Σελίδες

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Αιωνιότητα: Αποστολισμό ανάγνωσμα της εορτής των Αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου, + 18 Ιανουαρίου


«Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν»

(Ἑβρ. 13,14)

Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου περιέχει καὶ τοῦτο τὸ χωρίο· «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μέ­νουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦ­μεν»· οἱ Χριστιανοὶ δηλαδὴ δὲν ἔ­χουμε ἐδῶ μόνιμη κατοικία, ἀλλὰ ποθοῦμε νὰ φθάσουμε στὴ μελλοντική μας κατοικία (Ἑβρ. 13,14). Ὁ ἅγι­ος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύει τὸ χωρίο αὐτὸ καὶ λέει, ὅτι πρέπει νὰ βγαίνουμε ἔξω ἀ­πὸ τὸν φθαρτὸ καὶ μάταιο τοῦτο κόσμο, ἔξω ἀ­πὸ τὰ φρονήματα καὶ τὰ πάθη του, καὶ νὰ τρέ­χουμε πρὸς τὴν οὐράνια ἄ­φθαρτη πατρίδα μας.
Τὸ χωρίο αὐτὸ εἶνε ἀπὸ τὰ ὡ­ραι­ότερα, εἶνε ἀστέρι φωτεινό. Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς δώσω μία πρακτικὴ ἀνάπτυξή του.

* * *

Αἰωνιότης! Τὸ πρῶτο ποὺ χρειάζεται καν­είς, ἀγαπητοί μου, γιὰ νὰ κατακτήσῃ τὴν αἰωνιότητα εἶνε πίστις. Ξέρε­τε πῶς μοιάζουν οἱ ἄν­θρωποι σήμερα; Μέχρι τὸ 1.500 περίπου μ.Χ., ὁ κόσμος πίστευε, ὅτι ὅ­­­λη ἡ οἰ­κουμένη εἶνε ἡ γύρω ἀπὸ τὴ Μεσόγειο καὶ τελειώνει στὸ Γιβραλ­τάρ. Ἐπὶ χιλιάδες χρόνια ἀγνοοῦσαν ὅ­τι ὑ­πάρχει Ἀμερική.

Ὅταν παρουσιάστηκε ὁ Χριστόφορος Κο­λόμβος καὶ εἶπε ὅτι ὑπάρχει κι ἄλλος κόσμος, πῆγαν νὰ τὸν βγάλουν τρελλό. Μὲ πολὺ κόπο ἔ­πεισε τὸ βασιλιᾶ νὰ τοῦ δώ­σουν καράβι νὰ τα­ξιδέψῃ. Φανταστῆτε πόσες μέρες ἤθελαν γιὰ νὰ διασχίσουν τὸν Ἀ­τλαντι­κὸ μὲ ἱστιοφόρο. Οἱ ἄν­τρες τοῦ πληρώ­μα­τος, ποὺ ἔβλεπαν μόνο οὐ­ρα­νὸ καὶ θάλασσα ἀ­πέ­ραντη, μεμψιμοιροῦ­σαν.

Αὐτὸς τοὺς ἄκου­γε κ᾽ ἔκανε τὴν προσ­ευχή του, καὶ ἐπὶ τέλους εἶ­δαν τὴν ἀκτὴ τῆς νέας γῆς. Κάτι τέτοιο συμβαί­νει καὶ μ᾽ ἐμᾶς. Ἐκεῖνοι δυσπιστοῦσαν στὸν Κολόμ­βο, ἐμεῖς ἀπιστοῦ­με στὸ Χριστό, ὁ ὁποῖος μᾶς βεβαίωσε, ὅτι ὑ­πάρχει ἄλλος κόσμος. Ἂν δὲν πιστέψουμε στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, θὰ χάσου­με τὴν αἰωνιότητα, καὶ τότε ἀλλοίμονο.

Τὸ ἄλλο ποὺ χρειάζεται εἶνε φροντίδα καὶ καλλιέργεια. Ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε ὅτι στὴν αἰ­ωνιότητα πρέπει νὰ εἴμαστε στραμμένοι καὶ γιὰ ᾽κεῖ νὰ φροντίζουμε. Τὴν πίστι στὴν αἰώνιο ζωὴ πρέπει νὰ τὴν καλλιεργήσουμε καὶ νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μᾶς τὴν αὐξήσῃ. Τὰ βλέμματά μας νὰ εἶνε πρὸς τὰ ἄνω, στὸν οὐρανό. «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. Λειτ.). Αὐτὸ σημαίνει τὸ «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν».

