Σελίδες

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Η Λέπρα, εικόνα της αμαρτίας

ΗΤΑΝ κάποτε ἐποχή, ἀγαπητοί μου, ποὺ δὲν ὑ­πῆρχε ἀσθένεια. Καὶ δὲν ὑπῆρχε, δι­ότι δὲν ὑπῆρχε μικρόβιο.
Τὸ μικρόβιο, ὅπως ξέρουμε, εἶνε ἀόρατο· μὲ γυμνὸ μάτι δὲν τὸ βλέπεις. Τὸ σῶμα μας, τὸ χῶμα, τὸ νερό, ὁ ἀέρας, τὰ πάντα, εἶνε γε­μᾶτα ἀπὸ ἄπειρα μικρό­βια. Ὅταν πρὶν διακόσα χρόνια ἕνας ἐπιστή­μων τὰ ἀνεκάλυψε καὶ εἶδε μὲ τὸ μικροσκόπιο σ’ ἕνα ποτήρι νε­ρὸ νὰ κολυμποῦν ἑκατομμύρια ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς μικροοργανισμούς, φώναξε τὴν κόρη του. ―Γιά κοίταξε, τῆς λέει· ὑπάρχει κάτι μέσα στὸ νερό; ―Δὲ βλέπω τίποτα. ―Γιά κοίταξε τώρα μὲ τὸ μικρο­σκόπιο. Ὅταν ἐκείνη εἶδε, κατεπλάγη. ―Τί εἶνε τοῦτο ’δῶ, πατέρα!… Ἀμέτρητα ζῳύφια εἶδε νὰ πλέουν μέσα στὸ νερό.

Φορεὺς λοιπὸν τῆς ἀσθενείας εἶνε ἕνα μικρόβιο. Καὶ τὸ ἀδιόρατο αὐτὸ πλάσμα κάνει θραῦσι. Οὔτε τὰ λιοντάρια τῆς Ἀφρικῆς δὲν θανατώνουν τόσους ὅσους ἕ­να μικρόβιο. Τρομερὸ πρᾶγμα· γιὰ νὰ φαίνεται ἔτσι ἡ ἀδυναμία μας…
Στὴν ἀρχή, ὅπως εἴπαμε, δὲν ὑπῆρχαν μικρόβια. Ὁ ἀέρας ἦταν πεντακάθαρος, δὲν ὑ­πῆρχε νέφος καυσαερίων. Τὰ νερὰ πεν­τακά­θαρα, διαυγῆ, κρυστάλλινα. Τὰ δάση παρθέ­να, ὅπου εἶχαν τὶς φωλιές τους τὰ πουλιά. Τὸ περιβάλλον θαυμάσιο, κῆπος Ἐδέμ. Δὲν ὑπῆρ­χε ἀκόμη ἀσθένεια καμμία μέσα στὸν ἄνθρωπο. Ἀλλ’ αἴφνης τὸ σκηνικὸ μετεβλήθη. Τὸ πῶς μετεβλήθη δὲν θὰ τὸ ἀναπτύξω τώρα. Ἕνα μό­νο θὰ πῶ· ὅτι, κατὰ τὴ Γραφή, αἰτία εἶνε ὁ ἴ­διος ὁ ἄνθρωπος, ὄχι ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς ἔφτειαξε θαυμάσιο περιβάλλον, τὰ ἔπλασε ὅλα «κα­λὰ λίαν» (Γέν. 1,31). Αἰτία τοῦ κακοῦ εἶνε ὁ ἄν­θρωπος ποὺ ἁμάρτησε. Δὲν ὑπήκουσε στὸ Θεό, καὶ κατόπιν ἐνέσκηψαν ὅλα τὰ κακά. Τὰ νερὰ μολύνθηκαν, ὁ ἀέρας μολύνθηκε, τὰ δέντρα ξεράθηκαν, ἡ γῆ ἄρχισε νὰ σείεται… Ἡ ἁρμο­νία, ποὺ ὑπῆρχε (μὲ τὸ Θεό, μὲ τὸν πλησίον, μὲ τὴ φύσι), διεταράχθη. Τὰ πάντα ἀναστα­τώθηκαν. Καὶ κοντὰ σ’ αὐτὰ οἱ ἁμαρτίες κλόνισαν τὴν ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου.
209856781Νὰ μετρήσουμε τὶς ἀσθένειες; Εἶνε ἀμέτρητες. Καὶ ὅσο προχωρεῖ ἡ ἐπιστήμη, ὅλο καὶ νέ­ες πα­ρουσιάζονται. Τελευταίως μάλιστα ἐμφα­νί­­στη­­κε καὶ μιὰ ἀσθένεια ποὺ θὰ σαρώσῃ τὴν ἀν­­θρω­πότητα ὡς τιμωρία τῆς σαρκικῆς ἀκολασίας. Τὸ βλέπετε. Φραγμὸς δὲν ὑπῆρ­χε. Κο­ρόιδευ­αν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ στὴν πατρίδα μας ἔβγαλαν νόμο, ποὺ ἀποποινικοποιεῖ καὶ ἀμνηστεύει τὴ μοιχεία· ἐκεῖ φτάσαμε. Ἔτσι τὸ ἔιτζ ἔρχεται νὰ βάλῃ κάποιο φραγμό.

* * *

Μία ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες ἀσθένειες ἦταν καὶ ἡ λέπρα, ποὺ εἴδαμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο. Ἐπὶ αἰῶνες ἦταν φόβος – τρόμος, καὶ μόνο πε­ρὶ τὸ 1940 ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ ἀνακα­λύ­φθηκε τὸ φάρμακο γι’ αὐτήν.
⃝ Τί εἶνε ἡ λέπρα; Εἶνε μιὰ βασανιστικὴ ἀ­σθέ­νεια, ἀλλοιώνει τὸ αἷμα, κάνει τὸ δέρμα νὰ κοκ­κινίζῃ καὶ νὰ γεμίζῃ λέπια. Δημιουργεῖ κνισμό, φαγούρα, ἀνησυχία. Τὸ νήπιο κοιμᾶται στὴν κούνια, ὁ ἐργά­της κοιμᾶται μετὰ τὸν κόπο τῆς ἡμέρας, ὅλοι ἡ­συχάζουν· ὁ ταλαίπωρος ὁ λεπρὸς ὅμως δὲ μποροῦσε νὰ κλείσῃ μάτι. Ξυνόταν συνεχῶς μὲ τὰ νύχια ἢ μ’ ἕνα κεραμίδι. Βασανιστικὴ ἀσθένεια.
⃝ Καὶ ὄχι μόνο βασανιστικὴ γιὰ τὸν ἴδιο, ἀλλὰ καὶ ἀποκρουστικὴ γιὰ τοὺς γύρω. Ἄλλαζε καὶ παρεμόρφωνε τὸ πρόσωπο. Ἡ πιὸ ὡραία γυναίκα γινόταν ἡ πιὸ ἄσχημη, καὶ ὁ πιὸ ὡραῖος ἄντρας γινόνταν ὁ πιὸ ἄσχημος. Ἔπεφταν μύ­τες, αὐτιά, σάρκες, σάπιζε ὁ ἄνθρωπος.
⃝ Τὸ δὲ χειρότερο; ἦταν μεταδοτική, τρομε­ρὰ μεταδοτική. Ἕνας λεπρὸς μποροῦσε νὰ μετα­δώσῃ τὴ λέπρα σὲ ὁλόκληρη πόλι. Γι’ αὐ­τό, μό­λις κάποιος παρουσίαζε ἐξανθήματα λέ­πρας, ἀμέσως ἡ πολιτεία ἐλάμβανε μέτρα· τὸν ἔβγαζε ἔξω ἀπὸ τὴν κατοικημένη περιοχή, τὸν ἔ­στελνε νὰ ζήσῃ μακριά, μέσ’ στὰ δάση, στὰ ἄ­γρια βουνὰ καὶ τὶς σπηλιές. Τοῦ κρεμοῦσαν ἀ­κόμα κουδούνι, ὅπως στὰ γίδια, γιὰ νὰ εἰδοποιῇ· Μὴ μὲ πλησιά­σετε, εἶ­μαι λεπρός!… Πρόλαβα κ’ ἐγὼ τοὺς λε­προύς. Ἐπισκέφθηκα τὸ λεπρο­κομεῖο ποὺ ἦταν στὴν Ἀθήνα. Κάθισα μία – δύο ὧρες μαζί τους, εἶδα τὸν πόνο καὶ τὸ κλάμα τους. «Δὲν κοιμούμεθα τὴ νύχτα», μοῦ ἔλεγαν. Τὰ χαρακτηριστικά τους ἀλλοιωμένα τρομε­ρά. Φρί­κη… Βορείως τῆς Κρήτης εἶνε ἕνα νησάκι, ἡ Σπιναλόγγα, ὅ­που παλαιὰ ὑπῆρχε λεπροκομεῖο. Δύο – τρεῖς χιλιάδες ἦταν οἱ λεπροὶ στὴν Σπιναλόγγα. Τώρα ἔφυγαν ὅλοι, θεραπεύθηκαν.

