Σελίδες

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Δ΄ Χαιρετισμοί. Η Αρχή της αναδημιουργίας


«Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως» (Ἀκάθ. ὕμν. Τ2α΄)


Απόψε, ἀγαπητοί μου, σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ψάλλεται ἡ τετάρτη καὶ τελευταία στάσις τοῦ Ἀ καθίστου ὕμνου, ποὺ εἶνε τὸ ἀριστούργημα ἑνὸς ἀγνώστου ποιητοῦ τοῦ Βυζαντίου. Τὸ ποίημα αὐτὸ εἶνε ἔκφρασις τῆς εὐγνωμοσύνης τοῦ γένους μας πρὸς τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, τὴν ὑπέρμαχο Στρατηγότου.
 
Ὅσοι ζήσαμε τὸ ἔπος τοῦ ἀλβανικοῦ πολέμουκαὶ εἴδαμε στρατιῶτες καὶ ἀξιωματι κούς μας νὰ ὑψώνουν στὶς κορυφὲς τὴν ἑλληνικὴ σημαία, μᾶς κατελάμβανε συγκίνησι. Δὲν ἄκουσα ποτέ ἄλλοτε τόσο θερμὰ καὶ μὲ δάκρυα νὰ ψάλλεται τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια… Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε».
 
Στὸν Ἀκάθιστο ὕμνο ἐπαναλαμβάνεται 144 φορὲς τὸ «χαῖρε»ἐκεῖνο, ποὺ εἶπε στὴν Παναγία ὁ ἀρχάγγε λος Γαβριήλ(Λουκ. 1,28). Ἀπόψε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ἑρμηνεύσουμε τὸν στίχο «Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως».
 
Εἶνε κρίμα ὅτι σήμερα τὰ παιδιὰ δὲν καταλαβαίνουν τὴ γλῶσσα αὐτή. Εἶνε εὐφυῆ, ἀλλὰ ἡ παιδεία μας τὰ ὡδήγησε σὲ λεξιπενία, πτωχεία γλώσσης, ὅπως εἶπε καὶ κάποιος ὑπουργός. Γι᾿ αὐτὸ ὡρισμένοι θεολόγοι φρονοῦν, ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ πρέπει νὰ μεταφρασθοῦν, γιὰ νὰ τὰ καταλάβουν οἱ νεοέλληνες. Ἀλλὰ σὲ ποιά γλῶσσα; Δὲ μεταφράζονται. Ἐγώ, ποὺ μεταχειρίζομαι καὶ τὶς δύο γλῶσσες, δὲν τὸ βλέπω ἐφικτό. Εἶνε σὰ νὰ θέλουμε νὰ τετραγωνίσουμε τὸν κύκλο. Εἶνε δυνατόν;  

Δὲ μεταφράζεται τὸ ἄφθαστο αὐτὸ κάλλος. Ξέρετε πῶς θέλουν ν᾽ ἀποδώσουν οἱ δημοτικισταὶ λ.χ. τὸ «Τὰς κεφαλὰς ὑμῶν τῷ Κυρίῳ κλίνατε»(τῆς θ. Λειτ.); Μὴ γελάσετε· «Σκύψτε τὶς κοῦτρες σας στὸν Ἀφέντη»! Αὐτὸ εἶνε ἐκχυδαϊσμός.

* * *

«Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως». Ἐδῶ ἔχουμε δύο νοήματα· πλάσις καὶ ἀνάπλασις. Ποιό εἶνε ἀνώτερο, θὰ τὸ δοῦμε ἐν συνεχείᾳ. Θὰ προσπαθήσω νὰ δώσω τὴν ἑρμηνεία μὲ δύο εἰκόνες, μία στὴν ἀρχὴ καὶ μία στὸ τέλος.

⃝ Ὑποθέστε ὅτι ἕνας γλύπτης φτειάχνει ἕνα ἄγαλμαἀπὸ ὀρείχαλκο, μπροῦντζο, λ.χ. τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Παίρνει τὸ μέταλλο, τὸ λειώνει στὸ καμίνι καὶ τὸ χύνει στὸ καλούπι.

