Μετά δεκαπέντε ημέρες, πού έμεινα ξάπλα στο κρεβάτι, ενώ έκανα την προσευχή μου, έριξα αυθόρμητα και μια ματιά στο πόδι μου. Βλέπω λοιπόν, με την χάρι του Θεού, ότι το πόδι μου το είχαν βάλει στραβά στο γύψο.
Τότε ζήτησα άπ' τους γιατρούς να ανοίξουν το γύψο. Ό καθηγητής, πού το έμαθε, είπε γελώντας:
— Ό παπάς αντί να κοιτάξει την εκκλησία του, για την οποία είναι αρμόδιος, θέλει εμάς να μας ελέγξει, τη στιγμή πού εμείς κάναμε τη δουλειά μας σωστά και περάσαμε το πόδι του από ακτίνες. Τι θέλει, τώρα, να μας παιδεύει;
Δεν έδειξε κανείς ενδιαφέρον. Εγώ επέμεινα να δούνε το πόδι μου. Εκείνοι τίποτα. Όποτε φέρνουν φαγητό το μεσημέρι, δεν το έφαγα, λέγοντας ότι ζητώ να με πάνε στις ακτίνες. Επιμένω να γίνει αυτό, διότι θα δέσει το πόδι μου στραβά και θα μείνει έτσι για πάντα. Ό καθηγητής έστειλε μήνυμα:
— Να κοιτάξει την ιεροσύνη του! Το πόδι του είναι καλά.
Ήλθε το βράδυ. Μου φέρανε φαγητό, πάλι δεν το έφαγα, επιμένοντας να δούνε το πόδι μου. Την άλλη μέρα το πρωί ήλθε Όλα καθηγητής και λέει θυμωμένος:
— Τι είναι αυτά, βρε παπά; Τι είναι αυτά, να μας παιδεύεις εδώ πέρα;
Με τα πολλά με κατεβάζουν στις ακτίνες. Βλέπουν ότι όντως το πόδι μου το είχαν βάλει στραβά κι είχε θρέψει κιόλας. Ό καθηγητής έβαλε τα γέλια.
— Ρε παπά, λέει, είσαι πολύ αμαρτωλός. Τώρα το κατάλαβα κι εγώ. θα δεις τώρα Τι θα τραβήξεις! Πρέπει να σου το σπάσομε το πόδι και να το ξαναβάλαμε καλά.
Άρχισαν με δύναμη να χτυπούν το γύψο, για να σπάσει. Εγώ δεν μιλούσα, μόνο έκανα την ταπεινή μου προσευχή.
Α, δεν μιλάεις τώρα, μου λέγει. Άλλα τώρα εγώ θα σου συγχωρέσω τις αμαρτίες σου.
Σε μια στιγμή τραβούνε, βγάζουνε το γύψο. Εγώ πονούσα πολύ. Δύο γιατροί μου τραβούσανε το πόδι κι Όλα καθηγητής με τη γροθιά του το χτυπούσε στην κνήμη δυνατά, για να σπάσει.
Ε, ρε παπά, έλεγε, θα σου συγχωρέσω όλες τις αμαρτίες, αλλά κοντά σ' εσένα θα μου συγχωρεθούν κι οι δικές μου.
Μου σπάγανε το κόκαλο· είχε λίγο θρέψει κι εγώ πονούσα αφόρητα. Έσφιγγα τα χείλη μου. Τέλος μου το σπάσανε. Με ξάπλωσαν πάλι κάτω άπ' τις ακτίνες, τεντώσανε το πόδι και το έφεραν στον άξονα του. Μετά μου έβαλαν πάλι το γύψο προσεκτικά και μ' έστειλαν στο κρεβάτι.
Επί δύο-τρεις μήνες —δεν θυμάμαι ακριβώς— έμεινα ξάπλα στο κρεβάτι. Μετά άπ' αυτό το διάστημα με σήκωσαν καθιστό και μου έδωσαν να κρατώ δυο πατερίτσες, για να περπατώ. Εγώ δεν τις ήθελα. Μου λέει Όλα καθηγητής:
Να τις πάρεις, για να σηκωθείς, γιατί σ' έφαγε το ξάπλα.
Δεν κράτησε πολύ αυτό με τις πατερίτσες, γιατί άρχισα να ισορροπώ μόνος μου. Φοβόμουνα τις πατερίτσες, μήπως συνηθίσω και μετά δεν μπορέσω να τις αφήσω.
Τότε Όλα καθηγητής μου λέει:
—Να φροντίσεις ν' αγοράσεις ένα μπαστούνι.
— Όχι, του λέω, δεν το θέλω.
— είσαι και παπάς, μου λέει, κι είσαι ανυπότακτος;
Να ακούσεις, γιατί θα πέσεις και θα σπάσεις όλα τα κόκαλά σου.