* * *

Σήμερα, δόξα τῷ Θεῷ, δὲν ὑπάρχουν πολλοὶ λεπροί. Μὲ τὰ φάρμακα ποὺ βρέθηκαν, ἡ λέπρα θεραπεύεται. Ὑπάρχουν ὅμως κάποιοι ἄλλοι λεπροί, λεπροὶ ὄχι στὸ σῶμα ἀλλὰ στὴν ψυχή. Ὅπως τὸ σῶμα ἀσθενεῖ, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή. Εἶνε δὲ ἡ ἀσθένεια τῆς ψυχῆς πιὸ σοβαρὴ ἀ­πὸ τοῦ σώματος. Ἡ ἀσθένεια τῆς ψυχῆς στὴ γλῶσ­σα τῆς ἁγίας Γραφῆς ὀνομάζεται ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία εἶνε χειρότερη κι ἀπὸ τὸν καρκί­νο. Δὲν τῆς δίνουμε δυστυχῶς τὴν πρέπουσα σημα­σία. Θὰ μπορούσαμε νὰ τὴν παρομοιάσουμε μὲ τὴ λέπρα. Καὶ πάνω σ’ αὐτό, ὅτι ἡ λέπρα εἶνε σύμβολο τῆς ἁμαρτίας, θὰ κά­νω δυὸ – τρεῖς παρομοιώσεις καὶ θὰ τελειώσω.
⃝ Ὅπως ἡ λέπρα ἔτσι καὶ ἡ ἁ­μαρτία εἶνε βασανιστικὴ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἁμαρτωλό. Ὁ ἀθῷ­ος ἄν­θρωπος ἔχει ἡσυχία, κοιμᾶται ἤρεμος κάτω ἀ­πὸ τὰ ἄστρα καὶ λέει· «Ἐν εἰρήνῃ ἐπὶ τὸ αὐτὸ κοιμηθήσομαι καὶ ὑπνώσω» (Ψαλμ. 4,8). Ὁ ἁμαρτωλὸς ὅμως, λ.χ. ὁ φιλάρ­γυρος; Δὲν κοιμᾶ­ται. Κάθε­ται τὰ μεσάνυχτα καὶ μετράει τὶς λί­ρες ―γεγονὸς αὐτό―, ἢ σκέπτεται πῶς τὸ ἕ­να ἑκατομμύριο θὰ τὸ κά­νῃ δύο, τρία…. Λέει σὰν τὸν ἄφρονα πλούσιο· «Τί ποιήσω;» (Λουκ. 12,17), τί νὰ κάνω; Τὸν τρώει τὸ μικρόβιο τοῦ μαμωνᾶ, τῆς πλεονεξίας.
⃝ Ἡ ἁμαρτία εἶνε ἀκόμη ἀποκρουστικὴ γιὰ τοὺς ἄλλους σὰν τὴ λέπρα. Ἡ ὑπερηφάνεια λ.χ., ἡ σκληροκαρδία, ἡ ζήλεια, ἡ μνησικακία δηλητηριάζουν τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία, κάνουν ἀνεπιθύμητον ὅποιον τὶς ἔχει, τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ ὅλους. Ποιός δὲν ἀ­ποστρέφεται καὶ δὲν ἀηδιάζει ἕναν ἀλαζόνα, ἕνα φθονερό, ἕναν ἐκδικητικό, ἕνα συκοφάντη;
⃝ Ἀλλὰ τὸ χειρότερο εἶνε, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶνε μεταδοτική. Ἡ λέπρα ἔπαυσε σήμερα νὰ μετα­δίδεται ὅπως παλαιότερα, ἡ ἁμαρτία ὅμως ἐξ­ακολουθεῖ νὰ εἶνε πολὺ μεταδοτική. Ἂν δὲν λη­φθοῦν ἐγκαίρως μέτρα, ἀλλοίμονο. Θέ­λετε παραδείγματα; Στὴν Κύπρο μας δὲ βλαστημοῦ­σε οὔτε ἕνας. Τώρα βλαστημοῦν. Ἀπὸ ποῦ τὸ ἔμαθαν; Ἀπὸ τοὺς δικούς μας· ἀνάξιοι ἀξιωμα­τικοὶ καὶ στρατιῶτες, αὐτοὶ τοὺς δίδαξαν τὴ βλασφημία. Ἀντέδρασαν πρὸς στι­γμὴν οἱ Κύ­πριοι, ἀλλὰ μετὰ ἡ λέπρα τῆς βλασφημίας δι­αδόθηκε. Ἄλλο παράδειγμα· στὴν πατρίδα μας ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία ἦταν σπάνιες. Ἡ γυναί­κα δὲν ἔδινε τὸ κορμί της σὲ ξένον ἄντρα. Τώ­ρα; Μὲ τὴν ἐπίδρασι τῆς ξενομανίας αὐτὰ ἔ­γιναν μόδα. Οὔτε ὁ νόμος πλέον τὰ τιμωρεῖ. Ἔτσι, ἀντιστάσεως μὴ ὑπαρχού­σης, ἡ ἁμαρτία κυκλοφόρησε καὶ ἔγινε πλέον παιχνίδι.