Ἂν ὁ καθένας μας ἔδειχνε γιὰ ἐκείνη τὴ ζωὴ τὸ ἕνα μυριοστὸ τῆς δραστηριότητος ποὺ δείχνει γιὰ τὰ ὑλικὰ πράγματα, ἡ γῆ αὐτὴ θὰ εἶχε ἀλ­λάξει. Ἔχουμε δυστυχῶς μόνο ὑλικοὺς πό­θους, πνευματικοὺς πόθους δὲν ἔχουμε. Ὑλισμὸς καὶ ἐπικουρισμὸς ἐπικρατεῖ· «Φά­­γωμεν καὶ πί­ωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α´ Κορ. 15,32). Γι᾿ αὐτὸ ἂς καλλιεργοῦ­με τὴν πίστι στὴν αἰωνιότητα. Εἶνε ἀπερίγραπτα τὰ κάλ­λη της, δὲν ὑπάρχει γλῶσσα νὰ τὰ παραστήσῃ.

Ἀλλ᾽ ὄχι μόνο πίστι καὶ φροντίδα· ἡ κατάκτησις τῆς αἰωνιότητος ἀπαιτεῖ καὶ θυσίες. Ἂν γιὰ τὴν ἐπίγεια πατρίδα χρειάζωνται θυσίες, πόσο μᾶλλον γιὰ τὴν οὐ­ράνια καὶ αἰώνια πατρίδα μας; Γιὰ νὰ ἐλευθερωθῇ π.χ. τὸ Κιλκὶς πόσοι δὲν ἔπεσαν! Τὴν παραμονὴ τῆς μάχης ὁ ἀρχιστράτηγος βασιλεὺς Κωνσταντῖνος μὲ τοὺς συνταγματάρχες κατέστρωσε στὸ χάρτη τὸ σχέδιο τῆς ἐπιθέσε­ως, συγχρόνισαν τὰ ρολόγια τους, καὶ τέλος τοὺς εἶπε·

―Ἡ πατρίδα ζητάει ἀπὸ σᾶς τὸ Κιλ­κὶς νὰ πέσῃ. Τότε ἕ­νας συν­ταγματάρχης μὲ ἄ­σπρα μαλλιά, ὁ Καμ­πάνης, στάθηκε προσοχή, ἔφερε τὸ χέρι στὸ πηλήκιο, χαιρέτισε τὸν βασιλέα καὶ εἶπε· 

―Με­­γαλειότατε, τὸ Κιλκὶς θὰ πέσῃ, καλὴν ἀντάμω­σι στὴν αἰωνιότητα! Καὶ πράγματι σκοτώθηκε στὴ μάχη ἐκείνη. Ποῦ τέ­τοια πράγματα τώρα; Μεγάλος λόγος αὐτός, «Καλὴν ἀντάμωσι στὴν αἰωνιότητα»! Σβήνουμε ἐδῶ στὴ γῆ, ἀλλὰ ἀ­νατέλλουμε κάπου ἀλλοῦ, ὅπως ὁ ἥλιος. Γιὰ τὴν αἰωνιότητα λοιπὸν ἀξίζει κάθε θυσία.

* * *

Ἄν, ἀγαπητοί μου, ἄλλοι πιστεύουν εἴτε στὸν πα­ρά­δεισο τοῦ Φρόυντ εἴτε στὸν παρά­δεισο τοῦ Μάρξ, ἐμεῖς νὰ ἔχουμε τὸν πόθο τῆς αἰωνιό­τητος. Ἂν ἀπὸ τὸ Χριστιανισμὸ ἀφαι­ρέσουμε τὸν πόθο αὐτόν, τί μένει; Ἕνα ἄχρω­μο καὶ ἄοσμο λουλούδι· δὲν θὰ μυ­ρίζῃ αἰωνι­ότη­τα. Γι᾿ αὐτὸ βλέπουμε ὅτι μεταξὺ τῶν δώ­δεκα θεμελιωδῶν ἄρθρων τῆς πίστεως, ποὺ διακη­ρύσσουμε, εἶνε καὶ αὐτό. Πῶς τελειώνει τὸ Πι­στεύω; μὲ τὸ «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν».

Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως εἶπε ἕνας Γερ­μανὸς σοφός, ἔχει πολλὰ ἄλλα χαρακτηριστικά, ἀλ­λὰ κυρίως εἶνε μεταφυσικὸ ὄν, ἔχει τὴ ῥίζα του στὸ Θεό. Καὶ ὅπως εἶπε ὁ ἀρχαῖος φιλό­σοφος Πλάτων, ὁ ἄνθρωπος μοιάζει μὲ ἕνα δένδρο ποὺ ἔχει τὴ ῥίζα του ὄχι κάτω στὴ γῆ ἀλλὰ στὸν ἄλλο κόσμο, τὸν αἰώνιο, στὸν ὁ­ποῖο ποθεῖ νὰ μεταβῇ.

Ἡ ὥρα ὅμως τῆς ἀναχωρήσεως γιὰ τὴν αἰ­ωνιότη­τα, ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, εἶνε κρίσιμη. Τότε, στὸ τέλος μας, ὁ διάβολος μᾶς πολε­μάει περισσότερο. Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς στέλνει τότε τὴ χάρι του στοὺς πιστοὺς ποὺ τὴν ἀξίζουν. Συμβαίνουν τότε ἐκλάμψεις, μεγάλα γε­γο­νό­τα. Ὁ μακαρίτης ὁ Ἀνδροῦτσος ἔλεγε· «Μὴ ἀπελπίζετε κανένα. Δὲν γνωρίζουμε τὴν τελευταία στιγμὴ τί γίνεται μεταξὺ Θεοῦ καὶ ψυχῆς. Αὐτὰ εἶνε τὰ οἰκογενειακὰ τοῦ Θεοῦ».

Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας τελεῖ μνημόσυνα γιὰ ὅλους. Ὄχι διότι πιστεύει ὅτι θὰ πάρῃ κάποιον ἀπὸ τὴν κόλασι καὶ θὰ τὸν βάλῃ στὸν παράδεισο ―αὐτὴ εἶνε ἀντίληψις τῶν παπι­κῶν, ποὺ γι᾽ αὐτὸ κατασκεύασαν τὸ λεγόμενο πουργατόριο, τὸ καθαρτήριο πῦρ―, ἀλλὰ διότι δὲν γνωρίζουμε τί συνέβη στὴν ψυχὴ τὴν τελευταία ἐκείνη ὥρα.

Παλαιότερα, ὅταν ξεψυχοῦσε ἄνθρωπος στὰ σπίτια, γονάτιζαν ὅλοι δίπλα του καὶ ἔκαναν προσευχή. Τώρα ἐμεῖς ―ἂς θεωρούμεθα καὶ θρησκευτικοί― τὰ ξεχάσαμε αὐτά, σβήσα­με τὸν μεταφυσικὸ κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία ψάλλει· «Οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχὴ χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος…» (νεκρ. ἀκ.). Καὶ ὁ Χριστὸς ἄλλωστε, ὅταν ἔφθασε στὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζω­ῆς του, εἶπε· «Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται…» (Ἰω­άν. 12,27). Ταράζεται ἡ ψυχὴ κάθε ἀνθρώπου. Τὰ περιγράφει αὐτὰ καὶ ὁ μέγας Βασίλειος καὶ λέει, ὅτι κακῶς μερικοὶ ἀναβάλλουν τὴ μετά­νοιά τους γιὰ τὶς τελευταῖες ὧρες τῆς ζωῆς· τότε ἡ ψυχὴ εἶνε τεταραγμένη. Ἅγιοι ἄν­δρες, ὅπως ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, τὴν ὥρα τοῦ θανάτου ἀπομάκρυναν ἀπὸ κοντά τους τὰ προσφιλῆ πρόσωπα· ἤθελαν νὰ μείνουν μόνοι μὲ τὸ Θεό. Χαῖρε κόσμε μὲ ὅλα τὰ ἀγα­θά σου, χαίρετε συγγενεῖς καὶ φίλοι!…