Αναγκάσθηκα τότε να πω στην αδελφή μου:
— Να μου αγοράσετε ένα μπαστούνι. Φτωχοί είμαστε, αλλά πρέπει να μου αγοράσεις ένα μπαστούνι. Να πετάξω τούτα, γιατί στενοχωρούμαι.
Ήταν ένδεκα ή ώρα πρωινή και κατέβηκα με τις πατερίτσες στην εκκλησία του νοσοκομείου.
Αμέσως ή αδελφή μου ετοιμάσθηκε για την οδό Αιόλου, για ν' αγοράσει το μπαστούνι. Ενώ ξεκινούσε, να σου μία κυρία, κρατώντας ένα μπαστούνι στο χέρι, μπήκε μες στην εκκλησία.
— Ό Άγιος Γεράσιμος είναι εδώ; λέει.
— Ναι, παιδί μου, εδώ είναι, της λέει ή νεωκόρος.
— και που βρίσκεται ή εικόνα του Αγίου;
— Να την, απαντάει και της δείχνει την εικόνα.
Τότε αυτή ή άγνωστη κυρία πέφτει κάτω στην εικόνα του Αγίου και με δάκρυα του έλεγε δυνατά κι ακούγαμε όλοι:
— Άγιε μου, εγώ δεν σε ήξερα. Ούτε είχα ακούσει ποτέ για σένα. Ούτε το όνομά σου είχα ακούσει κι όμως με τίμησες και μ' επισκέφθηκες και μου ζήτησες το μπαστούνι πού αγόρασα άπ' τα Ιεροσόλυμα να το φέρω στο σπίτι σου. και να, το έφερα, Άγιε μου. Μου είπες: «Το μπαστούνι το θέλω αύριο το πρωί να μου το φέρεις»! Εγώ δεν ήξερα που βρίσκεσαι και ρωτώντας έμαθα και σε βρήκα.
Εγώ με την αδελφή μου και την νεωκόρο καθόμασταν στα στασίδια δίπλα στο παγκάρι. Μας πλησίασε και μας
είπε:
- Τι πράγμα ήταν αυτό; Γιατί μου ζήτησε Όλα Άγιος το μπαστούνι; Τι το ήθελε; Κι ή νεωκόρος είπε:
—Άκουσε να δεις Τι το θέλει Όλα Άγιος το μπαστούνι.
Ό ίδιος δεν το χρειάζεται, αλλά Όλα Άγιος έχει και τον υπηρέτη του κι Όλα υπηρέτης του είναι από δω Όλα παπάς πού βλέπεις. Είχε σπάσει το πόδι του και μήνες υπέφερε πολλά,
αλλά σήμερα σηκώθηκε κι Οι γιατροί του είπαν να κρατήσει μπαστούνι. και να, ή αδελφή του ήταν έτοιμη να πάει στην οδό Αιόλου, να του αγοράσει το μπαστούνι. Έλα, λοιπόν, πάρε το μπαστούνι από τον Άγιο και φέρε το εδώ στον υπηρέτη του.
Συγκινημένη ή κυρία μου έφερε το μπαστούνι και μου φίλησε το χέρι.
Πάρε το, μου λέγει, πάτερ μου, και συγχώρεσε μου τις αμαρτίες. Το αγόρασα στα Ιεροσόλυμα. Είναι άπ' τον Πανάγιο Τάφο. Έρχομαι, μου λέγει, άπ' το συνοικισμό Προμπονά, τέρμα Πατήσια. Εκεί πέρα μένω. Εκεί είδα τον Άγιο στον ύπνο μου.
Την ευχαρίστησα. Πήρα το μπαστούνι και το χρησιμοποίησα αμέσως, αφού πέταξα τις πατερίτσες. Αυτό το μπαστούνι τ' ονόμασα «του Αγίου Γερασίμου» και τ' αγάπησα πολύ. Το προσέχω να μην το χάσω. Άλλα είναι και πολύ θαυμαστό, γιατί, όταν κανείς πονάει κάπου στο σώμα του, τον χτυπώ λίγο με το μπαστούνι και γίνεται καλά. Πράγματι, είναι πολύ θαυμαστό. Τι ήταν αυτό το πράγμα! Ό Άγιος να φροντίσει για μένα τον ελάχιστο!
Ολοζώντανος παρουσιάστηκε στην κυρία, ή οποία ούτε για τον Άγιο Γεράσιμο είχε ακούσει ούτε για μένα. Πολύ θαυμαστά έργα κάνουν Οι άγιοι, γι' αυτό πρέπει να τους τιμάμε. Κι εγώ προσκυνώ τον Άγιο Γεράσιμο, πού είναι ή βακτηρία των ασθενών με την αγιοσύνη και την χάρι του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ.