸν συν­έλαβαν μὲ ξύλα οἱ ἀχάριστοι (ὑπακ.).

Κλαίει λοιπὸν ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς ἄρχον­τες, κλαίει γιὰ τὸ λαό· κλαίει ἀκόμα γιὰ τὸ μέλλον τῆς πόλεως· μπροστά του σὰν σὲ ταινία βλέπει ὅτι ὕστερα ἀπὸ τριάντα περίπου χρόνια αὐτὴ ἡ πόλις μὲ τὶς ὡραῖες οἰκοδομές της, τὰ μέγα­ρα τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα, τὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ περίλαμπρος ναὸς ποὺ ἦταν τὸ καύχημά τους, θὰ γίνουν γῆ Μαδιάμ. Ὅπως καὶ ἔγιναν πράγματι· ἀλέτρι πέρασε, δὲν ἔμεινε «λίθος ἐπὶ λίθον» (Ματθ. 24,2).

Ἰδού λοιπὸν γιατί τὴν ἡμέρα αὐτὴ ὁ Χριστὸς «ἰδὼν τὴν πόλιν ἔ­κλαυσεν ἐπ᾽ αὐτῇ» (Λουκ. 19,41).

* * *

Ἀλλ᾽, ἀδελφοί μου, τὸ κλάμα τοῦ Χριστοῦ μας δὲν ἔπαυσε, δὲν στέρεψαν τὰ μάτια του. Ἐξακολουθεῖ νὰ κλαίῃ καὶ σήμερα, καὶ τὰ δάκρυά του πέφτουν στὴ γῆ· κι ὅπου πέφτει τὸ δάκρυ τοῦ Χριστοῦ, σείεται ὁ κόσμος. Κλαίει ὁ Χριστός ὅταν κλαίῃ ἡ χήρα, ὁ φτωχός, ὁ ἀ­δικούμενος, ὅταν κλαῖνε λαοὶ ὁλόκληροι· τὸ δάκρυ τους εἶνε τὸ δάκρυ τοῦ Χριστοῦ. Δὲν κλαίει πιὰ ὁ Χριστὸς γιὰ Ἰουδαίους, ποὺ τὸν σταύρωσαν μιὰ φορά· κλαίει γιὰ Χριστιανούς, ποὺ τὸν σταυρώνουν καθημερινῶς. Κλαίει γιὰ ὅλες τὶς ἀδικίες, τὰ ἐγκλήματα καὶ τὰ ὄργια ποὺ τελεῖ ὁ λεγόμενος χριστιανικὸς κόσμος.

Ὑπερβολικὰ φαίνονται τὰ λόγια μου; Παρτε στὰ χέρια σας τὸ κόσκινο, τὴν ψιλὴ κρησά­ρα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ κοσκινίστε. Κοσκίνισε πρῶτα – πρῶτα τὸν ἑαυτό σου. Αὐτὲς τὶς ἅγι­ες ἡμέρες ἄσε πιὰ τὶς δουλειὲς καὶ τὶς ἐπιχειρήσεις σου, καὶ στρέψε τὴν προσοχὴ στὴν ἀθάνα­τη ψυχή σου, ποὺ ἀξίζει παραπάνω ἀπ᾽ ὅλο τὸν κόσμο. Πέρασε ἀπὸ κόσκινο τοὺς λογισμούς σου, τὰ λόγια σου, τὴ συμπεριφορά σου, ὅλη τὴ ζωή σου, καὶ θὰ δῇς ἂν ἐσὺ εἶσαι Χριστιανός. Πάρε κατόπιν τὸ κόσκινο καὶ κοσκίνισε τὴν οἰ­κογένειά σου, τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου. Πά­ρε μετὰ τὸ κόσκινο καὶ κοσκίνισε τοὺς ἄρχον­τες πολιτείας καὶ ἐκκλησίας, τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς ἀνεξαιρέτως. Πάρε τὸ κόσκινο καὶ κοσκίνισε ὅλη τὴν πατρίδα καὶ τὴν κοινωνία μας. Καὶ θὰ δῇς, ἀπὸ τὰ τόσα ἑκατομμύρια, πόσοι ζοῦν τὸ δρᾶμα τοῦ Χριστοῦ, πόσοι ζοῦν τὸ μεγαλεῖο τοῦ χριστιανισμοῦ.

Φοβοῦμαι, ἀδελφοί μου, ὅ­τι δὲν εἴμαστε Χριστιανοί· εἴμαστε χειρότεροι κι ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Δὲν ἀξίζουμε νὰ κρατοῦμε τὰ βάια στὰ χέρια μας· διότι τὰ βάια εἶνε σύμβολα νίκης, κ᾽ ἐμεῖς εἴμαστε ὑπόδουλοι στὰ πάθη. Μᾶς ἔμεινε μόνο μιὰ ἐπιδερμίδα Χριστιανισμοῦ· στὰ βάθη μας δὲν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, δὲν ὑπάρχει ἡ δικαιοσύνη, δὲν ὑπάρχει τὸ πραγματικὸ εἶναι τοῦ Χριστιανοῦ.

Ἂς ξυπνήσουμε λοιπόν. Θέλετε νὰ γιορτά­σετε σωστά; «Ἐξέλθετε» ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὰ ἐλαττώματα, ἀπὸ τὰ κέντρα τῆς διαφθορᾶς, ἀ­πὸ τὶς σπηλιὲς τοῦ διαβόλου, καὶ «δεῦτε προσ­κυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ». Κάψτε τὸ βρωμερὸ «πουκάμισο» ποὺ φορᾶτε, τὸ ντύμα τῆς ἁμαρτίας, καὶ ντυθῆτε τὸ ἔνδυμα τῆς μετανοίας. Ὑποδεχθῆτε τὸ Χριστό. Πλέξτε στεφάνι καὶ στεφανῶστε τον. Καὶ πρὸ παν­τὸς ἑτοιμάστε του τὸ σαλόνι σας. Θέλει σαλόνι ὁ Χριστός. Καὶ σαλόνι εἶνε ἡ καθαρὴ καρδιά. Ἐκεῖ ἀναπαύεται καὶ τελεῖ τὸ Πάσχα.

Εὔχομαι, μὲ καρδιὰ καθαρὴ νὰ ἑορτάσουμε τὰ πάθη καὶ τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ λέγον­τας «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ σωτήρ, ἄγγε­λοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς καὶ ὑμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ι.Ν. Ἀναλήψεως Βύρωνος -Ἀθῆναι  10-4-1960)

http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=20750