Κανείς ἀπὸ μᾶς δὲν ἔχει τὴν ἐμπειρία τοῦ θανάτου. Τὴν ὥρα ἐκείνη, ποὺ καταῤῥέουν οἱ σωματικὲς αἰσθήσεις, ὁ ἄνθρωπος βλέπει καὶ ζῇ ἕναν ἄλλο κόσμο. Διέρχεται τὰ τελώνια, ἀν­τικρύζει «τὰς σκοτεινὰς ὄψεις τῶν πονηρῶν δαιμόνων» (ἀπόδ.). Γύρω ἀπὸ τὰ μυστήρια τοῦ θα­νάτου καὶ τὸν ἄλλο κόσμο τόσο ἡ λαϊκὴ ἀν­τίληψις ὅσο καὶ ἡ διάνοια ἀξιολόγων συγγραφέων συνέθεσε ἔργα, ὅπως εἶνε λ.χ. τὸ Ἐνύ­­πνιον (δηλαδὴ ὄνειρο) τοῦ Σκιπίωνος. Μολον­ότι δὲν πιστεύουμε τὰ ὄνειρα, ὑπάρχουν ἐν τούτοις μερικὰ ποὺ εἶνε συγκλονιστικά· ἀ­ποτελοῦν ἕναν ἀπόηχο τῆς αἰωνιότητος.

Ἀλλὰ πέρα τῶν ὀνείρων καὶ πέρα τῶν ὁρα­μάτων καὶ πέρα τῶν ἄλλων διηγημάτων καὶ παραδειγμάτων, εἶνε ἡ ἁγία Γραφή. Ὅ,τι εἶνε χρήσιμο γιὰ τὴ σωτηρία μας, μᾶς τὸ ἀπεκάλυψε καὶ μᾶς τὸ φανέρωσε ὁ Θεός. Αὐτὸ νὰ κρατοῦμε καὶ νὰ μὴ ἔχουμε τὴν περιέργεια νὰ ἐμβατεύουμε μέσα στὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ.

* * *

Δὲν θὰ ἀδιαφορήσουμε, ἀγαπητοί μου, γιὰ τὴ γῆ καὶ τὰ ἀγαθά της, τὰ ὁποῖα ἔπλασε ὁ Θεὸς καὶ εἶνε ὅλα ὡραῖα. Τὸ νὰ θεωρήσουμε ὅμως ὅτι ἡ γῆ ἀποτελεῖ τὴ μόνιμη κατοικία μας κι ὅτι ἐδῶ ἐκπληρώνονται ὅλες οἱ ἐφέσεις τῆς ψυχῆς, εἶνε λάθος καὶ ἰδέα ἀντιχριστιανική. «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μέ­νουσαν πό­λιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦ­μεν». Αὐτὸ τὸ φρόνημα εἶνε ὁ ὀρθὸς προσανατολισμός.

Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ καθένας στὸν ἑαυτό του, καὶ οἱ γονεῖς στὰ παιδιά τους, καὶ οἱ κατηχηταὶ στὰ κατηχητικὰ σχολεῖα, καὶ οἱ διδάσκαλοι στοὺς μαθητάς τους, καὶ οἱ πνευματικοὶ στοὺς ἐξομολογουμένους, καὶ οἱ κήρυκες ἀπὸ τὸν ἄμβωνα, ὅλοι παντοῦ, ν᾽ ἀρχίσουμε νὰ τονίζουμε τὸν μεταφυσικὸ κόσμο. Ἐπάνω στὴν πίστι αὐτὴ θεμελιώνεται ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ τσακίζεται ὁ ὑλισμός.

Μνημονεύετε τὰ ἔσχατα, τὰ τέλη τοῦ βίου, καὶ ἑτοιμάζεσθε γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή. Ποῦ ἤ­μασταν πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια; στὴ σκέψι τοῦ Θεοῦ. Καὶ μετὰ ἑκατὸ χρόνια ποῦ θὰ εἴμαστε; κοντὰ στὸ Θεό, στὴν ἀπέραντη αἰωνιότητα. «Οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων»· «πάντες γὰρ αὐτῷ ζῶσιν» (Μᾶρκ. 12,27· Λουκ. 20,38).

Ἔτσι νὰ ζοῦμε καὶ νὰ ἁγνίζουμε τὸν ἑαυ­τό μας μὲ τὴν πίστι «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ἐκκλησιαστικὲς Κατασκηνώσεις Πρώτης – Φλωρίνης 19 ἕως 23-8-1981)