Μετὰ τὸ κατεργάζεται στὸ ἐργαστήριό του, τέλος τὸ βγάζει ἔξω, τὸ στήνει σὲ βάθρο, γίνονται τὰ ἀποκαλυπτήρια καὶ ὅλοι θαυμάζουν.
Ἀλλὰ τὸ ἄγαλμα, ποὺ τώρα λάμπει κάτω ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, σὺν τῷ χρόνῳ φθείρεται ἀπὸ διάφορες αἰτίες –μαθαίνω, ὅτι καὶ γιὰ τὸν Παρθενῶνα στὴν Ἀκρόπολι τῶν Ἀθηνῶν λαμβάνουν μέτρα, διότι κινδυνεύει ἀπὸ τὰ καυσαέρια. Καὶ τὸ ἄγαλμα λοιπὸν ποὺ κατασκεύασε ὁ γλύπτης αὐτὸς φθείρεται, σκουριάζει ἀπὸ τὴν πολυκαιρία, καταντᾷ ἀγνώριστο. Τί γίνεται τώρα; Ὁ γλύπτης τὸ παίρνει, τὸ ῥίχνει στὸ καμίνι, τὸ λειώ νει, χύνει τὸ μέταλλο πάλι στὸ καλούπι καὶ βγαίνει ἕνα νέο ἄγαλμα, πιὸ ὡραῖο.

Μὲ ἐννοήσατε; Ποιό εἶνε τὸ ἄγαλμα; Ἐμεῖς εἴμαστε τὸ ἄγαλμα, τὸ θαυμαστὸ δημιούργημα, ὅπως λέει ὁ ἰατροφιλόσοφος Καρρὲλ στὸ βιβλίο του «Ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸς ὁ ἄγνωστος» ποὺ συνιστῶ νὰ διαβάσουν ἰδίως οἱ διανοούμενοι.

Τολμάει κανεὶς νὰ πῇ γιὰ ἕνα ἄ γαλμα ὅτι ἔτσι φύτρωσε, ἔτσι βγῆκε ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ λατομείου; Ἐὰν τὸ πῇ, ποιός θὰ τὸν πιστέψῃ; κι ἂν ἐπιμένῃ, θὰ καλέσουν τὸ «100» νὰ τὸν κλείσῃ στὸ φρενοκομεῖο. Ὥστε ἕνα ἄγαλμα ἔχει κατασκευαστή, γλύπτη, κι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει; Εἶνε θεῖο δημιούργημα. Πλάστηκε ἀ πὸ χῶμα, ἀλλὰ «κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁ μοίωσιν»τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐνεφύσησε σ᾿ αὐτὸ «πνοὴν ζω ῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν»(Γέν. 1,26· 2,7).

Καὶ ἐδῶ, ἄνθρωπε ἄπιστε καὶ τυφλέ, δὲν ἔχουμε ἕνα ἄγαλμα ἄψυχο καὶ νεκρό· ἔχουμε ἄγαλμα ἔμψυχο καὶ ζωντανό, ποὺ εἶνε θαῦμα ἀπὸ ὅπου κι ἂν τὸ ἐξετάσῃς. Ἀπὸ πλευρᾶς σωματικῆς; Μοῦ ἔλεγε πανεπιστημιακὸς καθηγητής· Θαυμάζω τὸ Δημιουργό· τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἀποτελεῖται ἀπὸ ἑκατομμύρια κύτταρα, ποὺ τὸ καθένα εἶνε ἕνα ἐρ γοστάσιο, μπροστὰ στὸ ὁποῖο μηδὲν εἶνε τὰ ἐργοστά σιά μας.

Θαυμαστὰ τὰ ὄργανα τοῦ σώματος· τί νὰ ποῦ με γιὰ τὴν καρδιά, τοὺς πνεύμονες, τὰ νεφρά;… Καὶ ἂν εἶνε θαυμαστὸ τὸ σῶμα, τί νὰ ποῦμε γιὰ τὴν ψυχή; Ἐδῶ πλέον εἶνε τὰ μυστήρια τῶν μυστηρίων. Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὴ συνείδησι, τὴ σκέψι, τὴ μνήμη, τὴν κρίσι, τὴ φαντασία, τὶς ἐξάρσεις, τὰ ὁράματα, τὶς μετα φυσικὲς πτήσεις, τῆς ἀποφάσεις τῆς βουλήσεως; Φοβερὰ πράγματα. Νὰ βλέπῃς π.χ. ἕνα ταπεινὸ ἄνθρωπο, πάνω ἐκεῖ στὸ ἀλβανικὸ μέ τωπο, ν᾽ ἀναδεικνύεται ἥρωας. Πῶς νὰ τὸ ἐξη γήσουμε; Ἕνας ἀνταποκριτὴς τῶν «Τάιμς»(Times) ἔγραψε· Αὐτὰ τὰ φτωχὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος δὲν ἦταν πλέον ἄνθρωποι· ἀετοὶ ἦταν! Ποιός ἐμπνέει τέτοια αἰσθήμα τα; Θαυμαστὸ «ἄγαλμα» λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος· ἐγὼ ἀπορῶ πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι.

