Σελίδες

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Α΄ Στάσις τῶν Χαιρετισμῶν

Υπάρχει στο κόσμο χαρά;

ΤΟ ΑΣΜΑ, ἀγαπητοί μου, τὸ τραγούδι, ἡ μου­σικὴ εἶνε θεῖο δῶρο. Ἀλλὰ μὲ μία οὐ­σι­ώδη διαφορά· τραγούδι ἀπὸ τραγούδι διαφέρει. Ὑπάρχει τραγούδι ποὺ ὑπηρετεῖ τὸ κα­κό, ἐ­ρεθίζει τὶς κατώτερες ὁρμὲς τοῦ ἀνθρώπου, τὸν βυθίζει στὸν ᾅδη· καὶ ὑπάρχει ἀντιθέτως τραγούδι ποὺ ἐκφράζει τὶς ἀνώτερες ἐφέσεις καὶ τοὺς πόθους του, τοῦ δίνει φτερὰ νὰ φτά­σῃ μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καὶ ν’ ἀκούσῃ τὸ ἀλ­λη­λούϊα. Ὑπάρχουν τραγούδια τῆς γῆς, καὶ τρα­­γούδια τοῦ οὐρανοῦ. Ὑπάρχουν τραγούδια ἀνούσια. Ἡ ἐπίδρασί τους εἶνε ἀσήμαντη. Λίγους συγκινοῦν καὶ μέσα σὲ μία γενεὰ σβήνουν· πρέπει νὰ ψάξῃ κανεὶς σὲ παλαιὲς ἀν­θολογίες γιὰ νὰ βρῇ τοὺς στίχους τους.

Ἀλλὰ ἕνα τραγούδι ἐξακολουθεῖ νὰ συγκι­νῇ βαθύτατα τὶς καρδιὲς τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν· εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, ὁ ὕμνος τῆς Παρθένου. Ἀπὸ τότε ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ (τὸ 626 μ.Χ.) ἀκούστηκε στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων, ἔχουν περάσει τό­­σοι αἰῶνες, καὶ ὅμως ὁ χρόνος δὲν κατώρθω­σε νὰ σβήσῃ τὸ τραγούδι αὐτό. Ὅπου κι ἂν βρίσκωνται οἱ ὀρθόδοξοι, εἴτε μέσα στὶς πόλεις εἴτε στὴν ὕπαιθρο εἴτε σὲ ἐξωκκλήσια εἴτε στὸ ἐξωτερικὸ εἴτε μέσα σὲ πλοῖα, ὅλοι ἀ­πόψε αἰσθάνονται ἀγαλλίασι ἀκούγοντάς το.

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ιστ..Τί εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος; Γιὰ νὰ μιλήσου­με ἁπλούστερα, ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος εἶνε τὸ κόσμημα καὶ καύχημα τῶν Ἑλλήνων.
Ἄλλο ποί­ημα μὲ τέτοιο λυρισμό, τέτοιο συν­αί­σθημα, τέ­τοια πτῆσι, τέτοια φτερουγίσματα, δὲν βρίσκει κανείς στὴν παγκόσμια ποί­ησι. Δὲν τὸ λέ­με ἐμεῖς· ξένος γλωσσολόγος διεθνοῦς κύρους εἶπε, ὅτι τὸ ποίημα αὐτὸ μόνο στὴν ἑλ­ληνικὴ γλῶσσα μποροῦσε νὰ γραφῇ. 

Ἐὰν ἡ γαλλικὴ γλῶσσα εἶνε κατάλληλη γιὰ σαλόνια καὶ διπλωματία, ἐὰν ἡ ἰταλικὴ εἶνε κατάλληλη γιὰ μουσική, ἐὰν ἡ γερμανικὴ εἶνε κατάλληλη γιὰ ἐπιστημονικοὺς ὅρους, ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα μὲ τὸν πλοῦτο τῶν λέξεών της στάθηκε ἱκανὴ νὰ ἐκφράσῃ τὸ ὕψος τῶν ἀληθει­ῶν τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Γι’ αὐτὸ τὸ ποίημα τοῦτο συγκινεῖ τὶς γενεὲς τῶν Ἑλ­λή­νων. Συνεκίνησε τοὺς προγόνους μας, συγ­κινεῖ ἐ­μᾶς, θὰ συγκινῇ τὰ παιδιά μας καὶ τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν μας. Εἶνε ἀριστούργημα ἀκατάλυτο.  

