Σελίδες

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Ειδωλολατρικές εορτές

[καρναβαλι3.jpg]ΟΛΟΙ, ἀγαπητοί μου, γνωρίζουμε ὅτι στὰ παλιὰ τὰ χρόνια, προτοῦ νά ᾽ρθῃ ὁ Κύρι­ος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς στὸν κόσμο, οἱ ἄν­θρωποι ἦ­ταν εἰδωλολάτρες.
Τί θὰ πῇ εἰδωλολατρία. Δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν διάφορα φυσικὰ φαινόμενα καί, ἐν τῇ ἀγνοίᾳ τους, τὰ φαινόμενα αὐτὰ τὰ θεοποι­οῦσαν. Ἔβλεπαν π.χ. τὸν κεραυνὸ νὰ πέφτῃ καὶ νὰ καίῃ, καὶ εἶπαν· ἡ φωτιὰ εἶνε θεός. Ἔ­βλεπαν τὸν ἥλιο νὰ λάμπῃ, καὶ εἶπαν· ὁ ἥ­λιος εἶνε θεός· καὶ μέχρι σήμερα
ὑπάρχουν λαοὶ ποὺ ἔχουν θεὸ τὸν ἥλιο ἢ λατρεύουν ὡς θεὸ τὴ φωτιά, εἶνε πυρολάτρες. Ἄλλοι πάλι ἔ­βλεπαν τὸ νερὸ νὰ πλημμυρίζῃ, νὰ πνίγῃ καὶ νὰ καταστρέφῃ, καὶ εἶπαν ὅτι τὸ νερὸ εἶνε θε­ὸς καὶ θεοποιοῦσαν ποταμούς.
Κι ὄχι μόνο φυ­σικὰ φαινόμενα, ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπους ποὺ διακρίνονταν γιὰ τὴ δύναμί τους τοὺς ὠνόμα­ζαν θεοὺς ἢ ἡμιθέους. Ὑπῆρχαν ἀκόμα λαοὶ ―θὰ σᾶς φα­νῇ παράξενο― ποὺ λάτρευαν ὡς θεοὺς μεγάλα ἢ καὶ μικρὰ ζῷα (τὸ λιοντάρι, τὸ βόδι, τὰ φίδια, τὶς γάτες, τοὺς σκύλους), καὶ ἄλλοι ―ἀκόμα πιὸ παράξενο―, ποὺ ὡς θεὸ λάτρευαν καρπούς· τὰ σκόρδα, τὰ κρεμμύδια, τὰ πράσα. Σ᾽ αὐτὸ τὸ κατάντημα εἶχε φτάσει ὁ κόσμος πρὸ Χριστοῦ. Σκοτάδι! Πελεκοῦσαν διάφορα ὑλικὰ καὶ ἔκαναν ὁμοιώματα – εἴδωλα ἀπὸ ξύλο, ἀσήμι ἢ χρυσάφι, τὰ ὠνόμαζαν θεοὺς καὶ τὰ προσκυνοῦσαν. Αὐτὴ ἦταν ἡ πίστι τους.
Ὡς πρὸς τὴ λατρεία, εἶχαν ἑορτὲς σὲ καθωρισμένες ἡμέρες. Τότε λάτρευαν τοὺς θεούς τους. 
Καὶ πῶς τοὺς λάτρευαν; Σύμφωνα μὲ τὸ χαρακτῆρα τους – καὶ συγχωρῆστε με γι᾽ αὐτὰ ποὺ θ᾽ ἀ­κούσετε τώρα. Ὑπῆρχε π.χ. μία θεότης ποὺ προστά­τευε – τί; τὰ σαρκι­κὰ πάθη, τὴν πορνεία, τὴ μοιχεία· ἦ­ταν ἡ θεὰ Ἀ­φροδίτη. Πρὸς τιμήν της εἶχαν χτίσει ναὸ στὴν Κόρινθο, τὸ ναὸ τῆς Ἀφροδίτης. Ἐ­κεῖ εἶχαν μαζέψει χίλιες δι­εφθαρμένες γυναῖ­κες, ποὺ ἀσκοῦσαν γιὰ τοὺς λάτρεις τῆς θεᾶς τὴν πορνεία, ὡς λατρεία δηλαδὴ τῆς Ἀφροδίτης. Καὶ ἔτσι, ἀπὸ τὶς ἄνομες ἐκεῖνες εἰσ­πράξεις, πλούτιζε ὁ ναός. Ὑπῆρχε ἄλλη θεότης ποὺ προστάτευε – τί; τὴ μέθη, τοὺς μεθύ­σους καὶ ἀσώτους· θεὸς τῆς μέθης ἦταν ὁ Βάκχος. Καὶ πῶς τὸν ἑώρταζαν; Τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του ἔπιναν κρασί, μεθοῦσαν καὶ ἔ­καναν ὄρ­για χωρὶς ἴχνος ντροπῆς. Οἱ γυναῖ­κες ἔβγαζαν τὰ γυναικεῖα ροῦχα καὶ ντύνον­ταν ἀν­τρικά, οἱ ἄντρες ἔβγαζαν τὰ ἀντρικὰ καὶ ντύνον­ταν γυναικεῖα. Πολλοὶ φοροῦσαν προβειὲς ἀπὸ τράγους, κρεμοῦσαν στὸ λαιμὸ τρα­γοκούδουνα, ἔβγαιναν στοὺς δρόμους, χόρευαν ἀνήθικους χορούς.
Ἔτσι ἑώρταζαν οἱ ἀρχαῖοι, σύμφωνα μὲ τοὺς θεοὺς ποὺ εἶχαν. Καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τοὺς κατηγορήσῃς. Τέτοιοι ἦταν οἱ θεοί τους, τέτοιοι ἦταν κι αὐτοί. Αὐτοὶ μάλιστα, μολον­ότι λάτρευαν ψεύτικους θεούς, κανένας τους δὲν τολμοῦσε νὰ βλαστημήσῃ τὸ Βάκχο ἢ τὴν Ἀφροδίτη ἢ ἄλλο θεό. Τοὺς θεούς τους ἐκεῖνοι τοὺς ἐσέβοντο, ἐνῷ ἐμεῖς…