* * *

Ἀδελφοί μου! Ἐξ ἐπόψεως ἠθικῆς εἴμεθα λεπροί. Δὲν ὑπάρχουν ἆραγε φάρμακα; Ὑπάρ­χουν. Ἰατρεῖο καὶ φαρμακεῖο εἶνε ἡ Ἐκκλη­σία. Ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων ―δὲν εἶνε ψέ­μα, εἶνε ἀλήθεια― εἶνε ὁ Χριστός. Καὶ ἔχει πολλὰ φάρμακα, φάρμακα γενικὰ καὶ εἰδικά.
Φάρμακο γενικῆς χρήσεως εἶνε – μία λέξις· ἡ πίστις. Νὰ ζητήσουμε ἀπ’ τὸ Θεό· Δῶσε μας πίστι σὰν τὴν πίστι τῶν προγόνων μας. Οἱ δέκα λεπροί, ἀπογοητευμέ­νοι ἀ­π’ τὸν κόσμο καὶ τὰ ἐγκόσμια, μόλις εἶ­δαν τὸ Χριστό, φώναξαν· «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐ­λέ­ησον ἡμᾶς» (Λουκ. 17,13). Πίστευαν ἀκραδάν­τως, ἔτσι θεραπεύθηκαν.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλα φάρμακα, εἰδι­κῆς χρήσεως. Ποιά εἶν’ αὐτά; Εἰδικὸ φάρμακο λ.χ. γιὰ τὴ φιλαργυρία, ποὺ «εἶνε ῥίζα ὅλων τῶν κα­κῶν» (Α΄ Τιμ. 6,10) ―δύο παγκόσμιοι πόλεμοι ἐξ αἰτίας της ἔγιναν― ποιό εἶνε; εἶνε ἡ ἐλεημο­σύνη. Τὸ εἰδικὸ φάρμακο τῆς ὑπερηφανείας εἶνε ἡ ταπείνωσι, τῆς μνησικακίας εἶ­νε τὸ «συγχωρῶ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς». Τὸ εἰ­δι­κὸ φάρμακο τῆς ἀνηθικότητος καὶ φαυλό­τητος εἶνε ἡ ἐγκράτεια κ.τ.λ..
Σήμερα ἡ κοινωνία μας εἶνε βαρύτατα ἀσθε­νής. Ἡ ἀσθένειά της δὲν θεραπεύεται μὲ ἀ­σπιρίνες· χρειάζονται φάρμακα ῥιζικά. Καὶ τέτοια φάρμακα εἶνε, νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν πί­στι τῶν πατέρων μας. Τότε καὶ ἡ ἀθεΐα καὶ ἡ ἀπιστία καὶ ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ μνησικακία καὶ ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία καὶ ὅλα αὐτὰ θεραπεύονται. Μόνο ἐμεῖς νὰ μιμηθοῦμε τοὺς λεπροὺς καὶ νὰ φωνάξουμε· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν μας». Νὰ τὸ ποῦμε ὅλοι, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας, καὶ τὸ θαῦμα θὰ γίνῃ. Μέσα στὸ ἔθνος μας δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἡ λέπρα τῆς βλασφημίας, τῆς κα­κίας, τῆς μνησικακί­ας, τῆς μοχθηρίας, τοῦ μίσους…, ἀλλὰ θὰ ὑ­πάρχῃ ἀγάπη, θὰ ὑπάρχῃ ὁ Χριστός· ὅν, παῖ­δες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

Κυριακὴ ΙΒ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 17,12-19)
«᾿Ηπήντησαν αὐτῷ (=τῷ Χριστῷ) δέκα λεπροὶ ἄνδρες» (Λουκ. 17,12)

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ της  Ἁγίας Τριάδος Πτολεμαΐδος 21-1-1990)
http://www.augoustinos-kantiotis.gr/