Μόνο κάποιος ποὺ αἰσθάνθηκε βαθειὰ τὸ χρι­στιανισμὸ μποροῦσε νὰ τὸ ἐμπνευσθῇ. Ἔχει μεταφραστῆ σὲ πολλὲς γλῶσσες τοῦ κό­­σμου. Οἱ Ἕλληνες μποροῦμε νὰ καυχώμεθα ὄχι τόσο γιὰ τὸν Παρθενῶνα ὅσο γιὰ τὸ ποίημα αὐτὸ ποὺ ὑμνεῖ τὴν παρθενία.

Ἀλλ’, ἀδελφοί μου, τί ἔπαθα; Δὲν εἶμαι λογοτέχνης – κάθε ἄλλο, γιὰ ν’ ἀναλύω τὸ κάλλος τῶν ἐκφράσεων καὶ τῶν νοημάτων ποὺ ἔ­χει τὸ ἀριστούργημα αὐτό. Ἐγὼ ὡς ἱεροκήρυ­κας θέλω νὰ σᾶς δώσω κάτι νὰ ὠφεληθῆτε. Ἀπὸ τὴν ποιητικὴ λοιπὸν αὐτὴ ἀνθοδέσμη κόβω ἕνα ἄνθος, τὸ πρῶ­το ἀπὸ τὰ 144 «χαῖρε», τὸ ὁ­­ποῖο λέει· «Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ χα­ρὰ ἐκλάμψει». Χαῖρε, λέει, ὑπεραγία Θεοτόκε, διότι ἔγινες τὸ ὄργανο ποὺ ἔδιωξε τὴ λύπη καὶ ἔφερε τὴ χαρά. Ποῦ εἶνε αὐτοὶ ποὺ κατηγοροῦν τὴ θρησκεία μας ὅτι δημιουργεῖ κατήφεια; Βλέπετε; ὁ Ἀ­κάθιστος ὕμνος ἀρχίζει μὲ τὴ χαρά.

* * *

Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, πλάστηκε γιὰ τὴ χαρά. Ὁ Ἀδὰμ ἄρχισε τὴ ζωή του σὲ περιβάλλον χαρᾶς, ὅπως ἦταν ὁ ἐξ­αίρετος ἐκεῖ­νος κῆπος τῆς Ἐδέμ, ὁ παράδεισος. 
Ἐκεῖ καὶ αὖρες, καὶ ζέφυροι, καὶ πουλιά, μελῳδικά, καὶ νερὰ ποὺ ἔτρεχαν, καὶ ὅ,τι ἄλλο εὐχάριστο.
Ἀλλὰ ἦρθε στιγμὴ κατηραμένη, ποὺ ὁ πρῶ­τος ἄνθρωπος ἐξέκλινε ἀπὸ τὴν τροχιά του. Δὲν θέλησε νὰ ὑπακούσῃ στὸ Θεό. Ὅπως μερικὰ παιδιὰ τεντώνουν τὸ αὐτί τους στὶς φω­νὲς κακῶν φίλων, ἔτσι κι αὐτὸς τέντωσε τὸ αὐτί του ν’ ἀκούσῃ τὴ συμβουλὴ τοῦ ὄφεως. Ποιά συμβουλή· νὰ ἐπαναστατήσῃ, νὰ παρακούσῃ, γιατὶ ἔτσι τάχα θὰ βρῇ τὴν εὐτυχία. Ἡ ἰδέα ὅ­μως αὐτή, τῆς θεοποιήσεως, ἦταν ἐκείνη ποὺ ἔβγαλε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν παράδει­σο. Κι ἀ­πὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἄρχισε τὸ δάκρυ. 
Μέσα στὸν παράδεισο ὁ Ἀδὰμ δὲν εἶχε κλάψει. Τὸ πρῶτο δάκρυ κύλισε μόλις ἡ πυρίνη ῥομφαία ἔκλεισε τὴν πύλη τῆς Ἐδέμ. Κ’ ἐκεῖ ποὺ ἔ­σταξαν τὰ πρῶτα δάκρυα τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐ­κεῖ φύτρωσαν τότε τὰ πρῶτα ἀγκάθια τῆς γῆς. Ὤ δάκρυα! Ἐὰν ἕνας ἄγγελος μάζευε τὰ δάκρυα ποὺ ἔχυσαν ἀπὸ τότε τὰ δισεκατομμύρια τῶν ἀν­θρώπων, τὰ δάκρυα ποὺ χύνουμε ἐ­μεῖς σήμερα, καὶ τὰ δάκρυα ποὺ θὰ χύσουν οἱ ἑπόμενες γενεές, θὰ σχηματιζόταν ἕνας ποτα­μὸς πικρός, μία πικροτάτη λίμνη.
 