* * *

ΜΕΘΑΙΣΣτὴν κατάστασι αὐτὴ ζοῦσε ὁ κόσμος χιλιά­δες χρόνια. Ἀλλ᾽ ἐπὶ τέλους ἦρθε τὸ φῶς, ἦρ­θε ἡ ἡμέρα· ἔφυγε τὸ σκοτάδι, ἦρθε ὁ Χριστός. Καὶ ὁ Χριστὸς τί ἔκανε; Ἀπεκάλυψε ποιός εἶ­νε ὁ ἀληθινὸς Θεός. 
Δίδαξε τὸν κόσμο, ὅτι ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινὸς δὲν εἶνε πεπερασμένος ὅ­πως τὰ ὑλικὰ δημιουργήματα· δὲν εἶνε ὁ ἥ­λιος, τὸ φεγγάρι, τ᾽ ἀστέρια· δὲν εἶνε τὰ ποτά­μια, τὰ νερά, οἱ λίμνες, ἡ θάλασσα· δὲν εἶνε τὰ σκυλιὰ καὶ τὰ γατιὰ καὶ τὰ σκόρδα. 
Ὁ Θεὸς εἶνε ἕνας καὶ ἄπειρος· ὁ Θεὸς εἶνε «πνεῦ­μα», «καὶ τοὺς προσ­κυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύ­ματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάν. 4,24). Γι᾽ αὐ­τὸ καὶ ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἶνε ἀνάλογη μὲ τὴ φύσι τοῦ Θεοῦ.
Συνεπῶς, τὶς ἅγιες ἡμέρες τῶν ἑορτῶν οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ διασκεδάζουν ὅπως οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες. Καὶ ἀκούσαμε σήμε­ρα τί συνιστᾷ ὁ ἀπόστολος γιὰ τὸ ζήτημα αὐ­τό. Μακριά, λέει, ἀπὸ καρναβαλικὲς μεταμ­φιέσεις καὶ μεθύσια, μακριὰ ἀπὸ πορνεῖες καὶ ἀσέλγειες, μακριὰ ἀπὸ ἔριδες κι ἀντιζηλίες· ντυ­θῆτε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ κι ἀφῆ­στε τὴ μέριμνα πῶς νὰ ἱκανοποιήσετε τὶς σαρ­κικὲς ἐ­πι­­θυμίες (βλ. ῾Ρωμ. 13,13-14). Κατὰ τὸν σημε­ρινὸ ἀπόστολο δηλαδή, δὲν πρέπει ἐ­μεῖς νὰ ἑορτάζου­με σὰν τοὺς εἰδωλολάτρες τοῦ ἀρχαίου κόσμου.

