Όταν ο Ιωσήφ είδε το παιδί που γεννήθηκε (τον Χριστό), ένοιωσε μεγάλη χαρά μέσα του. Ταράχτηκε όμως σαν έμαθε πως ο βασιλιάς Ηρώδης ζητούσε πληροφορίες για το παιδί. Την ταραχή του αυτή διαλύει άλλη χαρά, το λαμπρό αστέρι και η προσκύνηση των μάγων. Πάλι όμως μετά τη χαρά ξανάρχεται ο φόβος και ο κίνδυνος. Ζητάει ο Ηρώδης να σκοτώση το βρέφος. Πρέπει ανθρώπινα να αλλάξη σπίτι, να φύγη μακριά. Δεν έπρεπε ο Χριστός να θαυματουργήση τότε και να σωθή εκεί; Όχι. Αν έκανε θαύματα από νήπιο, δεν θα τον θεωρούσαν και άνθρωπο, παρά μόνο Θεό. Προηγήθηκαν η κυοφορία, γέννα, θηλασμός, πολύχρονη ησυχία και αφάνεια, περιμένοντας την ώριμη αντρική ηλικία. Και όλα αυτά για να γίνη παραδεχτό το μεγάλο Μυστήριο, η ένωση του τέλειου Θεού και του τέλειου ανθρώπου στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού, το μεγάλο Μυστήριο τη θείας Οικονομίας.