Τὰ δάκρυα ἄφησαν ζωγραφισμένη στὸ πρό­σωπο τοῦ ἀνθρώπου τὴ λύπη. Καὶ μὴ νομίσετε, ὅτι ἡ λύπη πληγώνει μόνο τοὺς μικροὺς καὶ φτωχοὺς τῆς γῆς. Εἶνε ψέμα. Ὅσο ὁ ἄν­θρωπος ἀνεβαίνει τὶς βαθμῖδες ἀξιωμάτων καὶ δό­ξης, τόσο ἡ λύπη τὸν τρώει μέσα του, ὅπως τὸ σκουλήκι τὸν κορμὸ τοῦ δέντρου.

Πολλοὶ φαίνονται ἐξωτερικῶς χαρούμενοι καὶ χαμογελοῦν. Ἐὰν ὅμως μποροῦσες ν’ ἀ­νοί­­ξῃς τὴν καρδιά τους, θά ’βλεπες ὅτι μέσα τους παίζεται ἕνα δρᾶμα. Μοιάζουμε, ἀγαπητοί μου, μὲ κάποιον ἠθοποιό, ποὺ ἐνῷ στὸ σπί­τι του ἔχει φέρετρο – κηδεία, ἐν τούτοις εἶνε ὑ­ποχρεωμένος, τὴν ἴδια νύχτα, ν’ ἀνεβῇ στὴ σκηνὴ καὶ νὰ κάνῃ τὸν κόσμο νὰ γελάῃ. Ἔτσι κ’ ἐμεῖς. Ἔχουμε προσωπεῖο χαρᾶς, καὶ μ’ αὐ­τὸ πᾶμε νὰ κρύψουμε τὸ δρᾶμα τῆς λύπης.
 
Ὁ τύραννος τῶν Συρακουσῶν Διονύσιος (430-367 π.Χ.), γιὰ νὰ βγάλῃ τὴν ψεύτικη ἰδέα καὶ νὰ δείξῃ σὲ κάποιον αὐλικό του, τὸ Δαμοκλῆ, ὅτι οἱ ἄρχοντες δὲν εἶνε τόσο εὐτυχεῖς ­ὅ­σο φαίνονται, τί ἔκανε. Διέταξε νὰ στρώσουν γι’ αὐτὸν τραπέζι στὰ ἀνάκτορα, νὰ μαγειρέψουν τὸ καλύτερο φαγητό, νὰ φέρουν ἀπὸ τὰ περι­βόλια τὰ ὡραιότερα λουλούδια, νὰ κρεμάσουν κλουβιὰ μὲ τὰ πιὸ μελῳδικὰ πουλιά, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ὀροφὴ τῆς αἰθούσης κρέμασε ἀ­πὸ τρίχες ἀλόγου ἕνα σπαθὶ γυμνὸ καὶ τὸ ζύγισε ἀκρι­βῶς ἐπάνω στὸ θρόνο. Ἔντυσε τὸν αὐλικό του μὲ βασιλικὴ στολὴ καὶ τὸν ἔβαλε νὰ καθή­σῃ σὰν βασιλιᾶς. Μόλις ὅμως ὁ Δαμο­κλῆς εἶδε στὴν ὀροφὴ τὸ σπαθί, ἄρχισε νὰ τρέμῃ ἀπὸ φόβο. Σηκώθηκε κ’ ἔφυγε.…

Ἔτσι εἶνε, ἀδέρφια μου. Ἂς εἶσαι ἔνδοξος, ἂς ἔχῃς ὅλα τὰ πλούτη· πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι ὅλων μας, μικρῶν καὶ μεγάλων, εἶνε κρεμασμένο σπαθί, ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ κάθε ἁμαρ­τωλό. Ἂς παίζουμε, ἂς διασκεδάζουμε, ἂς κάνουμε ὄργια· ὅσο ἀπὸ πάνω μας κρέμεται τὸ σπαθὶ τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ, ποῦ εἶνε ἡ χαρά;

«Ποῦ εἶνε ἡ χαρά;» ρωτοῦσε ἕνας δικός μας ποιητής. Ποῦ νὰ βρῶ τὴ χαρά; Τὴ ζήτησα στὰ παλάτια, δὲν τὴ βρῆκα· τὴ ζήτησα στὰ πλούτη, δὲν τὴ βρῆκα· τὴ ζήτησα στὶς ἐπιστῆ­μες, δὲν τὴ βρῆκα· τὴ ζήτησα σὲ σπίτια πλούσια καὶ φτωχά, δὲν τὴ βρῆκα. Χαρά, ποῦ εἶσαι;