Ἀλλ᾽ ὅπως τὰ ἀγάλματα φθείρονται ἀπὸ τὴν πολυκαιρία καὶ τὰ καυσαέρια, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐφθάρη ἀπὸ ἄλλου εἴδους «καυσαέρια», ἀπὸ ἕναν ἄλλο «κονιορτό», μιὰ ἄλλη «σκουριά»· αὐτὴ εἶνε ἡ ἁ μαρτία, τὸ προπα τορι κὸ ἁ μάρτημα. Δὲν ἐπεκτείνομαι ἐδῶ ὡς πρὸς τὴ φθορὰ ποὺ ὑπέστη σωματικὰ καὶ ψυχικά· ἕνα τονίζω, ὅτι ἀπὸ τὸ φθόνο τοῦ «διαβό λου θάνατοςεἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον»(Σ. Σολ. 2,24). Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε φθαρτὸς καὶ θνητός, ὁδηγεῖται στὸν τάφο. Ἐφθά-ρη καὶ κάθησε πάνω του ἡ «σκουριά», ὅ πως στὰ χάλκινα ἀγάλματα. Πολλὴ «σκουριὰ» καὶ πολλὴ «λάσπη» ἔχουμε. Ὤ ἂν ὑπῆρχε τρόπος νὰ ξύσουμε τὸ ἀκάθαρτο αὐτὸ ἐπίχρισμα καὶ νὰ βρῇ ὁ ἄνθρωπος πάλι τὸ μεγαλεῖο του!

Ἔ λοιπόν, αὐτὸ ἔγινε μὲ τὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Λόγου ἀπὸ τὴν Παναγία. Ἕνα χέρι Γλύπτου, ὄχι μικροῦ καὶ ἀσημάντου, ἀλλ᾽ Ἐκείνου ποὺ ἐμπνέει τοὺς γλύπτες νὰ κατασκευάζουν ἀριστουργήματα, ἕνας τέτοιος Νοῦς, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ―δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια, τὸ μεγαλύτερο γεγονὸς τῆς ἱστορίας, κι ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε καὶ οἱ πέτρες θὰ τὸ φωνάξουν― κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς στὴ γῆ, πῆρε τὸν ἄνθρωπο, τὸ σκουριασμένο ἔμψυχο ἄγαλμα, καὶ τὸ ἔρριξε στὸ καμίνι.

Ποιό εἶνε τὸ καμίνι; Τὸ βάπτισμα. Ἂν πιστεύῃς νὰ βαπτισθῇς, ἂν δὲν πιστεύῃς μὴ βαπτισθῇς. Ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ πέσαμε στὸ καμίνι αὐτό. Εὐλογημένοι οἱ γονεῖς μας, ποὺ μᾶς πῆγαν βρέφη στὴν Ἐκκλησία, καὶ εὐλογημένος ὁ ἱερεὺς τοῦ Ὑψίστου, ποὺ μᾶς βάπτισε μέσ᾿ στὴν ἱερὰ κολυμβήθρα, στὰ ἁγιασμένα νερά, καὶ βγήκαμε νέο πλάσμα, «καινὴ κτίσις» (Β΄ Κορ. 5,17. Γαλ. 6,15). Δὲν ἔχουμε πλέον τὴ σκουριὰ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἂν μετὰ τὸ βάπτισμα ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνῃ καὶ νέα σκουριὰ προσ κολλᾶται πάνω του, δὲν ἀπελπίζεται· τώρα ὑπάρχει κ᾽ ἕνα ἄλλο καμίνι ποὺ τὸν καθαρίζει, ἡ μετάνοια.

Αὐτὰ ἐννοεῖ ὁ ποιητὴς ὅταν λέει· Χαῖρε, Παναγία, ποὺ γέννησες τὸ Χριστό· ἐσὺ ἔγινες τὸ πρῶτο πλάσμα ποὺ εἰσ ῆλθε στὴν «καινὴ κτίσι» καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀναδημιουργίας τῶν πάντων (βλ. ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος μετὰ ἑρμηνείας, Ἀθῆναι 1974, σσ. 129, 182).