* * *

Σήμερα ὅμως, τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα, τί γίνε­ται; Χιλιάδες αὐτοκίνητα τρέχουν στοὺς δη­μο­σίους δρόμους. Ποῦ πᾶνε; στὴν ἐκκλησιὰ νὰ λατρεύσουν τὸ Θεό; Θεέ μου, πῶς δὲν πέ­φτουν ἀστροπελέκια νὰ κάψουν τὴν ἁ­μαρτωλή μας γῆ! Ἀπὸ χθὲς βράδυ ὅλοι εἶνε μέσα στὰ κέντρα διασκεδάσεως. Καὶ τί κάνουν; Ὅ,τι καὶ οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες. 
Μεταμφιέζονται καὶ ὀργιάζουν· οἱ γυναῖ­κες ντύνον­ται ἄν­τρες καὶ οἱ ἄντρες γυναῖκες. Πίνουν, χο­ρεύουν αἰ­σχροὺς χορούς, λένε λόγια καὶ κάνουν πρά­­γματα ποὺ καταδικάζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Ἄνθρωποι λοιπὸν ποὺ ἐκδηλώνονται ἔτσι, εἶ­νε Χριστιανοί; Αὐτοὶ εἶ­νε εἰδωλολάτρες, εἰδωλολάτρες μετὰ Χριστόν! Ὅπως ὑ­πῆρχαν πρὸ Χριστοῦ χριστιανοί, ἔτσι σήμερα ὑπάρχουν με­τὰ Χριστὸν εἰδωλολάτρες, ἀφοῦ μιμοῦν­ται τρόπους τῶν ἀρχαίων εἰδωλολατρῶν.


Οἱ ὀρθόδοξοι πρόγονοί μας δὲν ἔκαναν τέτοια πράγμα­­τα. ῾Ρωτῆστε γέρους, πρόσφυγες ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία, τὸν Πόντο, τὴν Ἀνατολικὴ Θρᾴκη, νὰ δῆτε πῶς ἑώρταζε ὁ χριστιανικὸς λαὸς τὶς ἅγιες αὐ­τὲς ἡμέρες. Δὲν ἤξεραν τί θὰ πῇ ταβέρνα. Ἐν συγκρίσει μ᾽ ἐμᾶς ἐκεῖνοι ἦταν ἅγιοι ἄνθρωποι.


Τώρα; Ἄνοιξαν κέντρα ψυχαγωγίας ἢ μᾶλ­λον διαφθορᾶς. Ὅπως πάνω στὴν κοπριὰ φυ­τρώνουν τὰ μανιτάρια, ἔτσι πάνω στὴν βρωμερὴ κοπριὰ τοῦ μαμωνᾶ φύτρωσαν ἀμέτρητα νυχτερινὰ κέντρα. Καὶ ὅπως στὴν ἀρχαία Κόρινθο οἱ ἱέρειες τῆς ἡδονῆς εἰσέπρατταν τεράστια ποσὰ γιὰ νὰ πλουτίζῃ ὁ ναὸς τῆς Ἀ­φροδίτης, κατὰ παρόμοιο τρόπο στοὺς σημερι­νοὺς αὐτοὺς «ναοὺς» τῆς Ἀφροδίτης ἔρχον­ται ἀπὸ διάφορα μέρη γυναῖ­κες ποὺ θεωροῦν­ται καλλιτέχνιδες, τραγουδοῦν πορνικὰ τραγούδια, χορεύ­ουν, καὶ διαφθείρουν τὰ ἤθη καὶ τὴν εὐγένεια τοῦ λαοῦ μας. 
Οἱ «καλλιτέχνιδες» αὐ­τὲς εἶνε ἀντρο­χωρίστρες, διαλύουν οἰκογένειες. Πλουτίζουν ἀπομυζώντας πολὺ χρῆμα, τὸ ὁποῖο κατα­βάλ­λουν οἱ πελάτες τῶν κέντρων, ποὺ παραπονοῦνται κατόπιν πὼς δὲν ἔχουν νὰ ζήσουν. Καὶ ἡ ἀστυνομία; Δὲν ἐπεμβαίνει. Ἀλλὰ τί φταίει ἡ ἀστυνομία; Τὸ κράτος, μασο­νικὸ καὶ διεφθαρμένο, δὲν θέλει νὰ περι­στεί­λῃ τὸ κακό. Σὲ κανένα γειτονικὸ κράτος, οὔτε στὴ Βουλγαρία οὔτε στὴ Σερβία οὔτε στὴ ῾Ρου­μανία, δὲν συμβαίνουν τέτοια αἴσχη. Ἐδῶ δαπανῶνται ἑκατομμύρια τῶν ἑκατομμυρίων γιὰ τὸν ἐκφυλισμὸ τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων.