Δὲν πουλιέται, ἀδελφοί μου, ἡ χαρά· ἡ χα­ρὰ χαρίζε­ται. Ποιός τὴν χαρίζει; 5.000 χρόνια ἦταν κλεισμένη ἡ Ἐδέμ. Καὶ προσέξατε τί εἶπε ἀπό­­ψε ἕ­νας ὕμνος· «Χαῖρε Ἐδὲμ ἀνοίξασα τὴν κε­κλεισμένην Ἁγνή» (θ΄ ᾠδὴ καν.). Χαῖρε, λέει, Παν­αγία παρθένε, διότι ἐσὺ ἄνοιξες τὴν κεκλεισμένη Ἐδέμ· ἐσὺ εἶσαι ποὺ ἄνοιξες τὸν πα­­ράδεισο. Ἡ Παναγία, λοιπόν, δίνει στὸν καθένα τὸ χρυσὸ κλειδὶ καὶ λέει· Πάρ’ το παιδί μου, πάρε γέροντα, πάρε νέα, πάρτε γραμμα­τισμένοι καὶ ἀγράμματοι, πάρτε ἀπόψε τὸ χρυ­σὸ κλειδὶ κι ἀνοῖξτε τὸν παράδεισο.
 
Ποῦ εἶνε ὁ παράδεισος; Δὲν εἶνε μακριά· «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. 17, 21). Θέλεις τὸν παράδεισο; Ἀπόψε στὸ σπίτι τὰ μεσάνυχτα, ποὺ θὰ ἐπικρατῇ ἡσυχία, γονάτισε καὶ πὲς τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο, καὶ αὔρα οὐ­ρα­νοῦ θὰ σὲ δροσίσῃ. Θέλεις τὸν παράδεισο; Πάρε χαρτί, γράψε τ’ ἁμαρτήματά σου, πή­γαι­νε στὸ γέροντα πνευματικὸ καὶ πές τα ὅ­λα, καὶ φεύγοντας παράδεισος θὰ φυτρώσῃ μέσα σου. Θέλεις τὸν παράδεισο; Βρὲς κάποιο φτω­χόσπιτο, κάνε τὸ ἔλεος, καὶ θ’ ἀκούσῃς νὰ σοῦ ψάλλουν ἄγγελοι.

* * *

Ἀδελφοί μου! Τὴ χαρὰ δὲ θὰ τὴ βροῦμε οὔτε στὰ γλέντια οὔτε στὰ πλούτη οὔτε στὴν ἐπιστήμη, πουθενὰ στὴ γῆ. Τὸ λου­λούδι τῆς χαρᾶς δὲ φυτρώνει στὸν κόσμο ἐτοῦ­το· φυτρώνει μόνο στὸ Γολγοθᾶ. Ὅποιος ἁγιάζεται ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, αὐτὸς μόνο ἔχει τὴ χαρά. Στὴν πίστι, στὴ θυσία, στὴν ἀγάπη, στὸ καθῆ­κον, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ χαρά.
Αὐτὴ ἡ χαρά, ὅσο ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτόν, δὲν θὰ εἶνε πλήρης· ἡ ζωὴ αὐτὴ λέγεται «κοι­λὰς κλαυθμῶνος» (Ψαλμ. 83,7). Ὅταν λήξῃ αὐτὴ ἡ ζωή, ὅταν σήμερα – αὔριο κλείσουμε τὰ μάτια, καὶ ἐὰν φύγουμε ἐν μετανοίᾳ καὶ ἐξομολο­γήσει, τότε ―δὲν εἶ­νε ψέμα, εἶνε ἀλήθει­α― φτερὰ ἀγγέλων θὰ μᾶς πάρουν καὶ θὰ μᾶς ὁ­δηγήσουν στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, γιὰ ν’ ἀκοῦ­με ἐκεῖ τὸ ἀλληλούϊα καὶ νὰ λέμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο· «Χαίρωμεν καὶ ἀγαλλιώμεθα καὶ δῶμεν τὴν δόξαν αὐτῷ» (Ἀπ. 19,7). Σ’ αὐτὸν ἀνήκει τιμὴ καὶ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

 
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον ιερό ναὸ του Ἁγίου Γεωργίου Ἀκαδημίας Πλάτωνος – Ἀθηνῶν, 4-3-1960)

«Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει» (Ἀκάθ. ὕμν. Α1α΄)
http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=20051