* * *

Σᾶς ἔδειξα, ἀγαπητοί μου, τὴν πλάσι καὶ τὴν ἀνάπλασι. Καὶ τώρα σᾶς ἐρωτῶ· ποιό ἀπὸ τὰ δύο εἶνε τὸ θαυμαστότερο; Ἡ ἀνάπλασις. Οἱ πρόγονοί μας ἔλεγαν· «Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον», πολὺ δύσκολο, σχεδὸν ἀδύνατο, εἶνε νὰ μεταβάλῃ κανεὶς τὴν κακὴ φύσι (Μένανδρος, Γνωμικά). Ἕνας Ἀλέξανδρος, ποὺ νίκησε ὅλο τὸν κόσμο, νικήθηκε ἀπὸ τὸ πάθος τῆς οἰ νοποσίας καὶ σκότωσε τὸ φίλο του τὸν Κλεῖτο. Καὶ ἡ εὐγενεστέρα ὕπαρξις νικᾶται ἀπὸ τὰ πάθη. Ὁ Χριστὸς ὅμως πῆρε τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δημιούργησε, καὶ τὸν ἀναδημιούργησε. Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, Κύριε, ποὺ μιὰ φορὰ μᾶς ἔπλασες, ἀλλὰ σ᾿ εὐχαριστοῦμε καὶ διότι δεύτερη φορὰ μᾶς ἀνέπλασες, ἀφοῦ μᾶς ἔρριξες στὸ καμίνι τοῦ βαπτίσματος καὶ τῆς μετανοίας. Καὶ ἂν αὐτὰ φαίνωνται θεωρητικά, νά δύο παραδείγματα ἀναδημιουργίας· ὁ ἕνας εἶνε ὁ λῃστὴς στὸ Γολγοθᾶ, καὶ ἡ ἄλλη ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία.

⃝ Ἄρχισα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ἀγάλματος· τελειώνω μὲ μία ἄλλη εἰκόνα. Ἡ ἔμφυτη τάσις τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰδίως τῶν γυναικῶν νὰ θέλουν νὰ εἶνε ὡραῖοι ―δὲν τὴν κατηγορῶ― δημιούργησε τὰ λεγόμενα ἰνστιτοῦ τα καλλονῆς. Ἐκεῖ μὲ ὀδυνηρὲς πλαστικὲς ἐγχειρήσεις προσπαθοῦν νὰ βελτιώσουν ἐλαττώματα ποὺ ὀφείλονται εἴτε στὸ γῆρας εἴτε σὲ δυστυχήματα. Ἀλλὰ ματαία ἡ προσπάθεια· σὲ λίγο ἔρχεται ὁ χάρος καὶ μεταβάλλει καὶ τὸν πιὸ ὡραῖο ἄνθρωπο σὲ «γυμνὰ ὀστέα»(Νεκρ. ἀκολ.). Θέλω λοιπὸν τώρα νὰ σᾶς συστήσω ἕνα ἰνστιτοῦτο καλλονῆς, ψυχικῆς καλλονῆς· εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Πλησιάστε. Ὅλοι εἴμαστε δύσμορφοι. Ὅπως εἶπε ὁ Καρρέλ, μέσα σὲ χίλιους ἀνθρώπους ἕναν θὰ βρῇς ψυχικῶς ὡραῖο. Τὸ ψυχικὸ κάλλος ἔχει τὴν ἀξία· αὐτὸ ἂς ἐπιδιώξουμε. Θὰ τὸ βροῦμε στὸν μόνο ἀναμορφωτὴ καὶ ἀναδημιουργό, τὸν Χριστό.

Πολλοὶ ὑπόσχονται ἀλλαγὴ – ἀναμόρφωσι ―τὸ ἀκοῦμε συχνά―, νὰ δημιουργήσουν νέο κόσμο. Νέος κόσμος δὲν δημιουργεῖται οὔτε μὲ τὸ Μὰρξ οὔτε μὲ τὸ Νίτσε, οὔτε μὲ ὁποιο- δήποτε κόμμα. Ἀναμόρφωσιθὰ γίνῃ μόνο διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

ΜΗΤΡΟΠ- ΦΛΩΡ-(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 7-4-1989

http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=20522