* * *

Τί πρέπει νὰ γίνῃ; Ἂν εἶχα ἐξουσία, μέσα σὲ μιὰ νύχτα θὰ ἔ­κλεινα ὅλα τὰ κέντρα τῆς διαφθορᾶς. Καὶ αὐτὲς τὶς ταλαίπωρες γυναῖ­κες, ποὺ σὰν νυχτερίδες ῥουφοῦν τὸ αἷμα τοῦ φτωχοῦ καὶ μαρτυρικοῦ ἀλλὰ ἄφρονος λαοῦ μας, δὲν θέλω νὰ τὶς καταδικάσω. 
Εἶνε κι αὐτὲς συχνὰ θύματα τοῦ κυκλώματος τῆς ἀνθρωπίνης ἐκμεταλλεύσεως, θύματα τοῦ μα­μωνᾶ τῆς ἀδικίας. Ὅλες τὶς γυναῖκες αὐτὲς θὰ τὶς πήγαινα σ᾽ ἕνα ἐρημονήσι, νὰ πλυθοῦν ἐκεῖ καὶ νὰ καθαριστοῦν, νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν ἀτιμία, νὰ γίνουν μητέρες καὶ νοικοκυρές, κι ὄχι νὰ ἔχῃ τώρα ἡ Ἑλ­λάδα μας τόσες πόρνες ὅσες δὲν ἔχουν ὅλα τὰ Βαλκάνια μαζί.


Τὰ σκῆπτρα πάντως τῶν εἰδωλολατρικῶν ἑορτῶν τῶν ἡμερῶν αὐτῶν κατέχει ἡ Πάτρα. Τί γίνεται ἐκεῖ δὲν περιγράφεται.
Μαζεύονται χιλιάδες κόσμος, φοροῦν μάσκες, χορεύουν, μεθοῦν, ὀργιάζουν δημοσίως, κυλιοῦνται στὸ χῶμα… Λὲς καὶ εἶνε ἡ ἐποχὴ τοῦ Βάκχου. Ἑ­ορτάζει ὁ Βάκχος καὶ ὄχι ὁ Χριστός. Μία χρονιὰ ὅμως, τὸ 1978, ἐνῷ ἑώρταζαν τὰ προεόρτια τοῦ Βάκχου τὴν Κυριακὴ τῶν Ἀπόκρεων καὶ ἔ­καναν πρόβες στὸν καρνάβαλό τους, τί ἔ­γινε; Ἐμένα ρωτᾶτε; Σεισμός· σείστηκε ἡ Πάτρα καὶ φώναζαν «Παναγιά!» καὶ «Ἅγιε Ἀν­δρέα!».

Ἔτσι φαίνεται πρέπει νὰ συμβῇ, διότι ξεπεράσαμε πλέον κάθε ὅριο· κινδυνεύουμε νὰ γίνουμε Σόδομα καὶ Γόμορρα! Μὲ ἀστυνομί­ες, μὲ εἰσαγγελεῖς, μὲ νομάρχες, μὲ δεσπο­τά­­δες, μὲ παπᾶδες, κινδυνεύει νὰ σαπίσῃ ὁλό­κληρη ἡ κοινωνία. Κανείς δὲν ἐξαιρεῖται ἀπὸ τὶς εὐθῦνες γιὰ τὸ κατάντημα αὐτό.

Ταῦτα λέγω, ἀγαπητοί μου, καὶ εὔχομαι ἡ ἁγία αὐτὴ ἡμέρα νὰ περάσῃ ὅπως θέλει ὁ Χριστός, καὶ ὄχι ὅπως θέλει ἡ Ἀφροδίτη καὶ ὁ Βάκχος καὶ οἱ ἄλλοι ψεύτικοι θεοί.

Τὸ βράδυ, ποὺ θὰ γίνῃ ὁ κατανυκτικὸς ἑ­σπερινός, ἂς ἑτοιμαστοῦμε νὰ δώσουμε καὶ νὰ λάβουμε συγχώρησι ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο.

Κυριακὴ τῆς Τυροφάγου (῾Ρωμ. 13,11 – 14,4)
«Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾽ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (῾Ρωμ. 13,13-14)

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στο ιερό ναό του Ἁγ. Ἰωάννου Πτολεμαΐδος 12-3-1978)